Η Ελλάδα πρέπει να γίνει καιο «κήπος της Ευρώπης»
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η Ελλάδα, όντας στον σκληρό πυρήνα του ευρώ, οφείλει και πρέπει να προσελκύσει επενδύσεις και να αυξήσει τις εξαγωγές της για να σταθεί ξανά όρθια. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Η «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού και η διόγκωση των υπηρεσιών ανέδειξαν τα προβλήματα που είχε το παραγωγικό της μοντέλο και προ των μνημονίων που είχε το «τριπλό έλλειμμα» (έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, δημοσιονομικό και δημόσιο χρέος).
Και όπως φαίνεται μετά την πανδημία, αυτοί οι τομείς είναι και ευάλωτοι και μη διατηρήσιμοι.
Τα 32 δισ. ευρώ που έρχονται από το ταμείο αλληλοβοήθειας της ΕΕ είναι ευκαιρία να αποτελέσουν το έναυσμα για να χτίσει μια νέα ανταγωνιστικότητα ο πρωτογενής τομέας της Ελλάδας. Εργα για τη μείωση του κόστους παραγωγής, όπως αρδευτικά στον θεσσαλικό κάμπο που «καρκινοβατούν» επί δεκαετίες, προγράμματα για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, ώστε από τους τζίρους των 200 και 300 ευρώ το στρέμμα να ξεπεράσουμε τα 600 ευρώ, όταν στην Ολλανδία είναι στα 1.800 ευρώ το στρέμμα και στο Ισραήλ στα 2.000 ευρώ το στρέμμα.
Η αλήθεια είναι πως σε αυτό που ονομάζουμε «πραγματική οικονομία» όλες οι κυβερνήσεις στα χρόνια των μνημονίων, αδυνατώντας να νοικοκυρέψουν σε βάθος το Δημόσιο, επέβαλαν φόρους στην πραγματική παραγωγή, δηλαδή στη μεταποίηση και στον αγροτικό τομέα, που τους έφεραν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό.
Η Ελλάδα είναι η χώρα της ευρωζώνης με τον μεγαλύτερο ειδικό φόρο κατανάλωσης για ενέργεια, φυσικό αέριο και υγρά καύσιμα και επί της ουσίας ο επιχειρηματικός κόσμος στερείται χρηματοδοτικών εργαλείων, δηλαδή τραπεζικό δανεισμό για επενδύσεις, εδώ και μία δεκαετία. Επίσης είναι η χώρα με τις πιο δυσβάστακτες εργοδοτικές εισφορές (με τη χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα στον τομέα αυτόν στις χώρες του ΟΟΣΑ).
Στον αγροτικό τομέα τα στοιχεία είναι εξίσου δραματικά σε βάρος μας, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Στην Ευρώπη του στενού πυρήνα του ευρώ, οι αγρότες της χώρας μας έχουν τη μεγαλύτερη εξάρτηση στο εισόδημά τους μαζί με εκείνους της Πορτογαλίας από τις επιδοτήσεις της ΚΑΠ. Πάνω από το 50% του εισοδήματος του έλληνα αγρότη και κτηνοτρόφου προέρχεται από επιδοτήσεις, ένα 45% από την αγορά και μόλις ένα ποσοστό 5% συμβάλλει το κράτος στη διαμόρφωση του αγροτικού εισοδήματος.
Αντίθετα σε χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως η Γερμανία και η Σουηδία, στο εισόδημα του αγρότη οι επιδοτήσεις συμμετέχουν με μόλις 20%, ενώ σε ένα μεγάλο μέρος πάνω από το 50% υπάρχει κρατική ενίσχυση, χωρίς να νοθεύει ωστόσο τον ανταγωνισμό, όπως είναι συλλογικά αρδευτικά δίκτυα, επιδότηση αγροτικού πετρελαίου και ρεύματος, αγροτική πίστη με χαμηλό επιτόκιο, αγροτική ασφάλιση κ.ά.
Ο Πρωθυπουργός είπε ότι «τα 32 δισ. ευρώ, αυτά που στην ουσία αποτελούν ένα «νέο σχέδιο Μάρσαλ», δεν θα τα διαχειριστούμε ως νεόπλουτοι». Η έμφαση προφανώς πρέπει να δοθεί στο να αποκτήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Κάτι τέτοιο ωστόσο απαιτεί σχέδιο, εμβάθυνση έτσι ώστε κάθε ευρώ που θα δαπανηθεί να πιάσει τόπο, να έχει μεγάλο πολλαπλασιαστή στην απασχόληση.
Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι τον μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή στην απασχόληση τον έχει η προβατοτροφία και είναι 15, ενώ τα διατροφικά φυτά (σιτάρι, καλαμπόκι, φρούτα, λαχανικά) είναι στο 7 με 8 και τα βιομηχανικά φυτά (βαμβάκι, ηλίανθος, ελαιοκράμβη) στο 3.
Η απασχόληση μετά το δίμηνο lockdown λόγω της πανδημίας δεν θα έπρεπε να στηρίζεται μόνο στην επιδότηση των επιχειρήσεων, αλλά και στην επιδότηση ακόμη και με αποθεματοποίηση και των αγροτικών προϊόντων που αποτελούν την πρώτη ύλη για τη βιομηχανία μας. Αν διασώσουμε τα εργοστάσια παραγωγής τροφίμων, αλλά χάσουμε τα αγροτικά προϊόντα που τα τροφοδοτούν, ασφαλώς θα έχουμε κάνει μια «τρύπα στο νερό», γιατί το συγκριτικό πλεονέκτημα και ο λόγος ύπαρξης αυτών των εργοστασίων είναι η πρώτη ύλη που μεταποιούν.
Η πανδημία μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για να ανασυντάξουμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Η κατασκευή, για παράδειγμα, συλλογικών αρδευτικών δικτύων και φραγμάτων στη Θεσσαλία, ώστε να μειωθεί το υπέρογκο κόστος άρδευσης για το ανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας. Η ερημοποίησή της, αν δεν δρομολογηθούν αυτά τα έργα, είναι θέμα λίγων χρόνων. Ηδη το υδατικό έλλειμμα από την υπεράντληση του υπόγειου υδροφορέα υπερβαίνει τα 3 δισ. κυβικά μέτρα.
Λόγω της εγκατάλειψης και της υποβάθμισης γόνιμων γαιών, ήδη ξένα και εγχώρια funds εξαγοράζουν παραγωγικές γαίες, που υποβαθμίζονται σε όλη τη χώρα, προς 1.500 ευρώ το στρέμμα ή τις νοικιάζουν προς 200 ευρώ ετησίως για να τις μετατρέψουν σε πάρκα φωτοβολταϊκών.
Η χώρα είναι επίσης εξαρτημένη από εισαγωγές αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και αυτό έχει αντανάκλαση σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Πάρτε για παράδειγμα τον τουρισμό. Πέρυσι οι 34 εκατομμύρια επισκέπτες κατανάλωσαν πάνω από το 60% των γαλακτοκομικών από εισαγωγές γάλακτος και πάνω από το 90% του κόκκινου κρέατος από εισαγωγές από χώρες κυρίως του ευρωπαϊκού Βορρά, ενώ στα νησιά κατανάλωσαν κυρίως λαχανικά από τα θερμοκήπια της Αττάλειας στη Νοτιοανατολική Τουρκία.
Είναι σαφές ότι η παραγωγή και η μεταποίηση αγροδιατροφικών προϊόντων θα έπρεπε να αποτελούν προτεραιότητα της κυβέρνησης, που οφείλει να στηρίξει στην πράξη τον αγροτικό τομέα, γιατί σε αυτόν και πάλι θα πατήσει η οικονομική ανάκαμψη της χώρας…
Από τα 32 δισ. ευρώ, πάντως, μόνο 1,7 δισ. θα κατευθυνθούν στον αγροδιατροφικό τομέα, παρά το γεγονός ότι για τη χώρα αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω της υψηλής προστιθέμενης αξίας που έχει η μεσογειακή διατροφή ή των ισχυρισμών υγείας που θα έπρεπε να τη συνοδεύουν.
Με κατανάλωση και εισαγωγικό εμπόριο και με τουρισμό μόνο μην περιμένει κανείς θαύματα στην οικονομία. Θέλει εκ βάθρων αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, πολιτικές για την απασχόληση και στοχευμένα για την ανταγωνιστικότητα, ξεκινώντας από τη βάση της παραγωγικής πυραμίδας που είναι ο πρωτογενής τομέας.
Είναι λυπηρό ότι εφέτος, λόγω της πανδημίας και του «σφραγίσματος των συνόρων», δεν είχαμε εργατικά χέρια και έμεινε ασυγκόμιστη παραγωγή σπαραγγιών στη Βόρεια Ελλάδα ή κερασιών. Τα κοινωνικά επιδόματα που γέμισαν με αέργους νέους τις καφετέριες ή με «θεσιθήρες» δεν οδηγούν παρά στη διάλυση…
Τα 32 δισ. ευρώ είναι η τελευταία ευκαιρία για να ανασυντάξουμε το παραγωγικό μας μοντέλο, το οποίο θα πρέπει να στοχεύει στο να γίνουμε εκτός από γκαρσόνια και «μπακάληδες» της Ευρώπης… Να μην τους πουλάμε δηλαδή μόνο ήλιο, θάλασσα και ελληνικούς μύθους με αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά και τα τρόφιμα που καταναλώνουν, που τα συνοδεύουν ούτως ή άλλως μύθοι αιώνων…
Ο κ. Γιάννης Κολλάτος είναι μηχανικός με μεταπτυχιακό στη Βιοτεχνολογία.

