Εγινε διάσημος αποτυπώνοντας με τον φακό του τον γλυκόπικρο λυρισμό της Πόλης των δεκαετιών του ’50 και του ’60: τους χαμάληδες, τη ζωή του δρόμου, τους μιναρέδες, τις ψαρόβαρκες, τους αμαξάδες, τους ήρωες της καθημερινότητας και τους φτωχοδιαβόλους. Εγινε μύθος φωτογραφίζοντας τον Πάμπλο Πικάσο, τον Σαλβαντόρ Νταλί, τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, την Ιντιρα Γκάντι και τον Γουίνστον Τσόρτσιλ. Oι μόνοι που του «ξέφυγαν», όπως δήλωσε σε συνέντευξή του το 2005, ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν (αρνήθηκε να φωτογραφηθεί γιατί βρισκόταν σε αναπηρικό αμαξίδιο), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ (παρότι ήταν γείτονες όταν ο Γκιουλέρ εργάστηκε στο Παρίσι) και ο Αλμπερτ Αϊνστάιν γιατί «πέθανε πολύ σύντομα».
Ο Αρά Γκιουλέρ γεννήθηκε στη συνοικία Μπέιογλου στις 16 Αυγούστου 1928, μοναχογιός ενός χριστιανού Αρμενίου που διατηρούσε ένα από τα πιο γνωστά φαρμακεία της Κωνσταντινούπολης στην Ιστικλάλ. Σπούδασε οικονομικά, το όνειρό του όμως ήταν να ασχοληθεί με το σινεμά, καθώς πίστευε ότι οι γνωριμίες του πατέρα του στην κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής θα τον βοηθούσαν. Τελικά ο πατέρας του τού βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Εκεί κατάλαβε ότι του έπαιρνε περισσότερο χρόνο να γράψει ένα άρθρο παρά να τραβήξει μια φωτογραφία. Και ο Γκιουλέρ προτιμούσε πάντα τα άμεσα αποτελέσματα.
Εργάστηκε στην εφημερίδα «Ηürriyet», υπήρξε ο πρώτος ανταποκριτής του αμερικανικού εκδοτικού κολοσσού Τime Life στην Εγγύς Ανατολή, τροφοδοτούσε με εικόνες έντυπα όπως το «Paris Match», το γερμανικό «Stern», οι «Sunday Times» του Λονδίνου και το «Νational Geographic», ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’60 εντάχθηκε στην ομάδα του πρακτορείου Magnum Photos, έχοντας γνωρίσει προσωπικά τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν.
Με τη μηχανή του κατέγραψε το πογκρόμ της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1955 και τα τραγικά γεγονότα σε βάρος των Ελλήνων, των Αρμενίων και άλλων μειονοτήτων της Κωνσταντινούπολης. «Ντροπή, μεγάλη ντροπή» είχε πει. Φωτογράφισε τη Μελίνα Μερκούρη όταν εκείνη βρέθηκε στην Πόλη για τα γυρίσματα του «Τopkapi» (1964) του Ζυλ Ντασσέν, κατάφερε να αιχμαλωτίσει με τον φακό του τη Μαρία Κάλλας την ώρα που έβαζε το κραγιόν της στη θαλαμηγό «Χριστίνα» και ο Ωνάσης τον κάλεσε το ίδιο βράδυ για να γνωρίσει τον Αντνάν Μεντερές.
Ο ίδιος ανέκαθεν δήλωνε φωτορεπόρτερ. Δεν αποδέχθηκε ποτέ τον τίτλο του φωτογράφου-καλλιτέχνη παρότι κάδρα του είχαν φιλοξενηθεί σε έκθεση στο νεοϋορκέζικο MoMΑ και είχε τιμηθεί με σειρά σημαντικών βραβείων – είχε αναγορευθεί, μεταξύ άλλων, μέλος του Τάγματος της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής. «Η δουλειά μου είναι να ταξιδεύω και να καταγράφω ό,τι βλέπω. Είμαστε τα μάτια του κόσμου. Βλέπουμε για λογαριασμό των άλλων ανθρώπων. Συλλέγουμε την οπτική ιστορία του σύγχρονου κόσμου».
Παντρεύτηκε δύο φορές. Η δεύτερη σύζυγός του έφυγε από τη ζωή το 2010. Δεν άφησε απογόνους – μόνο ένα corpus 800.000 σλάιντς. Οποιος ήθελε μπορούσε να τον συναντήσει στο Αra Café που έφερε το όνομά του και στεγαζόταν σε ένα αρχοντικό τριώροφο, κληρονομιά του φαρμακοποιού πατέρα του. Ο ίδιος περνούσε πολλές ώρες της ημέρας καθισμένος σε ένα συγκεκριμένο τραπέζι. Τον περασμένο Αύγουστο άνοιξε και Μουσείο για το έργο του, την ημέρα των ενενηκοστών γενεθλίων του. Αφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Κωνσταντινούπολης από έμφραγμα. Η φωτογραφική μηχανή ήταν πάντα κρεμασμένη στον λαιμό του.