«Στα 22 σου χρόνια οι χαμένες ώρες δεν μετράνε. Τις γεμίζουν οι ελπίδες και τα όνειρα». Οταν ο Κώστας Γαβράς το 1955  εγκατέλειψε την Ελλάδα για τη Γαλλία με 110 δολάρια στην τσέπη, η φυγή του δεν σήμανε «έναν μικρό θάνατο, αλλά μια καινούργια γέννηση». Ο νεαρός Αρκάς έφευγε όχι από την οικονομική μιζέρια αλλά από μιαν άλλη, εκείνη όπου «η μόνη επιτρεπόμενη προοπτική ήταν η καθημερινή επιβίωση». Για τον σημαντικότερο ίσως εν ζωή εκπρόσωπο της Ελλάδας στον διεθνή κινηματογραφικό χάρτη «στην πραγματικότητα το όνειρο ήταν να φύγεις. Το να ανακαλύψεις, να μάθεις, ήταν το όνειρο μέσα στο όνειρο». Αυτά διαβάζεις, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στο «Αντί προλόγου», την εισαγωγή της Αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας», η οποία κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις Gutenberg, ένα πόνημα περίπου 500 σελίδων μεγάλου μεγέθους, τυπωμένων σε πολυτονικό σύστημα και σε εξαίρετη μετάφραση του Ωρίωνα Αρκομάνη.
Στη Γαλλία, όπου σπούδασε φιλολογία και μετά κινηματογράφο στην IDHEC (Institut Des Hautes Etudes Cinématographiques), ο Κώστας Γαβράς έμαθε, αν όχι τα πάντα, σίγουρα πάρα πολλά. Ωστόσο το καλωσόρισμα στο σπίτι όπου αρχικώς θα φιλοξενούνταν δεν ήταν το καλύτερο. Για την ακρίβεια, παραλίγο να τον σπάσουν στο ξύλο προτού τον διώξουν με τις κλωτσιές. Ενας πρώην μπάτσος τα είχε βάλει με τον Στάθη, τον Ελληνα που θα τον φιλοξενούσε – κάτι σχετικό με μια γυναίκα -, και ο Γαβράς βρέθηκε στη μέση. Το «καλημέρα» στο Παρίσι δεν ήταν παρά ένας πολύ δυνατός… μπάτσος στο πρόσωπο του νεαρού Γαβρά και αν δεν υπήρχε ο ταξιτζής που τον βοήθησε να ξεφύγει από τη δυσάρεστη κατάσταση, ποιος ξέρει τι θα είχε γίνει… Πάντως η πρώτη του βραδιά ως μετανάστη στην Πόλη του Φωτός ήταν «σε ένα ξενοδοχείο για μπατίρηδες» ενώ μέχρι να φτάσει, κάποια στιγμή, στην είσοδο της πανεπιστημιούπολης, πέρασε μια οδύσσεια που μόνο σε ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν συναντάμε. Γενικότερα, τα πρώτα χρόνια στη Γαλλία ήταν όχι απλώς πολύ δύσκολα, αλλά και τρομακτικά: ας προσπαθήσουμε για μια στιγμή να φανταστούμε έναν νέο άνθρωπο εκείνη την εποχή σε μια ξένη χώρα, χωρίς χρήματα, να πρέπει να πάει στο νοσοκομείο («που σήμαινε χρήμα») και να πληροφορείται ότι εν αγνοία του είχε περάσει tuberculose – φυματίωση.

Δραπέτης

Ο Κώστας Γαβράς δραπέτευσε από την Ελλάδα γιατί στη χώρα του δεν μπορούσε να σπουδάσει, αποκλεισμένος καθώς ήταν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση λόγω της πολιτικής ένταξης του πατέρα του την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Δεν ήταν εύκολο να φύγει. Κάποια στιγμή η υποτίμηση της δραχμής παραλίγο να διαλύσει τα όνειρά του, οι οικονομίες του είχαν μείνει μισές, οδηγώντας τον «σε πράξεις που με έκαναν να χάσω τη δουλειά μου και να με κάνουν ακόμη και να ντρέπομαι».
Οι γονείς του ένιωθαν ότι το μέλλον του είχε καταστραφεί, όμως εκείνος επέμεινε αναβάλλοντας την αναχώρησή του ώστε να εξοικονομήσει το ποσό που είχε εξανεμιστεί. Και τελικά τα κατάφερε, όπως πάντα θα τα κατάφερνε αυτός ο ευγενής πεισματάρης που επρόκειτο να γυρίσει περισσότερες από 20 ταινίες, που θα γευόταν τη δόξα των σημαντικότερων βραβείων και που θα συνεργαζόταν με την αφρόκρεμα των ηθοποιών, των σκηνοθετών, των λογοτεχνών και των μουσικών της παγκόσμιας σκηνής.
Στο πανεπιστήμιο ο Γαβράς ήταν φανατικός θαμώνας της Σινεματέκ, της γαλλικής Ταινιοθήκης, της οποίας σήμερα είναι ο ίδιος επικεφαλής. Καταβρόχθιζε ταινίες με μανία, ο κινηματογράφος ήταν το πάθος του, άκουγε με περιέργεια τον Ανρί Λανγκλουά, τον τότε διευθυντή της. «Ηταν το πρώτο σκαλί στην ανακάλυψη ότι στο σινεμά υπήρχαν έργα μιας ποιότητας την οποία δεν υποπτευόμουν ως τότε».

Μοντέρ της ζωής του

Στην αυτοβιογραφία του ο Κώστας Γαβράς αποκαλύπτει πράγματα για τα οποία δεν είχε μιλήσει ποτέ στο παρελθόν – ούτε καν στους κολλητούς του. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι στην Κατοχή φύλαγε οκτώ κατσίκες που έδιναν γάλα στην οικογένειά του και ότι είχε βρεθεί στα γυρίσματα της «Στέλλας» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου έκανε μια σύντομη εμφάνιση το μπαλέτο λαϊκών χορών στο οποίο ο ίδιος ήταν μέλος.
Ορισμένες φορές νιώθεις ότι το «μοντάζ» του βιβλίου είναι παρόμοιο με εκείνο το τόσο ριζοσπαστικό, βραβευμένο με Οσκαρ μοντάζ τού «Ζ». Χωρίς ποτέ να χάνει τον ειρμό, ο Γαβράς κάνει τινάγματα στον χρόνο, πετιέται σαν χορευτής από εποχή σε εποχή. Π.χ. εκεί που βρίσκεται στην περίοδο του «Ζ», ξαφνικά «φεύγει» για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα και θυμάται τον πατέρα του να του λέει: «Το Στάλινγκραντ κρατάει ακόμη!» ή «Το Στάλινγκραντ νίκησε, και αυτό είναι το τέλος του Χίτλερ». Θυμάται το σφυροδρέπανο που ήταν ζωγραφισμένο στο σπίτι τους από τους κομμουνιστές…
Βέβαια, το μοντάζ γενικότερα έπαιξε τεράστιο ρόλο στην κινηματογραφική μαθητεία του Γαβρά. «Αν θέλεις να ασχοληθείς με τη σκηνοθεσία», του είχε πει κάποτε ο σκηνοθέτης Ρενέ Κλερ, «να περάσεις καιρό στην αίθουσα του μοντάζ». Μια συμβουλή που ο έλληνας σκηνοθέτης δεν ξέχασε ποτέ.

Τρέχοντας ασταµάτητα

Το κεφάλαιο όπου διαβάζουμε για τις εμπειρίες του Γαβρά στα κινηματογραφικά πλατό με την ιδιότητα του βοηθού είναι για τον ίδιο μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος της καριέρας του. Δούλεψε στο πλευρό σκηνοθετών όπως ο Κλοντ Πινοτό, ο Ζακ Ντεμί, ο Ιβ Αλεγκρέ  και ο Ρενέ Κλεμάν και πολλές αναμνήσεις από εκείνη την εποχή έμειναν στη μνήμη του «χαραγμένες σαν μάρμαρο». Ο βασικός νόμος του βοηθού είναι να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σκηνοθέτη και ο Γαβράς το διάστημα που δούλεψε ως βοηθός τον τήρησε μέχρι κεραίας, είτε οργώνοντας όλο το Παρίσι για να βρει το καπέλο μιας αμερικανίδας μαζορέτας είτε μαθαίνοντας ισπανικά για τα γυρίσματα μιας ταινίας στη γειτονική χώρα.
Στην πρώτη περίπτωση, όταν κάποια στιγμή προσπάθησε να εξηγήσει στον Κλοντ Πινοτό τι πέρασε για να βρει εκείνο το καπέλο, ο έμπειρος σκηνοθέτης τού είπε να μην του λέει ποτέ τι κάνει γιατί «μόνο το αποτέλεσμα μετράει». Για τον Γαβρά αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή του κινηματογράφου και δεν έπαψε ποτέ να την τηρεί. Κάποια στιγμή η ικανοποίηση ήρθε και πάλι από τον Πινοτό, ο οποίος τού είπε ότι η πιάτσα λέει τα καλύτερα για έναν βοηθό που τρέχει ασταμάτητα. Ο βοηθός ήταν ο ίδιος ο Γαβράς.

Η Σινιορέ, ο Μοντάν και το «βλαχαδερό»

«Λέγε με Σιμόν» του είπε η Σιμόν Σινιορέ όταν ο Γαβράς τής συστήθηκε στο ταπεινό διαμέρισμά της στην πλατεία Ντοφέν το 1962. Ο Γαβράς ήταν βοηθός του Ρενέ Κλεμάν στην ταινία «Η ημέρα και η ώρα» όπου η Σινιορέ πρωταγωνιστούσε. Η συνάντηση έγινε για επαγγελματικούς λόγους (κοστούμια, πιθανές αλλαγές) και το γεγονός ότι φεύγοντας την αποκάλεσε με το μικρό όνομά της ήταν για τον Γαβρά «το σοκ της ζωής μου. Αισθάνθηκα λίγο βλαχαδερό, αλλά ειλικρινές».
Η Σιμόν Σινιορέ είναι η πρώτη διασημότητα που αναφέρεται στο κεφάλαιο «Καθοριστικές συναντήσεις» της αυτοβιογραφίας. Στις πρώτες συζητήσεις τους μίλησαν για τη δράση της Αριστεράς στην Κατοχή, για το γεγονός ότι ο αντιβασιλικός πατέρας του (άρα θεωρούμενος κομμουνιστής) έχασε τη δουλειά του και ότι ο ίδιος ο Γαβράς εξαιτίας αυτού δεν μπορούσε να σπουδάσει στη Γαλλία. Η Σινιορέ είχε μυηθεί στην ιστορία της φρικαλέας περιόδου του ελληνικού εμφυλίου από τον Κώστα Αξελό και είχε αγωνιστεί κατά τη διάρκειά του ενάντια στα στρατοδικεία και τις συνοπτικές εκτελέσεις. Η Σινιορέ, φυσικά, σύστησε στον Γαβρά τον Ιβ Μοντάν ως τον «έτερο μετανάστη» και ο Μοντάν έμελλε να γίνει ο αγαπημένος ηθοποιός του Γαβρά σε πέντε ταινίες του. Το νουάρ «Βαγόνι δολοφόνων» (1965) ήταν η πρώτη (όπου παίζει και η Σινιορέ) και η «Λάμψη μιας γυναίκας» (1979) η τελευταία. Ενδιαμέσως, η «Ομολογία» (1970), η «Κατάσταση πολιορκίας» (1972) και, φυσικά, η πιο διάσημη ταινία του σκηνοθέτη, το «Ζ» (1969).

Ενας «χαζός τίτλος», μια ιστορική ταινία

«Το «Ζ» δεν είναι ταινία για να κάνεις» του είχε πει ο παραγωγός Ρόμπερτ Ντόρφμαν. «Μαζί σου θα γυρνούσα και τον τηλεφωνικό κατάλογο. Αλλά όχι το «Ζ»». Ακόμη και ο ίδιος ο Γαβράς όταν πρωτοδιάβασε το μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού στο αεροπλάνο, «μια πρώτη, αταβιστική, αυθόρμητη» αντίδρασή του ήταν: «Ενας χαζός τίτλος». Το διάβασε σαν να αναρωτιόταν «τι κάνω εγώ εδώ;». Ομως η δολοφονία για την οποία διάβαζε (και που ήξερε αόριστα) είχε έναν «πρωτόγνωρο χαρακτήρα». Τον συνάρπασαν «η όλο πάθος έρευνα, οι απρόβλεπτες ανακαλύψεις, τα άτομα μιας σπαρακτικής αλήθειας». Και λίγο αργότερα έμαθε από τον φίλο του τον Χόρχε Σεμπρούν για τη «γέννηση της ελληνικής δημοκρατικής δικτατορίας». Ο Γαβράς λέει ότι δεν ήξερε τι να κάνει.
Δεν άργησε να μάθει. Αυτό που ήθελε ήταν να κάνει ταινία το βιβλίο με τον ανόητο τίτλο, το «Ζ». Το είπε στον Σεμπρούν. «Ας κάνουμε την ταινία» του απάντησε ο συγγραφέας που θα αναλάμβανε τους διαλόγους. Με τη βοήθεια της κόρης τού Ζυλ Ντασσέν, της Ζιλί Ντασσέν, ο Γαβράς ήρθε σε επαφή με τον Βασιλικό στη Ρώμη και εκείνος του έδωσε αμέσως την άδεια για να κάνει την ταινία. Εκεί, σε μια μικρή πανσιόν της Πιάτσα ντι Σπάνια, «γεννήθηκε μια φιλία που παραμένει ζωντανή και βαθιά», γράφει ο σκηνοθέτης για τη συνάντησή του με τον συγγραφέα. Τον ίδιο συγγραφέα που σήμερα ο Γαβράς ευχαριστεί θερμά για την αγρύπνια του στην παρακολούθηση της ελληνικής έκδοσης της αυτοβιογραφίας, την οποία βεβαίως αφιερώνει στον μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη σύζυγό του Μισέλ Ρέι, την οποία παντρεύτηκε ενώ γύριζε το «Ζ».
Προτού αρχίσει να γυρίζεται το «Ζ» ο Γαβράς έλαβε ένα πακέτο τσιγάρα πάνω στο οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει ότι δίνει την άδεια να χρησιμοποιηθεί μουσική του στην ταινία. Οι προσπάθειες του Γαβρά να έρθει σε επαφή μαζί του στάθηκαν άκαρπες διότι ο Θεοδωράκης κρατούνταν εξόριστος στο χωριό Ζάτουνα της Πελοπoννήσου· το ίδιο χωριό όπου είχε γεννηθεί ο αδελφός του Γαβρά, ο Χαράλαμπος.
Το «Ζ» γυρίστηκε στο Αλγέρι, διότι δεν μπορούσε φυσικά να γυριστεί στην Ελλάδα. Ο Γαβράς θυμάται όλα τα επεισόδια και τα διανθίζει με χιούμορ. «Λοιπόν θες να κάνεις μια ταινία για κάτι συνταγματάρχες που πήραν με πραξικόπημα την εξουσία;» τον είχε ρωτήσει ο πρόεδρος της χώρας Χουαρί Μπουμεντιέν. «Ε, θα την κάνεις εδώ την ταινία σου. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με τους έλληνες συνταγματάρχες. Εμείς είμαστε επαναστάτες!». Ο Μπουμεντιέν ως αρχηγός του Αλγερινού Στρατού είχε πάρει την εξουσία ανατρέποντας τον πρώτο πρόεδρο της ανεξάρτητης Αλγερίας Αχμέντ Μπεν Μπέλα με πραξικόπημα το 1965.

Ο θυμός της Φόντα, ο «Νονός» και άλλες εξομολογήσεις

Κανείς δεν ήθελε τον Τζακ Λέμον για τον ρόλο του απεγνωσμένου αμερικανού πατέρα που αναζητεί τον «Αγνοούμενο» (1982) γιο του στο χάος μιας χώρας της Λατινικής Αμερικής σε δικτατορικό καθεστώς. Κανείς, εκτός από τον Κώστα Γαβρά. «Είχα μόνο τον Τζακ στο μυαλό μου» γράφει ο σκηνοθέτης που απέρριψε την ιδέα του Τζιν Χάκμαν και του Εντ Ασνερ για τον ρόλο. Παραδέχεται όμως ότι ο Πολ Νιούμαν «που θα μυθοποιούσε σίγουρα την ιστορία μας» δεν ήταν διαθέσιμος. Εν τέλει ο Λέμον αποδείχθηκε πρόσωπο ιδανικό για τον ρόλο του μεσοαστού που τελικά «ξυπνά» και η ερμηνεία του οδήγησε και πάλι τον ηθοποιό στις υποψηφιότητες των Οσκαρ, στα οποία ο Γαβράς κέρδισε το σεναρίου μαζί με τον Ντόναλντ Στιούαρτ. Η ταινία είχε ήδη βραβευθεί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες εξ ημισείας με τον «Δρόμο» του Τούρκου Γιλμάζ Γκιουνέι.
Ο Γαβράς περιγράφει επίσης το πώς χρειάστηκε να γράψει στην Τζέιν Φόντα για να της πει ότι δεν είχε σκεφτεί εκείνη ως πρωταγωνίστρια στο «Μουσικό κουτί» (όπως της είχαν αναφέρει) αλλά την Τζέσικα Λανγκ. «Σίγουρα η Τζέιν μού θύμωσε αλλά δεν το ‘δειξε ποτέ». Σε ένα πολύ όμορφο σημείο του κεφαλαίου «Ενας καλύτερος κόσμος» – ο κόσμος που άνοιξε μπροστά του, μετά την επιτυχία του «Ζ» – αποκαλύπτει πώς απέρριψε την πρόταση του σεναριογράφου Μπαντ Σούλμπεργκ, που είχε γράψει το «Λιμάνι της αγωνίας» του Ελία Καζάν, να σκηνοθετήσει την ταινία «The Εnemy Within» που βασιζόταν στο βιβλίο του Μπόμπι Κένεντι. Η οικογένεια Κένεντι θα συμφωνούσε να γυριστεί η ταινία μόνο αν ο Γαβράς τη σκηνοθετούσε, όμως αυτή η αφήγηση της δράσης του Κένεντι κατά του οργανωμένου εγκλήματος με έμφαση στην τακτική που ακολούθησε εναντίον του μαφιόζου Τζίμι Χόφα ήταν «πολύ αμερικανικό θέμα, πολύ μακριά από τα ενδιαφέροντά μου» γράφει ο Γαβράς.
Αρνήθηκε επίσης την πρόταση της Paramount και του παραγωγού Ρόμπερτ Εβανς να σκηνοθετήσει τον «Νονό». «Ο ιταλικός χαρακτήρας του θέματος απέχει πολύ από αυτά που ξέρω εγώ» γράφει ο σκηνοθέτης επιβραβεύοντας τον Φράνσις Κόπολα που μέσα «από ένα μέτριο βιβλίο κατόρθωσε να κάνει μια πολύ μεγάλη ταινία».

Στοχαστής

Ολες αυτές οι απολαυστικές «ομολογίες» φανερώνουν την απίστευτη συνέπεια του σκηνοθέτη στο όραμά του, σε αυτό που εκείνος ήθελε να κινηματογραφήσει και όχι σε πράγματα που ενδεχομένως να τον έκαναν πλουσιότερο. Αλλά, προσωπικά, είναι ο στoχαστής Κώστας Γαβράς σε αυτή την αυτοβιογραφία εκείνος που με συγκίνησε περισσότερο.
«Για μένα η ανακάλυψη του πανεπιστημιακού κόσμου ήταν η μπερδεμένη, υποθετική ενσάρκωση ονείρων, έτοιμη να αυτοπροσδιοριστεί και να πραγματοποιηθεί» γράφει στην αρχή του βιβλίου. «Το να διαβάζεις και να διαβάζεις κι άλλο, να μαθαίνεις μια γλώσσα, να μπαίνεις στους μαιάνδρους της, στα μυστικά της, στα εκκωφαντικά σοκάκια της, δημιουργούσε τόσο μια μεταφυσική ανησυχία όσο και μια διαρκώς ανανεούμενη ικανοποίηση».
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Γκρέγκορι Πεκ τού σύστησε την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και εκείνη με σφραγίδα το πλατύ χαμόγελό της τού είπε «με εσένα οτιδήποτε, οποτεδήποτε, οπουδήποτε», ο Γαβράς σκέφτηκε: «Να πώς οι ηθοποιοί μάς γοητεύουν και καθίστανται αξέχαστοι, ενώ αυτές οι υποσχέσεις δεν είναι παρά αναγκαίες ποιητικές ματαιότητες, απαραίτητες στην επιβίωση του μικρόκοσμού μας, όπου όλες τις σχέσεις, όλες τις ευαισθησίες τις διαχειρίζεται το χρήμα».
Συχνά καταφεύγει «στο παλιό στερεότυπο της μοναξιάς του σκηνοθέτη», κάτι που συνέβη όταν οι τεχνικοί της «Ομολογίας» δεν ψήφισαν υπέρ τού να φύγει για δύο μέρες (με Κονκόρντ παρακαλώ!) για την τελετή απονομής των βραβείων Κριτικών της Νέας Υόρκης όπου το «Ζ» ήταν υποψήφιο πριν από τα Οσκαρ. «Ημουν λοιπόν το αφεντικό και δεν έπρεπε να περιμένω να μου κάνουν δωράκια» γράφει χαρακτηριστικά. Τελικά κανείς δεν του έκανε δωράκια. Τα κέρδισε όλα μόνος του. Με το σπαθί του.
INFO
Η αυτοβιογραφία του Κώστα Γαβρά «Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.