Αρχές δεκαετίας ΄80. Ημέρες κρασιού και λουλουδιών. Τότε που όταν βγαίναμε έξω δεν ξέραμε σε ποιο νησί θα ξυπνήσουμε το πρωί. Τότε που ο «εχθρός» είχε όνομα, ήταν ακόμα ορατός.

Τότε που οι λέξεις meme, SMS, Facebook, YouTube, ΤίκTok, bitcoin, θα ακούγονταν σαν κωδικοί κατασκοπευτικής ταινίας τύπου «Ο υποψήφιος από το What’s up». «Οι τρεις μέρες του Twitter».

Διαβάστε επίσης:  Η «χριστουγεννιάτικη ιστορία» ενός νοσοκομείου για παιδιά

Είμαι καλεσμένος σε ρεβεγιόν που προβλέπεται να είναι το πάρτι της χρονιάς. Η Κλαίρη, αρχιτεκτόνισσα, το προετοιμάζει έναν μήνα, με ό,τι καλύτερο από μουσική – Κλας, Μπόουι, Στράνγκλερς, Σπέσιαλς, Ντορς -, ό,τι καλύτερο από λιχουδιές, ό,τι καλύτερο από καλεσμένους, τα πιο ροκ παιδιά της πιάτσας.

Πέντε το απόγευμα περνά από το σπίτι φίλος, μέγας πότης και εξαιρετικός καλλιτέχνης. Κρατάει δυο μπουκάλες βότκα. Τότε δεν καθόμασταν μπροστά στην τηλεόραση, δεν βλέπαμε Νέτφλιξ, ο Χάρι δεν είχε γνωρίσει τη Μέγκαν, ούτε ο Κάρολος την Νταϊάνα. Μεταπολίτευση, αλλαγή, ζιβάγκο, μουστάκια. Λίγο πριν είχαμε φάει τα δακρυγόνα στον Ρόρι Γκάλαχερ.

Χτυπάει το κουδούνι κι ανεβαίνει έτερος αμίγκο, ο Γιώργος με σάντουιτς από το Εβερεστ. Μου έχει φέρει ένα δώρο, βιβλίο φυσικά, από το εξωτερικό. «The Crying of the Lot 49». Συγγραφέας: Τόμας Πίντσον. Σήμερα έχω διαβάσει τα άπαντά του και περιμένω πότε θα πάρει το Νόμπελ. Τότε μου πήρε τα μυαλά. Τώρα μου παίρνει τα μυαλά. Με τα παιδιά διαβάζουμε ποίηση και τσακίζουμε το 75% του υγρού πυρός. Πιάνουμε μια συζήτηση για τον Ρεμπό και τι στην πραγματικότητα σήμαινε το ταξίδι του στην Αφρική. Ακολουθεί ανάλυση των Χριστουγέννων, από πλάγια οδό.

«Τα Χριστούγεννα θα έπρεπε να είναι η εποχή του χρόνου όπου νοσταλγείς το σπίτι σου, όσο κι αν τελικά βρίσκεσαι εκεί…» λέω προβοκατόρικα.

«Δεν θα έπρεπε να είναι απλά μια ημερομηνία, αλλά μια πνευματική κατάσταση. Εποχή για να συγχωρέσεις, να συγχωρεθείς, κάπως έτσι» λέει ο Γιώργος, ο εικαστικός.

«Τα Χριστούγεννα θα έπρεπε να είναι μια εποχή που να μας γυρίζει στις ψευδαισθήσεις».

«Πάντα σε ψευδαισθήσεις δεν ζούμε;».

«Ψευδαισθήσεις του τότε. Οταν ήμασταν παιδιά. Οταν οι μύθοι είναι ζωντανοί».

«Μύθοι;».

«Γιορτάζουμε τη γένεση ενός πλάσματος».

«Ναι, αλλά ήταν;…».

«Αγάπη, ρε σεις. Τα Χριστούγεννα είναι αγάπη».

Ο Γιώργος τα συνδύαζε όλα. Και Θεό και Ερικ Κλάπτον.

Κατά τις οκτώ οι φίλοι φεύγουν. Πέφτω για υπνάκο έχοντας βάλει το ξυπνητήρι στις δέκα.

Το ίδιο όνειρο. Είμαι στη θάλασσα πάνω σ’ ένα βαρκάκι μπροστά σε ένα παγόβουνο που αρχίζει να μετακινείται περί τον άξονά του. Η κορυφή του είχε γείρει προς τα δεξιά, το κάτω μέρος ανεβαίνει στην επιφάνεια. Η λευκή πυραμίδα στρέφεται γύρω απ’ το κέντρο βάρους της. Η κορυφή του τριγώνου γέρνει προς τη θάλασσα. Κοιτάζω. Ο ορίζοντας παράλληλος. Η θάλασσα ομαλή συνέχεια. Ολα είναι στη θέση τους, όπως ήταν για χρόνια, αιώνες τώρα.

Μόνο το παγόβουνο γυρίζει γύρω από τον άξονά του, σαν να το περιστρέφει μία υποθαλάσσια τροχαλία. Η μύτη του έχει σχεδόν αγγίξει την επιφάνεια της θάλασσας κι από αριστερά διακρίνεται το ανασυρμένο μέρος, ένα τεράστιο κομμάτι γύρω στις πέντε φορές ψηλότερο από εκείνο που εξείχε προηγουμένως. Ο ήλιος έχει δυναμώσει· το φως εκτυφλωτικό, οι ακτίνες εκτινάσσονται σ’ έναν λαμπερό σπασμό. Τα σύννεφα διαλύονται και το χρώμα του ουρανού ξανοίγει. Η αλλαγή πορείας εξακολουθεί με σταθερή ταχύτητα, ώσπου το παγόβουνο ολοκληρώνει μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και αντικαθίσταται από έναν άλλον όγκο, που μοιάζει με κόλουρο κώνο, έναν όγκο πέντε – έξι φορές μεγαλύτερο από τον προηγούμενο.

Κι εκεί, εγκλωβισμένος στον πάγο, σε στάση ύπτια φαίνεται ένας λιγνός όγκος στο χρώμα του σταριού – ένας όγκος ανθρώπινος, ένα σώμα. Οι διαστάσεις του, υπερφυσικές, λες και είχε μεγεθυνθεί δεκάδες φορές. Το σώμα, έχει ένα πρόσωπο. Και το πρόσωπο αυτό είμαι εγώ.

Μεταφέρομαι σ’ εμένα, μες στο παγόβουνο. Απέναντι βλέπω ένα άλλο παγόβουνο. Έχει αρχίσει να λιώνει λες κι ο ήλιος το λούζει κατ’ αποκλειστικότητα. Αν δεν συμβεί κάτι σε μισή ώρα θα ‘χει χαθεί. Το πλησιάζω. Έχω τρομερή δύναμη, αδιανόητη, ιλιγγιώδη. Στρίβω το παγόβουνο προς τη θέση του μελλοθάνατου αδερφικού σχηματισμού. Και σ’ αυτόν εγκλωβισμένος μες στον πάγο βρίσκεται ένας ακόμη ανθρώπινος όγκος. Ακόμη πιο λιγνός, με μακριά μαύρα μαλλιά. Οι διαστάσεις του μικρότερες. Πλησιάζω. Οδηγώ το παγόβουνο καταπάνω στο δικό της. Μια κοπέλα. Κάπου την ξέρω. Θα τη γνωρίσω είκοσι πέντε – τριάντα χρόνια μετά, αλλά την ξέρω, από τότε. Πλησιάζω. Δημιουργώ μια τρύπα στο θνήσκον παγόβουνό. Το χτυπάω έντονα. Πλησιάζω. Το πρόσωπό της. Πονάει, είναι φανερό. Οι κηλίδες στο πρόσωπο. Ο ήλιος αλλάζει θέση. Το παγόβουνό μου εισδύει στο δικό της. Το απορροφά, το σώνει. Η έκφρασή της διαφορετική. Αίφνης, σκάει φως. Δυνατό, χριστουγεννιάτικο.

Ο Μορφέας με το αλκοόλ είναι ισχυρότεροι από το κουδούνισμα του ξυπνητηριού που μες στον ύπνο μου φαίνεται πως έκλεισα. Είναι εξίμισι το πρωί. Τηλεφωνώ στο πάρτι και η Κλαίρη μου λέει πως έχουν αρχίσει να το διαλύουν, και πόσο υπέροχο ήταν, τι έχασα κ.τ.λ.

Μένω σπίτι μόνος, με το χριστουγεννιάτικο δέντρο να αναβοσβήνει. Το φως από το χάραμα. Το σαλόνι ένα θείο παλ. Υφαρπάζει τον ουρανό. Βάζω Λεό Φερέ στο πικάπ (εποχή βινυλίου), τελειώνω το υπόλοιπο αλκοόλ και κάθομαι στο γραφείο. Από πρωί είχα γράψει μερικά από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα της περιόδου. Ολα είχαν θέμα τα Χριστούγεννα από μια λοξή ματιά. Τα διαβάζω τώρα. Και δεν τα αναγνωρίζω. Λυρικά, συναισθηματικά αλλά γεμάτα ίνες αλήθειας. Και ολίγον προφητικά, ειδικά όσον αφορά την κοπέλα στο παγόβουνο. Κι από τότε Nulla dies sine linea. Ούτε μια μέρα ζωής χωρίς γραμμή. Που είπε ο Μάρκσον που είπε ο Πλίνιος που είπε ο Απελλής. Αν και διατηρώ τις αμφιβολίες μου για το τελευταίο.

Οσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερο ξεχνάς. Τεράστια τμήματα της ζωής μας εξαφανίζονται στη λήθη. Αλλά εκείνο που επιβιώνει στο μυαλό αποκτά έναν πολύ σημαντικό βαθμό πυκνότητας, έναν πολύ υψηλό βαθμό ειδικού βάρους. Από τη στιγμή που δεν αντέχεις πια αυτά τα βάρη δεν είναι απίθανο να σε βυθίσουν όπως βυθίζονται τα αδύναμα παγόβουνα.

Οι μνήμες είναι το σπίτι μου. Κάποτε γεμάτο αντικείμενα. Ανάμεσά του ένας επιβλητικός Καρυοθραύστης. Σταδιακά τα χάνω, τα αποχωρίζομαι. Η ζωή κυλά. Τα χρονόσημα επαναλαμβάνονται. Χριστούγεννα, Πάσχα. Συμβάντα σ’ έναν χρόνο που δεν είναι τώρα, δεν είναι χτες, μήτε αύριο. Η μνήμη είναι που μας κάνει συναισθηματικά πλάσματα. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε απ’ αυτήν. Τώρα που είναι Χριστούγεννα, ο Καρυοθραύστης γλίτωσε την εξορία και το παγόβουνο ξαναέρχεται ολοζώντανο. Επαναβίωμα.

Χαίρομαι που έχασα το πάρτι. Στο επόμενο το κάψαμε.