Η Βίβιαν Γ. βγήκε την περασμένη Τετάρτη από το κτίριο του γυμνασίου στο οποίο φοιτά ο γιος της σοκαρισμένη. Οσα άκουσε δεν τα πίστευε. Οσα πίστευε, τα αμφισβητούσε.

«Σας καλέσαμε εδώ για να σας ζητήσουμε βοήθεια…».

Εντυπωσιάστηκε αρχικά που το άκουσε αυτό. Σκέφτηκε ότι οι καθηγητές του σχολείου, τους είχαν καλέσει για να ζητήσουν τη βοήθειά τους σε κάποια εθελοντική δράση. Βοήθεια;

«Ναι, βοήθεια. Το ξέρετε ότι πολλά παιδιά έρχονται στο σχολείο χωρίς βιβλία ή τετράδια; Ελέγχετε τις τσάντες τους; Δεν έχουν καν τα βιβλία τους μαζί στην τάξη. Κοιμούνται. Αδιαφορούν. Πολλά παίζουν όλο το βράδυ ηλεκτρονικά παιχνίδια, ενώ εσείς κοιμάστε. Μας κοιτούν σαν να είμαστε απολιθώματα. Δεν μπορούμε να τους μιλήσουμε και δεν μπορούν πια να μας καταλάβουν».

«Συγγνώμη», ρώτησε η ίδια δειλά, «για τι ποσοστό παιδιών μιλάτε όταν λέτε ότι έρχονται στο σχολείο χωρίς καν τα βιβλία ή τα τετράδιά τους;».

Ο καθηγητής των Μαθηματικών του 14χρονου γιου της, γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της και απάντησε ακαριαία: «Στο τμήμα μου, καθημερινά 9 παιδιά στα 22».

Η Βίβιαν τον κοίταξε σοκαρισμένη. «Αυτό είναι πολύ μεγάλο ποσοστό…» απάντησε χαμηλόφωνα, ενώ το βλέμμα της γυρνούσε προς τα κάτω γιατί σκεφτόταν τώρα ότι ο γιος της σχεδόν κάθε πρωί ξυπνάει 2 ώρες πριν ξεκινήσει το σχολείο για να παίξει παιχνίδια στο κινητό του ή τελειώνει πολύ γρήγορα τα μαθήματά του, τις πρώτες δύο εβδομάδες του σχολικού έτους. Η ίδια δεν προβληματίστηκε, καθώς θεωρούσε ότι απλά οι καθηγητές του δεν έχουν ακόμη ανεβάσει εκπαιδευτικά «ταχύτητα» και το σχολείο κινούνταν στους ρυθμούς του καλοκαιριού που πέρασε.

Και μάλιστα ένιωθε άσχημα για τη γειτόνισσά της, μια ωστόσο αξιοπρεπή και σοβαρή κυρία, που την άκουσε πάλι εκείνο το πρωί να φωνάζει και πάλι χωρίς όριο στον γιο της, επειδή δεν σηκωνόταν για να πάει στο σχολείο.

 

Το αποτύπωμα της πανδημίας

Τα ολέθρια αποτελέσματα της πανδημίας, για τα οποία η «Washington Post» έγραψε την περασμένη εβδομάδα ότι θα καλυφθούν εκπαιδευτικά το… 2028, ή για κάποια παιδιά και ποτέ, σε συνδυασμό με την επέλαση της «ψηφιακής καθημερινότητας», η οποία για τους νέους από χρήσιμο εργαλείο μεταβλήθηκε σε διάστημα δύο μόνο ετών σε βαρύ ναρκωτικό, ήρθαν στη χώρα μας να συναντήσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα από καιρό «λαβωμένο».

Δυσνόητα, υπερβολικά «ακαδημαϊκά» βιβλία τα οποία πολλοί μαθητές και μαθήτριες δεν καταλαβαίνουν καν, μια παιδαγωγική προσέγγιση που στηρίζεται ακόμη στην κουραστική και αδιάφορη για τα παιδιά διδασκαλία από έδρας, τεράστια ύλη και δυσνόητες έννοιες σε συγκεκριμένα μαθήματα για τις πανελλαδικές εξετάσεις, μια «Τράπεζα Θεμάτων» που αναγκάζει το σύστημα να «τρέξει» για να διδαχθούν όλα τα κεφάλαια καθώς αυτά περιλαμβάνονται στην τυχαιότητα των επιλογών της, εκπαιδευτικοί εξαντλημένοι από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που ακολουθούν τα πρώτα στάδια της αξιολόγησής τους, απουσία τακτικών συγκροτημένων, πανελλαδικών προγραμμάτων επιμόρφωσης των αντικειμένων τους, αλλά και των νέων θεσμών που ψηφίζονται πριν αυτοί εφαρμοστούν…

Οι γονείς που έχουν χάσει την ψυχραιμία τους.

Οι εκπαιδευτικοί που έχουν χάσει τον αυτοσεβασμό τους.

Οι μαθητές και οι μαθήτριες που αναζητούν υποσυνείδητα την ασφάλεια των χαμένων κανόνων, αγωνιώντας όμως τελικά βαθιά μέσα στην επιφανειακή αδιαφορία τους.

Στα παραπάνω, το κουρασμένο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας υποδέχεται εφέτος και νέους θεσμούς: τους Μέντορες και ενδοσχολικούς συντονιστές και τους εκπαιδευτικούς ομίλους (εκτός σχολικού ωραρίου).

Χωρίς ωστόσο να έχει σχεδιαστεί, όπως πολλοί μελετητές της εκπαίδευσης τονίζουν εφέτος διεθνώς, ένα πρόγραμμα βασισμένο όχι στις περισσότερες ώρες στο σχολείο, αλλά στις… καλύτερες ώρες στο σχολείο.

Χωρίς στόχους και ενδιαφέρον

«Η κυρία Ιωάννα γύριζε σήμερα στις τάξεις για να ρωτήσει εάν υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν πάρει κάποιο βιβλίο και αρκετά παιδιά πήραν σήμερα κάποια βιβλία…» συνέχιζε ο καθηγητής των Μαθηματικών στο γυμνάσιο του Βίβιαν Γ. «Μετά από δέκα ημέρες μαθήματος. Τι έκαναν τόσες μέρες και δεν τα ζητούσαν; Κατάλαβαν καν ότι δεν τα είχαν;».

Οπως εξηγούσε απλά, αλλά με μια μεγάλη δόση αγωνίας, οι μαθητές και οι μαθήτριες που έχουν έρθει τόσο κοντά στον ψηφιακό κόσμο (χωρίς κανόνες και διαδικτυακές «αρχές») τους κοιτούν, πλέον, σαν απολιθώματα, σαν βαρετούς, μεγάλους ανθρώπους, για τους οποίους δεν νιώθουν και ιδιαίτερο σεβασμό αλλά ούτε και την ανάγκη να τους υπακούσουν.

Το σχολείο στο οποίο έπεσε ο φακός του ρεπορτάζ είναι ένα μεγάλο δημόσιο σχολείο περιοχής των βορείων προαστίων, η οποία θεωρείται μέσου και ανώτερου βιοτικού επιπέδου.

Και σε αυτό, οι γονείς των παιδιών άκουγαν την περασμένη Δευτέρα επί δύο ώρες τους καθηγητές του σχολείου να ζητούν βοήθεια. «Θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι οι νέοι δεν έχουν κίνητρα. Δεν έχουν στόχους. Πρέπει να ενώσουμε την προσπάθειά μας να τους βοηθήσουμε».

Διεθνείς και εγχώριες μέθοδοι

Τι θα έλεγαν συνάδελφοί τους από άλλες χώρες του εξωτερικού; Σύμφωνα με όσα εφαρμόζουν:

– «Αλλάξτε τη θέση των θρανίων στις τάξεις σας, οι μαθητές πρέπει να είναι στο κέντρο πια, όχι οι εκπαιδευτικοί. Βάλτε τα θρανία κυκλικά, ή όλους τους μαθητές σε μεγαλύτερα τραπέζια μαζί. Αφήστε κενό στο κέντρο της αίθουσας σας για δραστηριότητες και αλλαγή προσώπων».

– «Μη λειτουργείτε ως καθηγητές που δίνουν διάλεξη, αλλά ως καθοδηγητές που απλά θα βοηθήσουν τους νέους να βρουν τη γνώση».

– «Χρησιμοποιήστε βίντεο ή διαδραστικά παιχνίδια, ακόμη και επιτραπέζια παιχνίδια που θα συνδέσετε με το μάθημά σας».

– «Βάλτε τους μαθητές και τις μαθήτριές σας να επικοινωνήσουν μεταξύ τους μέσα στο μάθημα».

– «Αντί να βάζετε τους νέους σαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, βάλτε τους να ανταγωνιστούν με τον εαυτό τους θέτοντας τα δικά τους όρια και τα δικά τους επίπεδα που θα θέλουν να ξεπεράσουν».

Γίνεται κάτι από αυτά στα ελληνικά σχολεία;

«Τα παιδιά είναι σήμερα απείθαρχα αρκετά και το σχολείο σήμερα δεν είναι ελκυστικό» λέει ο κ. Παναγιώτης Γκόβας, φιλόλογος σε γυμνάσιο της Πάτρας. «Εχουμε κι εμείς ευθύνη σε αυτό, έχει και το κράτος. Το σχολείο πρέπει να αρχίσει να δίνει μια άλλη εικόνα. Τα πάντα δεν μπορούν να είναι υπουργικές αποφάσεις με υπογραφές ή δικαστικές αντιπαραθέσεις με την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, γιατί τα παραπάνω απαξιώνουν τα σχολεία και κουράζουν τους λειτουργούς τους».

«Είμαστε κατώτεροι των περιστάσεων ως εκπαιδευτικό σύστημα και εγκληματικά λίγοι απέναντι στα παιδιά που περιμένουν να τα εξοπλίσουμε για μια διεθνοποιημένη αγορά εργασίας» λέει η διευθύντρια του Επαγγελματικού Λυκείου Καρπενησίου κυρία Ροδοθέα Καρφή. Σχολιάζει με σκεπτικισμό τα νέα προγράμματα σπουδών που σχεδιάζονται από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής αναφέροντας ότι σε συγκεκριμένα μαθήματα των ανθρωπιστικών σπουδών είναι αναχρονιστικά και σε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που επιτάσσουν οι καιροί και δηλώνει ότι ως σήμερα δεν έχει γίνει συντονισμένα, κεντρικά και σταθερά αυτό που πραγματικά χρειάζονται όλοι οι εκπαιδευτικοί στις μέρες μας: Επιμόρφωση. «Αντ’ αυτού βλέπω παντού μια σιωπηλή παραίτηση» σχολιάζει. «Είμαστε χωρίς καθοδήγηση και πραγματικά η καθημερινότητα μοιάζει ένας Γολγοθάς» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Οπως λέει, και στο σχολείο της εμφανίζονται συχνά μαθητές ή μαθήτριες χωρίς καν τη σχολική τους τσάντα, στους οποίους και απαντά ότι εάν το φαινόμενο αυτό συνεχιστεί θα χρειαστεί να λάβει πειθαρχικά μέτρα.