​Μετρήσεις που σχετίζονται με τα θρησκευτικά πιστεύω, όσο και αν δείχνουν τάσεις, δεν μπορούν ποτέ να θεωρούνται ακριβείς, ιδίως όταν και το δείγμα είναι μικρό, καθώς αφορούν την «ενδιάθετη», μύχια πεποίθηση κάθε ανθρώπου με το «θείο».

Από την άλλη πλευρά, εδώ και χρόνια, έγκυρες έρευνες δείχνουν μια αργή και σταδιακή μείωση του θρησκευτικού συναισθήματος και των δεσμών με την Εκκλησία στη χώρα μας.

Τούτο φαίνεται όλως ιδιαιτέρως να αφορά τη σχέση των νέων με την Εκκλησία. Ειδική μάλιστα έρευνα («Το Βήμα της Κυριακής», 16.5.2021, Νέες Εποχές, σ. 1-3) κατέδειξε ότι «η σχέση των νέων με την Εκκλησία φαίνεται να περνά κρίση αμφισβήτησης. Το 83% δηλώνει λίγο και καθόλου ικανοποιημένο από τη δραστηριότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος τα τελευταία χρόνια. Δηλώνει επίσης ξένο προς τα θεία και το τελετουργικό της Εκκλησίας με εξαίρεση τις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα και Πάσχα) και τα μυστήρια εκείνα (γάμοι, βαπτίσεις) που έχουν και κοινωνική διάσταση».

Υπάρχει, συνεπώς, ένα ουσιαστικό πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η διοικούσα Εκκλησία. Με διάθεση να έρθει πιο κοντά στους νέους και να κινηθεί η ίδια προς αυτούς. Καθώς είναι απολύτως κατανοητό ότι οι εκκλησιαστικές ακολουθίες, πολλές φορές πολύωρες και συχνά δυσνόητες, εν όψει και της λεξιπενίας που μαστίζει τις νεότερες γενιές, κουράζουν και απωθούν.

Το κήρυγμα, εξάλλου, πολλές φορές εκτρέπεται σε απαράδεκτους βερμπαλισμούς και κενολογίες, και μάλιστα για θέματα που δεν θίγουν τα πραγματικά προβλήματα των νέων που είναι κοινωνικά και όχι θεολογικά. Είναι, άλλωστε, επείγουσα ανάγκη η Ιεραρχία της Εκκλησίας να επανεξετάσει τις θέσεις της σχετικά με ζητήματα που τη φέρνουν σε καταφανή διάσταση με κρατούσες πλέον στην κοινωνία αντιλήψεις.

Συναφές βέβαια είναι το θέμα της μόρφωσης του κλήρου. Ας μην κρίνουμε από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Είναι κοινό μυστικό ότι προκηρύσσονται θέσεις Εφημερίων και δεν υπάρχουν υποψήφιοι που να πληρούν τα τυπικά προσόντα, με αποτέλεσμα να επαναπροκηρύσσονται με λιγότερα προσόντα, έως ότου επιτευχθεί η πλήρωσή τους.

Τέλος, είναι προφανές ότι πρέπει να αναζωογονηθεί η Ενορία, που είναι το κύτταρο της Εκκλησίας, έτσι, ώστε να γίνε πιο «ελκυστική» για τις νέες γενιές. Σε αυτό, πιστεύω ακράδαντα, μπορεί να συμβάλει η επαναφορά του αιρετού λαϊκού στοιχείου στη διοίκησή της, θεσμός που ίσχυε μέχρι τη δικτατορία Μεταξά, η οποία και τον κατήργησε.

Οπως έχω επανειλημμένως υποστηρίξει, η ωφέλεια από τηv επαvεvεργoπoίηση τoυ αιρετού λαϊκoύ στoιχείoυ θα είvαι μεγάλη και για τηv ίδια τηv Εκκλησία, καθώς θα κιvητoπoιήσει τo πλήρωμά της. Θα εμφαvίσει τηv Εκκλησία vα ευαισθητoπoιείται και vα αvταπoκρίvεται στo γεvικότερo αίτημα τωv καιρώv πoυ είvαι η συμμετoχή στη λήψη απoφάσεωv. Θα τoνωθεί με τoν τρόπo αυτόν συνoλικά o εκκλησιαστικός oργαvισμός, αλλά και θα σφυρηλατηθεί η συvείδηση του μέλoυς της Εκκλησίας σε κάθε πιστό.

​Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.