Ο «ευγενικός πλυθυντικός» είναι απομεινάρι μιας διπλής ιεραρχίας στην ελληνική κοινωνία. Στο πιο άμεσο επίπεδο λειτουργεί, σύμφωνα με τις συνηθισμένες προϋποθέσεις, ως ένδειξη σεβασμού. Ως μίμηση όμως ενός γαλλικού προτύπου, που ούτε στα αρχαία ελληνικά ούτε στα ελληνικά χωριά τα πρώτα χρόνια του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους υπήρχε, λειτουργεί στην εποχή μας και σαν απομεινάρι της κρυπτο-αποικιοκρατίας που υποβάλλει την Ελλάδα στις πιέσεις των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων να συμμορφωθεί με την πολιτισμική πολιτική τους απέναντι στην καθημερινότητα. Ως κοινωνικός ανθρωπολόγος, ασχολούμαι με την παρατήρηση της καθημερινότητας. Και δεν μου ξεφεύγει η δυσκολία που αισθάνεται ένας (έστω και μεταπτυχιακός) φοιτητής να μου μιλάει στον ενικό.

Μη θέλοντας να καταφύγω σε ηθικούς εκβιασμούς του είδους του «Ως πρεσβύτερος έχω το δικαίωμα να επιμένω σε κάτι τέτοιο», του λέω ότι δεν θέλω να τον βάλω σε δύσκολη θέση, αλλά ότι θα μου άρεσε αν δεχόταν να μου μιλάει στον ενικό, ως ένδειξη αμοιβαίου σεβασμού. Και πάλι, συμφωνώντας κιόλας, μου απαντάει με τον πληθυντικό. Φαίνεται βαθιά ριζωμένη η συνήθεια της τυπικής ευγένειας, όσο και να θέλει ο φοιτητής να ασπαστεί την κοινωνική δημοκρατικότητα που προσπαθώ να του προσφέρω. Η συνήθεια είναι μια ασυνείδητη πειθαρχία που έχει επιβληθεί από εξωτερικές επιδράσεις (για να χρησιμοποιήσω τον πιο επιεική όρο) μέσω της καθαρεύουσας. Εχω την εντύπωση ότι ο φοιτητής δεν αισθάνεται ελεύθερος να μου πει τη γνήσια γνώμη του. Αλλά τι να κάνω; Αν επιμένω, αναρωτιέμαι, θα του αφαιρέσω την άνεση που δικαιούται να νιώθει απέναντί μου ή μήπως θα τον βοηθήσω να ξεπεράσει τον δισταγμό του; Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω. Και γι’ αυτό δεν ξέρω τι να του πω.

Θα μου πείτε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι από κει και πέρα, αν τον σεβόμουν όπως ισχυρίζομαι, θα άφηνα τα πράγματα έτσι. Μερικές φορές, έτσι κάνω κιόλας. Αλλά ένας μεταπτυχιακός φοιτητής είναι και συνάδελφος, έστω και αρχάριος, και καμιά φορά του το λέω, εξηγώντας ότι για εμένα ο πραγματικός σεβασμός δεν έγκειται στους τύπους αλλά στην επιθυμία να συνομιλεί μαζί μου για τα κοινά μας ενδιαφέροντα και να εκφράζει τις διαφωνίες που ενδεχομένως θα έχει σχετικά με τις δικές μου ιδέες. Νιώθω σαν ένα είδος φίμωσης τη χρήση του πληθυντικού, σαν φράκτη που εμποδίζει τις προσπάθειές μου να διαπιστώνω αν η συμφωνία που εκφράζει επανειλημμένως αποτελεί την ειλικρινή γνώμη του ή, απλώς, απόσταση και… ευγένεια.

Θα μου πείτε, ίσως, ότι πρόκειται για ένα ψεύτικο δίλημμα. Διαφωνώ (ευγενικά, βέβαια). Γιατί ένα τέτοιο δίλημμα είναι και αντανάκλαση και αναπαραγωγή κοινωνικής και γεωπολιτικής ανισότητας. Αν κάποιοι Ελληνες δεν θέλουν να ξεφορτωθούν τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, ωστόσο, ας κοιτάξουν τουλάχιστον τους Σουηδούς, που σήμερα θεωρούν απαράδεκτα αντιδημοκρατική τη χρήση του ευγενικού πληθυντικού εκτός όταν μιλάνε με τον… βασιλιά! Και στην Ιταλία θεωρείται πράξη εσκεμμένης αποξένωσης και συγκατάβασης το να μιλάει κανείς σε συνάδελφο, άσχετα από ηλικία και θέση, με την αντίστοιχα ευγενική λέξη «λέι», ετυμολογικό απομεινάρι εξάλλου της «υμών μεγαλειότητος». Είναι καιρός, λοιπόν, να καταργηθεί ο ευγενικός πλυθυντικός. Το απαιτεί η δημοκρατικότητα. Και έτσι, επιτέλους, θα εξαφανιζόταν ένα μακράς διαρκείας και πολλαπλών επιπέδων… γνήσιο καθημερινό δίλημμα.

Ο κύριος Μάικλ Χέρτσφελντ είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.