Μια συγκινητική ιστορία αναζήτησης της αλήθειας αρχίζει από απόψε να ξετυλίγεται στο Mega. Η πολυαναμενόμενη μεγάλη παραγωγή «Famagusta» ξεκινά στη μικρή οθόνη ένα ταξίδι που έχει στόχο να μας συγκινήσει και να μας θυμίσει ιστορίες από το πρόσφατο παρελθόν, υπό το πρίσμα της μυθοπλασίας. Λίγο πριν από την πρεμιέρα της σειράς η Κοραλία Καράντη μιλά στο «Βήμα».

Πρεμιέρα για τη «Famagusta». Πώς προέκυψε αυτή η νέα συνεργασία με τους Γεωργίου – Δημητρίου;

Το 2005 η Βάνα Δημητρίου ξεκίνησε να γράφει τη σειρά «Έρωτας» για το κανάλι του ANT1. Τον ίδιο καιρό, μετά από προσωπικές διεργασίες, αποφάσισα να κάνω για πρώτη φορά καθημερινό. Από αυτή τη συνεργασία προέκυψε μια επιτυχία της εποχής και η σχέση μας αυτή έβγαλε ρίζες. Μέσω της Βάνας γνωρίστηκα με τον Αντρέα το 2015. Συνεργαστήκαμε σε δύο δικές του παραγωγές που πολύ αγαπήθηκαν κι αυτές από τον κόσμο. Τους εκτιμώ και τους αγαπώ και νιώθω ότι με τιμούν ιδιαιτέρως αναθέτοντάς μου αυτόν τον κεντρικό και δύσκολο ρόλο στη «Famagusta» τους και τους ευχαριστώ γι’ αυτό.

Είναι ίσως η πρώτη σειρά μυθοπλασίας που αγγίζει ένα τόσο ευαίσθητο κομμάτι της Ιστορίας. Εσάς τι συναισθήματα σας γεννά;

Η αναφορά σε αυτή την ιστορική στιγμή είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, όμως η ιστορία που θα αφηγηθούμε δεν προσπαθεί να κάνει πολιτικές αναλύσεις. Είναι η αφήγηση της διαδρομής κάποιων προσώπων που έζησαν εκείνη την εποχή και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα τρομακτικά γεγονότα του πολέμου. Είναι η ιστορία μιας κυπριακής οικογένειας που ξεκινάει πενήντα χρόνια πριν και φτάνει στο τώρα αλλά και οι ιστορίες των προσώπων από το τωρινό τους περιβάλλον. Παράλληλα υπάρχουν αναφορές σε πραγματικές μαρτυρίες εκείνης της εποχής, με τη μορφή ντοκιμενταρίστικης κατάθεσης, που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Η συγκίνησή μου είναι μεγάλη και μαζί νιώθω μεγάλη ευθύνη.

Η οικογένειά σας ήρθε στην Ελλάδα από τον Πόντο με τις προσφυγικές ροές. Η υπόθεση της σειράς σάς αγγίζει ακόμα περισσότερο λόγω της καταγωγής σας;

Η οικογένειά μου, οι παππούδες μου, με τους οποίους μεγάλωσα, έφυγαν από τον Πόντο παιδιά και πήγαν πρώτα στην τότε Σοβιετική Ένωση και μετά από χρόνια γύρισαν στην Ελλάδα, το 1939. Η αλήθεια είναι πως η γιαγιά μου, την οποία υπεραγαπούσα, έχει νομίζω αρκετά κοινά σημεία με την ηρωίδα που υποδύομαι. Ήταν μια γυναίκα που έζησε τη ζωή της, παρόλο που ήταν λειτουργική και δυναμική, σε ένα διαρκές πένθος, κουβαλώντας το βαθύ της τραύμα σε κάθε της βήμα.

Τι θυμάστε πιο έντονα από το καλοκαίρι του 1974;

Ω! Πριν από μερικούς μήνες είχαμε βιώσει τις φρικαλεότητες του Πολυτεχνείου και των γεγονότων που ακολούθησαν. Ήμασταν φορτισμένοι κι ευάλωτοι, με άγχος για το μέλλον. Η είδηση της εισβολής στην Κύπρο μάς συγκλόνισε. Θυμάμαι ότι καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας, εκεί βρισκόμασταν πάντα και συζητούσαμε για κάθε θέμα, και άκουγα τον πατριό μου να κάνει ανάλυση των πολιτικών εξελίξεων. Υπήρχε και η αγωνία της επιστράτευσης, θα στρατεύονταν συγγενείς και φίλοι. Μέσα στην αφέλεια της εφηβείας μου θυμάμαι ότι ήθελα να καταταγώ ως νοσοκόμα. Κάτι που όταν το σκέφτομαι τώρα μου φέρνει γέλια και κλάματα μαζί.

«Η δουλειά του ηθοποιού είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, ειδικά όταν την παίρνει κανείς στα σοβαρά κι όταν τα κίνητρά του είναι καθαρά καλλιτεχνικά αλλά από την άλλη πρέπει να ζήσει κιόλας».

Μιλήστε μας για τη Χριστίνα, την ηρωίδα σας;

Η Χριστίνα έζησε τη φρίκη του πολέμου, του ξεριζωμού, την ακραία απώλεια. Το χάσιμο ενός παιδιού, ενός βυζανιάρικου, όπως έλεγαν παλιά, και με αυτό ήθελαν να πουν πιο πολλά από τη λέξη. Καταφέρνει μεν να συνεχίσει τη ζωή της αλλά αυτό που έχει ζήσει τη διαμορφώνει ολοκληρωτικά, την καθορίζει για πάντα. Σκεπάζει όπως-όπως τα τραύματά της για να μπορέσει να συνεχίσει να υπάρχει σαν σύζυγος, μητέρα άλλων παιδιών αλλά και σαν αυθύπαρκτη οντότητα, όμως οι αφορμές που δίνει πάντα η ζωή αναταράζουν τα μύχια της ψυχής της. Είναι κι αυτή μια ανώνυμη γυναίκα της ιστορίας ενός πολέμου – πάνω στο πρόσωπό της μπορούμε να προβάλουμε τα πρόσωπα γυναικών από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης – που ενώ κουβαλάει αυτό που επιστημονικά σήμερα λέμε μετατραυματικό stress, στέκεται όρθια και προχωρεί. Την αγαπώ και θέλω πάρα πολύ να μπορέσω να αποδώσω ευδιάκριτα τα συστατικά που βρίσκονται στο ζυμάρι της, να την καταστήσω διάφανη στα μάτια του κόσμου.

Στη σειρά είστε ένα κράμα ηθοποιών από όλες τις γενιές. Αντλείτε έμπνευση από τη νέα γενιά ή θεωρείτε ότι συμβαίνει το αντίστροφο;

Μου αρέσει πάρα πολύ να παρακολουθώ σειρές ή ταινίες όπου συνυπάρχουν, συμπορεύονται ηθοποιοί διαφορετικών ηλικιών. Είναι πραγματικά απολαυστικό να βλέπεις έναν παλιότερο και έναν νεότερο ηθοποιό να διηγούνται ένα παραμύθι πλάι-πλάι. Πολύ περισσότερο όταν η ίδια βρίσκομαι μέσα στο παραμύθι. Η ανάγκη της επικοινωνίας και της ανταλλαγής είναι απόλυτη κι αμφίδρομη μεταξύ των γενεών κι είναι υπέροχο όταν αυτή η συνεργασία μπορεί να συμβαίνει χωρίς προκαταλήψεις, με ανοιχτή καρδιά και μυαλό.

Ρίχνοντας μια ματιά στο παρελθόν και στη μακρόχρονη πορεία σας στον χώρο της υποκριτικής, θα λέγατε ότι ήταν μια εύκολη διαδρομή;

Τίποτα δεν είναι εύκολο στη ζωή, νομίζω. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου στάση απέναντι σε καθετί σημαντικό και η κυρίως απασχόληση είναι απόλυτα σημαντική, κυρίαρχη στη ζωή του καθενός μας. Η δουλειά του ηθοποιού είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, ειδικά όταν την παίρνει κανείς στα σοβαρά κι όταν τα κίνητρά του είναι καθαρά καλλιτεχνικά αλλά από την άλλη πρέπει να ζήσει κιόλας. Ήταν λοιπόν δύσκολος αυτός ο μακρύς, όπως λέτε, δρόμος και ακόμα εξακολουθεί να είναι και ναι, θα ήταν πολλά αυτά που θα άλλαζα (αν είχα τη δυνατότητα) στον τρόπο που συμβαίνουν τα πράγματα στη χώρα μας. Όχι βέβαια για προσωπικό όφελος τώρα πια, αλλά γι’ αυτούς που ακολουθούν.

Συνάδελφοί σας καταγγέλλουν ότι η επιλογή ηθοποιών σε σίριαλ και παραστάσεις γίνεται βάσει της δημοφιλίας τους στα social media. Μπορεί ένα σίριαλ να κάνει επιτυχία ή ένα θέατρο να γεμίσει με βάση τους followers;

Έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται. Το παιχνίδι των followers στα social media είναι marketing, είναι η ικανότητα να πουλάς τον εαυτό σου σαν προϊόν, πολλές φορές παραπλανώντας, χειραγωγώντας αυτόν που σε παρακολουθεί. Είναι πολύ κρίμα ένας άνθρωπος, ειδικά ένας νέος, να είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει αυτές τις διαδικασίες για να «παίξει» με ίσους όρους. Το να είσαι ικανός «παίκτης» των social media δεν έχει καμία σχέση με το να είσαι ένας πραγματικά άξιος ηθοποιός.