Καθισμένοι σε μια από τις καφετέριες που μοιάζουν με πλοίο, δίπλα στην αριστοκρατική αύρα του Hilton, είναι όλοι τους καλοντυμένοι. Oχι με τον απειλητικό τρόπο ενός μάνατζερ, αλλά με μια κομψή, μοντέρνα πινελιά. Οι περισσότεροι έχουν καλό DNA: έντονα ζυγωματικά, λεπτό σώμα, είναι αυτό που λέμε «φρέσκες φάτσες», που δείχνουν να μην τους νοιάζουν τα λεφτά –ακόμη και αν είναι το μόνο θέμα για το οποίο μιλάνε. Είναι καλά εκπαιδευμένοι, ξέρουν να χειρίζονται τη γλώσσα με μια μείξη εκλεπτυσμένου λεξιλογίου και σκόρπιων φράσεων της πιάτσας. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι να ξέρεις να μιλάς, το ζήτημα είναι τι λες.
Είναι τα παιδιά της πυραμίδας. Κάθονται σε μια καφετέρια, με το επαγγελματικό τους χαμόγελο και την ικανότητα να πουν οτιδήποτε χρειάζεται για να βγάλουν ένα περίεργο μεροκάματο. Αυτό που λένε είναι απλό: «Θέλεις μια καλύτερη ζωή χωρίς κόπο; Θέλεις να ξεφύγεις από μια ζωή με έναν μισθό που τελειώνει προτού τελειώσει ο μήνας; Θέλεις να αλλάξεις πλευρά, να είσαι εσύ εκείνος που κοροϊδεύει και όχι αυτός που τον κοροϊδεύουν; Θέλεις να νικήσεις το σύστημα; Αν θέλεις («δεν σου αρέσουν τα λεφτά; Τα ταξίδια; Σε ποιον δεν αρέσουν;» λένε υπονοώντας «είσαι βλάκας;»), υπάρχει τρόπος».
Μάλλον υπάρχει, αλλά σίγουρα δεν είναι αυτός.
Ο δικός τους τρόπος είναι αμφιλεγόμενος, ασαφής, διάτρητος, και ακριβώς γι’ αυτό ελκυστικός. Η τελευταία μπίζνα που λυμαίνεται την Αττική έρχεται με την κάλυψη μιας εταιρείας ταξιδιών που εδρεύει στο Ντάλας των ΗΠΑ. Το παραμύθι είναι απλό: πρέπει να δώσεις 280 ευρώ αρχικά και 40 κάθε μήνα για να μπεις στην παρέα των εκλεκτών.

Μόλις πείσεις άλλους τέσσερις, θα πάψεις να απασχολείσαι με τη συνδρομή και θα ανέβεις στην ιεραρχία. Αν βρεις και άλλους δέκα που να τους αρέσουν τα λεφτά («σε ποιον δεν αρέσουν, ρε φίλε;»), θα πάρεις και τα χρήματά σου πίσω.

Αν φέρεις 60 πελάτες, θα κερδίσεις και έναν μισθό αρκετά κάτω από τον βασικό. Αν αυτά τα 60 άτομα φέρουν και άλλα υποψήφια θύματα, αν βρεις κάτω από το όνομά σου συνολικά 1.000 κορόιδα, θα αρχίσεις να ζεις όπως σου διηγούνται: όμορφα, πλούσια, χαμογελαστά, σε μια πισίνα ενός ξενοδοχείου μεγαλύτερου από τη συνοικία που μένεις τώρα. Σε μια ζωή όπου όλα θα είναι καλύτερα, πιο ανέμελα, καμία σχέση με τη φάτσα του διπλανού συναδέλφου που αντιπαθείς –αν είσαι τυχερός και έχεις δουλειά και συναδέλφους.

Οι λιγότερο υποψιασμένοι δέχονται. O πειρασμός είναι μεγάλος, όχι μόνο ο οικονομικός, αλλά και ο ανθρωπολογικός. Η σκέψη πως είναι ανώτεροι από τους άλλους, πως έπιασαν την καλή, πως πέρασαν στην άλλη όχθη, μιας καλύτερης φυλής, είναι εκεί. Υπογράφουν συμφωνητικό –και εδώ αρχίζει η γκρίζα πλευρά της νομιμότητας –και ξεκινούν, αντί να πληρώνονται, να πληρώνουν για σεμινάρια, περιμένοντας τη μεγάλη μπίζνα. Ομως, όπως και στον τζόγο, η μπάνκα κερδίζει πάντα.
Η ιστορία δεν είναι καινούργια, είναι μια άλλη εκδοχή της παραδοσιακής πυραμίδας που αναβίωσε μέσα στη θολούρα της κρίσης. Κανονικά, θα αφορούσε μόνο το περιθώριο της ζωής, ένα Ponzi Scheme (Σχέδιο Πόνζι) από τα πολλά. Αν διαβάσεις, όμως, πίσω από τα αμήχανα χαμόγελα επιτυχίας, είναι η διήγηση του νέου Greek dream.
Αυτό το νέο όνειρο είναι απλό και λίγο αδιέξοδο –ίσως επειδή έχει δημιουργηθεί από ένα υπαρκτό αδιέξοδο: το κράτος είναι αναξιόπιστο και φορομπηχτικό, οι πολιτικοί ασχολούνται με τους μισθούς τους («Τώρα που επιστρέφουμε στην κανονικότητα, οι βουλευτές πρέπει να πάρουμε πίσω τις μειώσεις που κάναμε στον εαυτό μας»: Αδωνις Γεωργιάδης, δέκα ημέρες πριν, στη Βουλή), η νόμιμη οδός είναι εγγυημένη φτώχεια, οι τράπεζες δεν μπορούν να πουλήσουν όνειρα πια, είναι ρεαλιστικές, τώρα πουλάνε αποπληρωμές δόσεων στην Εφορία και όχι διακοποδάνεια, το κοινωνικό κράτος ξόφλησε, οπότε; Οπότε, η λύση είναι στη μεγάλη αρπαχτή, στον τζόγο, στη μεγάλη μπίζνα. Μια χώρα που τζογάρει με μανία στα πρακτορεία, μια χώρα που βλέπει την τηλεόραση να γίνεται ένα διαρκές σαχλό τηλεπαιχνίδι με προσβλητικά εύκολους αναγραμματισμούς, μια χώρα στις καφετέριες να μιλάει για δήθεν μπίζνες αναζητώντας το νέο Χρηματιστήριο, μια χώρα που καθώς ο πλανήτης ετοιμάζεται να διακτινιστεί εξακολουθεί να παλεύει με ξύλινα σπαθιά βρίζοντας μανάδες στο Facebook.
Τα παιδιά της πυραμίδας μάλλον σύντομα θα αλλάξουν στέκι· οι καλές αρπαχτές θέλουν κινητικότητα. Υποψήφιους πελάτες θα βρουν· πάντα έβρισκαν. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε οι υπόλοιποι: Ζούμε με την πικρή διαπίστωση του ρεαλισμού, αναζητούμε την πραγματική καινοτομία, δημιουργούμε ό,τι μπορεί ο καθένας ή περιμένουμε το επόμενο τζακ-ποτ, την επόμενη αρπαχτή, ρουφώντας έναν φρέντο καπουτσίνο σε μια καφετέρια που μοιάζει με πλοίο;

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ