Στο ενδεχόμενο ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν να υποχωρήσει  και να αποφασίσει τελικώς να αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης σε έναν πολιτικό της Κεντροαριστεράς, και όχι σε ένα κεντρώο ή δεξιό πολιτικό της επιρροής του (όπως οι Μισέλ Μπαρνιέ, Φρανσουά Μπαϊρού και Σεμπαστιέν Λεκορνί, οι τρεις τελευταίοι πρωθυπουργοί της Γαλλίας που παραιτήθηκαν σε διάστημα ενός έτους), πώς θα αντιδρούσε η γαλλική Κεντροαριστερά; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, αντιθέτως, έχει σημασία διότι η γαλλική Αριστερά δίνει την εντύπωση ότι παραμένει κατακερματισμένη και με μηδενικές πιθανότητες να συνενωθεί.

Η υπέρβαση της γαλλικής Αριστεράς και το ρήγμα

Υπήρξε ωστόσο μια στιγμή που η γαλλική Αριστερά έκανε την υπέρβαση προτάσσοντας το συμφέρον της χώρας. Μετά την ξαφνική απόφαση του Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2024, η γαλλική Αριστερά, με σκοπό την αναχαίτιση της Ακροδεξιάς της Μαρίν Λεπέν, η οποία προηγείτο σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ένωσε τις δυνάμεις της υπό τον συνασπισμό με την ονομασία Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP), το οποίο αποτελούσαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η ακροαριστερή Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν Λυκ Μελανσόν, οι Οικολόγοι και το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Η προσπάθεια τους απέδωσε, καθώς ο συνασπισμός ήλθε πρώτος χωρίς όμως να έχει την πλειοψηφία. Σύντομα όμως εξαιτίας της ακροαριστερής Ανυπότακτης Γαλλίας και της μόνιμης απέχθειας της για οποιονδήποτε είδους πολιτικό συμβιβασμό, επήλθαν συγκρούσεις εντός του NFP.

Τον Δεκέμβριο του 2024, μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ, το ρήγμα ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και την Ανυπότακτη Γαλλία βάθυνε. Όταν ο Ολιβιέ Φορ, ηγέτης των Σοσιαλιστών, διαπραγματεύτηκε με τον Μακρόν με σκοπό το ενδεχόμενο συγκρότησης νέας κυβέρνησης, μίλησε για «συμβιβασμούς σε όλα τα ζητήματα και αμοιβαίες παραχωρήσεις» με το προεδρικό στρατόπεδο. Οι δηλώσεις του προκάλεσαν την άμεση αντίδραση του Μελανσόν, ο οποίος τον κατηγόρησε για προδοσία υποστηρίζοντας ότι ο Φορ «παίζει το παιχνίδι του Μακρόν».

Στις 16 Ιανουαρίου 2025, οι «Ανυπότακτοι» κατέθεσαν στην Εθνοσυνέλευση πρόταση μομφής κατά της νέας κυβέρνησης Μπαϊρού, η οποία είχε διαδεχτεί την κυβέρνηση Μπαρνιέ, όμως οι Σοσιαλιστές αποφάσισαν να μην καταψηφίσουν τον Μπαϊρου. Για τον Μελανσόν, αυτή η στάση τους ήταν κόκκινο πανί και δήλωσε ότι «πρέπει να γυρίσουμε τη σελίδα της τοξικής συμμαχίας».

Το χάσμα και η Ακροδεξιά

Προφανώς το χάσμα μεταξύ Σοσιαλιστών και της γαλλικής Ακροαριστεράς δεν έχει γεφυρωθεί και ούτε προβλέπεται να συμβεί στο άμεσο μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Σοσιαλιστές, οι Οικολόγοι και το Κομμουνιστικό Κόμμα παρέμειναν χθες ανοιχτοί στη συγκρότηση κυβέρνησης με επικεφαλής ένα πρόσωπο προερχόμενο από την Αριστερά: αντιλαμβάνονται ότι αν ο Μακρόν αποφασίσει να ζητήσει τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και να προκηρύξει εκλογές, ο μόνος κερδισμένος θα είναι η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν.

Αντιθέτως, η Ακροαριστερά του Μελανσόν, προκρίνει είτε τη διάλυση τις βουλής και τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών ελπίζοντας ότι «ο λαός θα μιλήσει» και θα τους δικαιώσει -κάτι που διαψεύδουν οι δημοσκοπήσεις- είτε την παραίτηση του προέδρου Μακρόν, κάτι που θεωρείται σχεδόν απίθανο να συμβεί, παρότι ακόμη και ο κεντρώος πρώην πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ, ζήτησε χθες από τον γάλλο πρόεδρο, να οργανώσει τη συντεταγμένη πρόωρη λήξη της θητείας του αφού προηγουμένως θα έχει ορίσει κυβέρνηση που θα περάσει τον προϋπολογισμό του 2026.