Δεκατέσσερα χρόνια πέρασαν από την εξαφάνιση της Ρούλας Πάντου από τα Γιάννενα και η Αγγελική Νικολούλη βρέθηκε με το «Φως στο Τούνελ» στα Γιάννενα, ανοίγοντας ξανά την υπόθεση.
Το αυτοκίνητο της είχε εντοπιστεί παρκαρισμένο και κλειδωμένο λίγο μετά την εξαφάνισή της έξω από το ΕΠΑΛ Ιωαννίνων. Στην αρχή όλοι μιλούσαν για ηθελημένη εξαφάνιση, αλλά πλέον το σενάριο εγκληματικής ενέργειας ακούγεται όλο και πιο πιθανό. H εκπομπή μίλησε με τον εν διαστάσει σύζυγο της άτυχης γυναίκας και για το αυτοκίνητο της, που ίσως να κρύβει την λύση του γρίφου.
«Το αυτοκίνητο, το δεύτερο που είχαμε πάρει το είχε πουλήσει χωρίς να μου πει κάτι. Το έμαθα μετά όταν μου έδωσε και τα μισά χρήματα. Το τελευταίο αυτοκίνητο το δικό της βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο κοντά αλλά δεν θυμάμαι που ακριβώς. Ακόμα δεν έχω μάθει τι έχει γίνει με αυτό. Δεν μπορώ να πω ότι κάποιος την εξαφάνισε και το άφησε εκεί. Τώρα τον λόγο που θα το άφηνε εκεί και όχι στο σπίτι, δεν τον έχω σκεφτεί…» είπε.
Μπορεί να ερευνηθεί το αυτοκίνητό της μετά από τόσα χρόνια;
Το «Τούνελ» ζήτησε την επιστημονική γνώμη του διευθυντή εργαστηρίων δικανικής γενετικής DNAlogy Δρ. Γιώργου Φιτσιάλου, για το αν μπορεί να ερευνηθεί το αυτοκίνητό της Ρούλας Πάντου, μετά από τόσα χρόνια.
«Οι σύγχρονες τεχνικές που έχουμε σήμερα στα εργαστήρια μάς επιτρέπουν να ανιχνεύσουμε απειροελάχιστη ποσότητα γενετικού υλικού, ακόμα κι ένα με δύο κύτταρα. Γεγονός που μας επιτρέπει να κάνουμε έρευνα σε πειστήρια που συλλέχθηκαν πριν από πολλά χρόνια όπως το αυτοκίνητο στην συγκεκριμένη υπόθεση» είπε σύμφωνα με το anikolouli.gr.
«Η έρευνα θα διενεργηθεί στο εσωτερικό του αυτοκινήτου που είναι κατά κάποιο τρόπο προστατευόμενο από τις εξωτερικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Αν είχαμε σπασμένα παράθυρα και παρμπρίζ, θα ήταν πιο δύσκολο. Τώρα όμως από το τιμόνι και το λεβιέ θα βρούμε πιθανότατα ποιοι το οδήγησαν και από τα καθίσματα, στοιχεία για το ποιοι βρέθηκαν εκεί. Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε πιθανές κηλίδες αίματος. Θα χρησιμοποιήσουμε τις γνωστές τεχνικές μήπως εντοπίσουμε απειροελάχιστες ποσότητες πλυμένου αίματος, όπως είχαμε βρει και στην υπόθεση του Μάριου. Χωρίς έρευνα είναι σίγουρο πως δεν θα έχουμε κανένα καινούργιο στοιχείο», είπε χαρακτηριστικά.
Ο άνδρας μυστήριο
«Ο πατέρας μου είχε πει να τα ξαναβρούμε αλλά εγώ δεν ήθελα επανασύνδεση με αυτή», λέει ο εν διαστάσει σύζυγος της αγνοούμενης.
Υποστήριξε ότι κάποιος μάρτυρας την νύχτα που χάθηκαν τα ίχνη της γυναίκας του, την είδε στην είσοδο της πολυκατοικίας με κάποιον άνδρα ο οποίος την πέταξε στον τοίχο, μάτωσε το κεφάλι της και την έβαλε σε κάποιο αυτοκίνητο, όχι το δικό της. Ο δημοσιογράφος της εκπομπής τότε του θύμισε αυτή την μάρτυρα που είχε ακουστεί στο «Τούνελ» και επισήμανε πως για αυτοκίνητο δεν είχε ειπωθεί κάτι.
«Έτσι μου είπαν εμένα ότι την είδαν σε αυτοκίνητο. Τώρα σε τι αυτοκίνητο, δεν ξέρω. Με την Αστυνομία δεν έχω μιλήσει ποτέ, ούτε ξέρω τι έδειξε η άρση τηλεφωνικού απορρήτου. Πριν εξαφανιστεί η Ρούλα μιλούσε συχνά με τον γαμπρό μου γιατί δουλεύανε και οι δύο στο Πανεπιστήμιο. Δεν μιλάω όμως μαζί του τα τελευταία χρόνια. Έχουμε παρεξηγηθεί…» είπε.
Κάνει έκκληση σε όσους γνωρίζουν κάτι να μιλήσουν ακόμα και τώρα. «Δεν ξέρω αν πρόκειται για εγκληματική ενέργεια, πάντως μήνυση κατά αγνώστων δεν έχω κάνει γιατί μπορεί να ζει και να είναι κάπου τώρα, να το ξέρουν οι δικοί της και να μην λένε τίποτα», καταλήγει.
«Τη χτυπούσε στο κεφάλι» λέει η κόρη
Από τη μαρτυρία της κόρης της Ρούλας Πάντου στο «Τούνελ», δεκατέσσερα χρόνια μετά την εξαφάνισή της της, έρχονται νέα στοιχεία στο φως και δημιουργούνται ερωτήματα και αντιφάσεις, που ζητούν απαντήσεις.
Ο δημοσιογράφος της εκπομπής υπενθύμισε στην κόρη παλαιότερη μαρτυρία φίλης, η οποία είχε δηλώσει πως τα καλύμματα του καναπέ ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και όχι σκισμένα όπως η ίδια ισχυρίζεται. «Ναι, όταν ήταν εδώ η φίλη μου, ήταν σε καλή κατάσταση, απλά πιο μετά είχαν χαλάσει. Αυτό θυμάμαι, γιατί τα είχα βάλει σε μια σακούλα και τα πέταξα», απάντησε.
Όταν ο δημοσιογράφος επισήμανε πως κάποιος θα μπορούσε να της πει ότι μόλις έναν μήνα από την εξαφάνιση, αντί να ψάχνει τη μητέρα της, ασχολήθηκε με ανακαινίσεις στο σπίτι, εκείνη ανέφερε: «Καθάριζα κάτι κορνίζες κι άλλα τέτοια, είχα πετάξει κάποια πράγματα και γι’ αυτό το λόγο τα είχα βγάλει. Τώρα, μπορεί να ήταν και για ψυχολογικούς λόγους.»
Η συζήτηση προχώρησε στο ενδεχόμενο να υπήρχε κακοποιητική συμπεριφορά στο σπίτι προς τη μητέρα της. Η κόρη απάντησε πως δεν υπήρχε καμία μορφή κακοποίησης, παρά μόνο καβγάδες. Ωστόσο, σε παλαιότερη δήλωσή της στο «Τούνελ», είχε αναφέρει:
«Η μητέρα μου με αγαπούσε, δεν είχαμε κόντρες μάνας και κόρης. Όταν υπήρχε ένταση, προερχόταν από τον πατέρα μου. Ξενυχτούσε τα βράδια και τη χτυπούσε. Παρότι ο ίδιος το αρνείται, εγώ το έβλεπα με τα μάτια μου. Από παιδί, θυμάμαι αυτές τις σκηνές. Τη χτυπούσε στο κεφάλι… Παλιά, έλεγε στον πατέρα μου και σε μένα: “Κάποια στιγμή θα φύγω και θα σας αφήσω, δεν αντέχω αυτή την κατάσταση”. Οπότε μπορεί και να έφυγε».
Παρά την πάροδο των χρόνων και τις αντιφάσεις στις διαφορετικές αφηγήσεις της, η κόρη εξακολουθεί να ελπίζει: «Πιστεύω ότι μπορεί και να ζει. Μακάρι να πάρει ένα τηλέφωνο, να την βρούμε. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και έχουν ανακατευτεί κάπως τα πράγματα…».
«Δεν θα ξαναδώ το παιδί μου ποτέ»
Ο πατέρας της Ρούλας Πάντου δεν έπαψε ποτέ να αναζητά την αλήθεια.
«Η κόρη μου με είχε πάρει τηλέφωνο τρεις-τέσσερις μέρες πριν χαθεί και μου έλεγε ότι δεν ήταν καλά, ότι είχαν συμβεί διάφορα και είχε ένα δικαστήριο με τον άντρα της, ότι του έκανε αγωγή για διαζύγιο. Είχε πόλεμο από εκείνον και μου έλεγε ότι δεν άντεχε άλλο. Είχε μάθει πως πήγαινε στα μπαρ και έκανε διάφορα και δεν το ήθελε αυτό. Του είχε πει μια δυο τρεις αλλά συνέχιζε…», λέει χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά το θέμα με τα καλύμματα του σαλονιού τους, προσθέτει πως το μόνο που ξέρει ο ίδιος είναι ότι τα πέταξε η εγγονή του μαζί με τα έπιπλα. «Γιατί να τα πετάξουν όμως, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ολόκληρο σαλόνι. Κάτι πονηρό υπάρχει εκεί. Δεν ήθελαν να βρουν αποτυπώματα, κάτι άλλο δεν ξέρω. Κάτι έγινε εκείνη την νύχτα. Έχουν εξαφανίσει όμως και ρούχα της κόρης μου… Λίγο μετά αφότου χάθηκε έκανα βόλτες με το αυτοκίνητο μην βρω πουθενά την ίδια ή το αυτοκίνητο της. Τότε το εντόπισα στα σμειμόπληκτα, παρκαρισμένο κανονικά. Φώναξα κλειδαρά, το ανοίξαμε και το πήρα. Μέσα δεν βρέθηκε τίποτα.»
Το μόνο που θέλει είναι να μάθει είναι τι έγινε. «Είμαι απελπισμένος. Ξέρω πως δεν θα δω το παιδί μου ποτέ ξανά. Κάποιοι την τσουβαλιάσανε. Έχω χάσει την ελπίδα γιατί ξέρω πως δεν έφυγε να πάει κάπου αλλού, σε κάποια άλλη πόλη. Μακάρι να το είχε κάνει αυτό…» είπε.
«Υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι πρόκειται για έγκλημα»
Ο δικηγόρος Δημήτρης Μπούκας, εκπρόσωπος της αδελφής της αγνοούμενης Ρούλας Πάντου, μιλά στο «Τούνελ» για την μυστηριώδη εξαφάνιση της κακοποιημένης μητέρας.
«Υπήρχαν βάσιμες υπόνοιες από τότε ότι πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Μία μάνα που αγαπούσε το παιδί της, δεν είχε κανένα λόγο να εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε τίποτα παράλληλο στη ζωή της που να δείχνει ότι σχεδίαζε να φύγει. Αυτή η εξαφάνιση δείχνει πως κάτι άσχημο της συνέβη» ανέφερε.
Ο δικηγόρος αναφέρθηκε στην αδελφή της αγνοούμενης, τονίζοντας πως υπήρχε ψυχραιμία, αλλά και διαρκής επαγρύπνηση από την πλευρά της. «Η αδελφή της ενεργούσε με σωφροσύνη. Έλεγχε τα πάντα – και αυτά που ανέφερε η ανιψιά της και όσα η ίδια γνώριζε. Δεν έκανε βιαστικές κινήσεις, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια» είπε.
Αναφερόμενος στη διαχείριση της υπόθεσης από τις Αρχές, υπογράμμισε ότι η πίεση του χρόνου και των γεγονότων κάποιες φορές, οδηγεί σε παραλείψεις. «Η δική μου επιθυμία ήταν να στραφούμε εξαρχής και προς την εκπομπή σας. Γιατί πολλοί, κάτω από την πίεση, κάνουν λάθη. Σε κάποια φάση αυτό ατόνησε. Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Πολλά εγκλήματα έχουν εξιχνιαστεί, ακόμα κι όταν έχει περάσει πολύς καιρός. Πιστεύω ότι αυτό θα συμβεί και εδώ».
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός ότι η οικογένεια δεν έλαβε ποτέ τα αποτελέσματα από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, γεγονός που, όπως τονίζει, τους στέρησε τη δυνατότητα να συμβάλουν ενεργά στη διαλεύκανση της υπόθεσης. «Εάν είχαμε λάβει τα αντίγραφα της δικογραφίας, θα μπορούσαμε να είχαμε βοηθήσει την Πολιτεία να φτάσει στην αλήθεια. Δεν τα λάβαμε ποτέ όμως».
Σε μια προσπάθεια να κινηθούν εκ νέου οι διαδικασίες, ο κ. Μπούκας προτείνει ένα νέο, ουσιαστικό βήμα. «Αυτό που μπορούμε να κάνουμε τώρα, είναι να επανέλθει η οικογένεια με αίτημα προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωαννίνων. Να τεθεί υπόψη η μαρτυρία της συμβολαιογράφου σε εσάς και με βάση αυτό το νέο στοιχείο, να αιτηθεί η επανεκκίνηση της δικογραφία. Όταν κάποιος εξαφανίζεται έτσι, στη μέση του πουθενά, χωρίς κανένα λόγο, και χωρίς ενδείξεις ότι έφυγε σε άλλη χώρα, εκεί χτυπάει το καμπανάκι. Είναι πολύ πιθανό να έχει συμβεί κάτι κακό. Κι αυτό θέλει σοβαρή, εις βάθος έρευνα. Όταν εξαφανίζεις έναν άνθρωπο, κάνεις το χειρότερο έγκλημα. Παύεις να είσαι άνθρωπος. Περνάς στην κατηγορία των τεράτων», κατέληξε.