Από τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ Νίκο Ανδρουλάκη, κατατέθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής το απόγευμα της Τρίτης (26/3) η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, την οποία συνυπογράφουν ΠαΣοΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας.
Σύμφωνα με το καταστατικό η συζήτηση που ξεκινάει σήμερα το απόγευμα στην Ολομέλεια της Βουλής, αναμένεται να κρατήσεις τρεις ημέρες. Ως εκ τούτου η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί με ονομαστική ψηφοφορία αργά το απόγευμα της Πέμπτης (28/3).
Δείτε live τη συζήτηση για τη πρόταση δυσπιστίας
Κατά την ομιλία του ο κ. Ανδρουλάκης έκανε λόγο για «διαφθορά, συγκάλυψη, ατιμωρησία τονίζοντας ότι η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης είναι «να κρύβει την αλήθεια, αντί να ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο της ευθύνης». Πρόσθεσε δε, ότι είναι πολιτική επιλογή της κυβέρνησης «η ατιμωρησία και η συγκάλυψη, πλήττοντας την αξιοπιστία των θεσμών και απαξιώνοντας στα μάτια της κοινωνίας την πολιτική».
«Οι πρακτικές της κυβέρνησης έναντι του κράτους δικαίου προσβάλλουν τη χώρα και την απομακρύνουν σταθερά από το ευρωπαΙκό κεκτημένο. Οφείλουμε να απαντήσουμε σήμερα στην κραυγή της κοινωνίας που αγωνιά για δικαιοσύνη, φως και αλήθεια. Ο ελληνικός λαός ζητά να λογοδοτήσουν αυτοί που ευθύνονται για το έγκλημα στα Τέμπη», τόνισε ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ καταθέτοντας την πρόταση δυσπιστίας.
«Καλοδεχούμενη» απαντά η κυβέρνηση
Από πλευράς κυβέρνησης, νωρίτερα, τον λόγο έλαβε ο υπουργός Επικρατείας, Μάκης Βορίδης κατηγορώντας τον Νίκο Ανδρουλάκη ότι είναι «εντολοδόχος συγκεκριμένων συμφερόντων».
Ο κ. Βορίδης, σημείωσε, ότι «το προστιθέμενο στοιχείο που έχει υπάρξει και σας οδηγεί στην κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας, είναι το δημοσίευμα του «Βήματος» και το οποίο «αναφέρεται σε μια υπόθεση για την οποία όχι μόνο δόθηκαν αμέσως εξηγήσεις αλλά για την οποία κυριολεκτικά δεν καταλαβαίνει κανείς το περιεχόμενό της».
Ο κ. Βορίδης, χαρακτήρισε τέλος την πρόταση δυσπιστίας «καλοδεχούμενη».
Τι αναφέρει η πρόταση δυσπιστίας
«Στις 28 Φεβρουαρίου 2023 έλαβε χώρα η μεγαλύτερη σιδηροδρομική τραγωδία στην ιστορία της Χώρας μας, όταν το επιβατικό τρένο Intercity που εκτελούσε το δρομολόγιο Αθήνα-Θεσσαλονίκη συγκρούστηκε μετωπικά με εμπορική αμαξοστοιχία έξω από τον Σ.Σ. Ευαγγελισμού Τεμπών λόγω της ταυτόχρονης κίνησης και των δύο στην γραμμή καθόδου, με αποτέλεσμα να
χάσουν άδικα τη ζωή τους 57 συμπολίτες μας.
Το έγκλημα των Τεμπών ανέδειξε ανεπίτρεπτα κενά στην ασφάλεια των ελληνικών σιδηροδρόμων, καθώς και ελλείψεις σε βασικά συστήματα ασφαλείας, τα οποία είτε βρίσκονταν εκτός λειτουργίας είτε δεν είχαν καν τοποθετηθεί τη στιγμή της πολύνεκρης τραγωδίας, όπως επανειλημμένως και με ρητό τρόπο είχαν προειδοποιήσει οι διοικήσεις, κεντρικά στελέχη και οι
εκπρόσωποι των εργαζομένων των εμπλεκόμενων φορέων. Παρά ταύτα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο αρμόδιος υπουργός κ. Καραμανλής όχι μόνο δεν προέβησαν στις απαιτούμενες σχετικές ενέργειες, αλλά είχαν το θράσος να διαβεβαιώνουν ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων ότι δεν υφίσταται θέμα ασφάλειας στη λειτουργία των σιδηροδρόμων.
Στην εγκληματική ολιγωρία και αδιαφορία της κυβέρνησης προστέθηκε και η ομοίως εγκληματική και μεθοδευμένη προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης και της δημιουργίας ενός πέπλου προστασίας συγκεκριμένων προσώπων.
Αρχικά, με διαταγή που δόθηκε στις 4 Μαρτίου 2023, μόλις μερικές μέρες μετά την τραγική σύγκρουση, επήλθε παράνομη αλλοίωση του τόπου της τραγωδίας, με τη μεταφορά των βαγονιών των δύο συρμών, το «μπάζωμα» και την εκχέρσωση της περιοχής, με αποτέλεσμα την καταστροφή πολύτιμων για τις έρευνες αποδεικτικών στοιχείων, όπως πιστοποιούν και ειδικοί εμπειρογνώμονες
που διερευνούν τα αίτια της πρωτοφανούς τραγωδίας.
Τα συγκεκριμένα ερωτήματα και ζητήματα ουδέποτε ερευνήθηκαν από την εξεταστική επιτροπή, που εργαλειοποιήθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία για να υπηρετήσει το σχέδιο συγκάλυψης. Κυβερνητική πλειοψηφία που αρνήθηκε την πρόταση για σύσταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης του άρθρου 86 παρ.3 του Συντάγματος, προκειμένου να διερευνηθούν-μετά από το πόρισμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας- τυχόν ποινικές ευθύνες πολιτικών προσώπων που εμπλέκονταν με την μη ορθή και έγκαιρη υλοποίηση της σύμβασης 717/2014.
Η συντεταγμένη προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας συνεχίστηκε ακόμα και κατά τη διάρκεια των εργασιών της Εξεταστικής Επιτροπής «για τη διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών και όλων των πτυχών που σχετίζονται με αυτό» ερευνώντας τις συνθήκες λειτουργίας του ελληνικού σιδηροδρόμου από το 1997, είκοσι έξι δηλαδή χρόνια
πριν το έγκλημα των Τεμπών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον μεθοδευμένο αποκλεισμό από τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας μαρτύρων κομβικής σημασίας για τη διαλεύκανση της υπόθεσης καθώς επρόκειτο για πρόσωπα που είχαν άμεση γνώση για τη σημερινή κατάσταση του δικτύου, τη διαχείριση της σύμβασης 717/2014 και τις πολιτικές αποφάσεις που αφορούν στη
θητεία του κ. Κ. Καραμανλή στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών. Τα μέλη της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην εξεταστική επιτροπή αγνόησαν τα επανειλημμένα αιτήματά των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ενώ προχώρησαν στην παρελκυστική κλήτευση μαρτύρων που δεν είχαν καμία γνώση της τρέχουσας κατάστασης του σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς και στην
καθυστερημένη κλήτευση κρίσιμων μαρτύρων αφότου αυτοί είχαν περιέλθει σε θέση κατηγορουμένου με αποτέλεσμα να προφασισθούν το δικαίωμα στη σιωπή. Ακόμα, η κυβερνητική πλειοψηφία προχώρησε στην αυθαίρετη απόφαση για την πρόωρη ολοκλήρωση των εργασιών της Εξεταστικής Επιτροπής.
Η τελευταία πράξη αυτής της -μόνο κατ’ όνομα- Εξεταστικής Επιτροπής γράφτηκε κατά την τελική συζήτηση των πορισμάτων της Επιτροπής στην Ολομέλεια της Βουλής, με το πόρισμα 723 σελίδων που κατέθεσε η κυβερνητική πλειοψηφία να προβαίνει σε μια εξόφθαλμη και άγαρμπη προσπάθεια να αποδώσει την πλήρη ευθύνη για την τραγωδία σε ανθρώπινο λάθος, αγνοώντας πλήρως το πόρισμα της τριμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που η ίδια η Κυβέρνηση συνέστησε και από το οποίο προέκυπτε η απουσία τοπικού συστήματος τηλεδιοίκησης στη Λάρισα, η μη λειτουργία του κεντρικού δευτεροβάθμιου συστήματος ελέγχου στην Καρόλου, η μη ενεργοποίηση συστήματος GSM-R και η ελλιπής και ανεπαρκής εκπαίδευση του σταθμάρχη που παράνομα είχε μεταταχθεί. Όπως επίσης και στη μη ολοκλήρωση της επίδικης σύμβασης 717/2014 που συνδέεται με το σύστημα σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης και το σύστημα αυτόματης πέδησης (ETCS) που αν λειτουργούσαν στις 28/2/2023, η τραγωδία μετά βεβαιότητας θα είχε αποφευχθεί καθώς οι αμαξοστοιχίες θα ακινητοποιούνταν αυτόματα. Στην αιτιώδη σχέση μεταξύ της μη ολοκλήρωσης της σύμβασης 717/2014 και της τραγωδίας στα Τέμπη, που διερευνά και η αρμόδια ανακριτική αρχή, αναφέρθηκε και η Ευρωπαία Εισαγγελέας.
Σημειώνουμε δε ότι στη συζήτηση επί των πορισμάτων της Εξεταστικής Επιτροπής στη Βουλή, ο Πρωθυπουργός επέλεξε να μην παραστεί, περιφρονώντας τον ρόλο και την ίδια τη λειτουργία της Βουλής.
Στη μεθοδευμένη προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας για την τραγωδία των Τεμπών έρχονται τώρα να προστεθούν νέα δεδομένα που αποδεικνύουν αλλοίωση των συνομιλιών του μοιραίου σταθμάρχη με μηχανοδηγούς στη Λάρισα το βράδυ της τραγωδίας, ώστε να μεγεθυνθεί το, κατά το αφήγημα της Κυβέρνησης, ανθρώπινο λάθος ως αποκλειστικό αίτιο της σύγκρουσης και να υποβαθμιστούν, έτσι, οι υφιστάμενες κυβερνητικές ευθύνες αναφορικά με την κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου. Σύμφωνα με έγγραφα των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι, μόλις μερικές ώρες μετά τη σύγκρουση, κάποιοι αφαίρεσαν παράνομα τις συνομιλίες του σταθμάρχη από τον ΟΣΕ και, κατόπιν «κοπτοραπτικής», τις έδωσαν αλλοιωμένες στη δημοσιότητα την 1η Μαρτίου 2023 ώστε να φαίνεται πως ο σταθμάρχης είχε υποδείξει λανθασμένη πορεία στο μοιραίο τρένο για να ενισχυθεί το – προαποφασισμένο και ήδη διατυπωμένο το πρωί της ίδιας ημέρας από τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη – επίσημο κυβερνητικό αφήγημα που ήθελε την τραγωδία να οφείλεται αποκλειστικά σε ανθρώπινο λάθος, με προφανή σκοπό την
παραπληροφόρηση και χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Σημειώνεται ότι όπως επιβεβαίωσε η ΕΛ.ΑΣ. το καταγεγραμμένο ηχητικό υλικό παραδόθηκε στην έδρα της Αστυνομίας από υπάλληλο του ΟΣΕ στις 3 Μαρτίου 2023.
Οι νέες αυτές συγκλονιστικές αποκαλύψεις έρχονται να προστεθούν στο τρίπτυχο «συγκάλυψη-διαφθορά-ατιμωρησία», στο οποίο διακρίνεται σταθερά η Κυβέρνηση «αρίστων» της Νέας Δημοκρατίας και το οποίο έχει προκαλέσει κύμα δικαιολογημένης οργής στην κοινωνία.
Στις επικρίσεις μάλιστα και της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για την κάλυψη που παρέχει η Κυβέρνηση στον πρώην Υπουργό κ. Κ. Καραμανλή, μέλος της Κυβέρνησης δεν δίστασε να στρέψει τα πυρά του και κατά της εμπλοκής των ευρωπαϊκών οργάνων και, συγκεκριμένα, της Ευρωπαίας Εισαγγελέως στην υπόθεση, λέγοντας ότι «δεν δεχόμαστε κομισάριους ή δερβέναγες που θα έρθουν να μας πουν τι θα κάνουμε ή δεν θα κάνουμε στη Χώρα μας».
Η συγκάλυψη που επιχειρεί η κυβερνητική πλειοψηφία για την τραγωδία των Τεμπών είναι ένα ακόμα σημάδι της διαρκούς υποβάθμισης του κράτους δικαίου στη Χώρα μας από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπως επισημαίνεται και στο πρόσφατο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Ψήφισμα αυτό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ανέδειξε ακόμα τις ευθύνες της
Κυβέρνησης και προσωπικά του Πρωθυπουργού για το σκάνδαλο των υποκλοπών, της παράνομης χρήσης και εξαγωγής τεχνολογίας παρακολούθησης, και καταδίκασε τις προσπάθειες συγκάλυψης και τις επιθέσεις από Υπουργούς της Νέας Δημοκρατίας προς τις Ανεξάρτητες Αρχές που επιτελούν το ελεγκτικό τους έργο με την κυβέρνηση να αγωνιά για τις αποφάσεις και να σπεύδει να αλλάξει τη σύνθεσή τους, όπως έγινε με την ΑΔΑΕ.
Τελευταίο παράδειγμα απαξίωσης και σοβαρής παρακμής του κράτους δικαίου και των θεσμών στην Χώρα μας, για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η κυβερνητική πλειοψηφία, αποτελεί η μετατροπή του Υπουργείου Εσωτερικών σε εκλογικό κέντρο της Νέας Δημοκρατίας όπως φάνηκε από την παράνομη διαρροή και χρήση προσωπικών δεδομένων χιλιάδων Ελλήνων ψηφοφόρων του εξωτερικού προς το κυβερνών κόμμα και σε υποψηφίους του.
Η πρωτοφανής αυτή απαξίωση του κράτους δικαίου και των θεσμών από την Κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η διακυβέρνηση της Χώρας δεν μπορεί να αφεθεί άλλο στα χέρια μιας Κυβέρνησης, η οποία συστηματικά υπονομεύει τη δημοκρατία και τους θεσμούς της και που, στον βωμό της διατήρησης της εξουσίας και της προστασίας στελεχών της, δεν διστάζει να
υπονομεύσει οποιαδήποτε προσπάθεια διαλεύκανσης μιας πολύνεκρης τραγωδίας, αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη και φθάνοντας μέχρι το σημείο της παραποίησης αποδεικτικών στοιχείων για να διασφαλίσει την πολιτική της επιβίωση.
Με τις πρακτικές υπονόμευσης της ίδιας της δημοκρατίας αλλά και της απαξίωσης των θεσμών που μετέρχεται η Κυβέρνηση, κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στην πολιτική, στους θεσμούς και τη δικαιοσύνη. Αυτή η θεσμική και πολιτική παθογένεια έρχεται να προστεθεί στην εδώ και καιρό διαρκή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, με το εντεινόμενο κύμα της ακρίβειας, την ανοχή στην αισχροκέρδεια και στην εγκατάλειψη των πυλώνων του κοινωνικού κράτους -δημόσια εκπαίδευση και δημόσιο σύστημα υγείας. Η Ελλάδα μοιάζει όλο και λιγότερο με μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, καθώς η Κυβέρνηση αδυνατεί να διασφαλίσει στους πολίτες αξιοπρεπές εισόδημα, τη στοιχειώδη ασφάλεια και τα διαχρονικά κεκτημένα του κοινωνικού κράτους.
Για τους λόγους αυτούς, υποβάλλουμε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 142 του Κανονισμού της Βουλής».