Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Δημήτρης Καιρίδης, σχολιάζοντας τη σημερινή ιστορική συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, δήλωσε τα εξής:

«Χαιρετίζουμε την ολοκλήρωση των διαθεσμικών πολιτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υιοθέτηση των Κανονισμών του νέου Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το ‘Ασυλο. Η κατάκτηση αυτού του οροσήμου επιτρέπει πλέον την ταχεία διευθέτηση και των τεχνικών παραμέτρων, ώστε να υιοθετηθεί έγκαιρα το Σύμφωνο πριν την ολοκλήρωση της θητείας του παρόντος Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.Συγχαρητήρια θα πρέπει να δοθούν στην Ισπανική Προεδρία του Συμβουλίου και τον Ισπανό ομόλογό μου Fernando Grande – Marlaska για τις προσπάθειες του που κατέληξαν σε αυτό το θετικό αποτέλεσμα.

Η εν λόγω εξέλιξη αποτελεί το επιστέγασμα μιας διαπραγμάτευσης που ξεκίνησε το 2020 με την πρόταση της Επιτροπής, αλλά στην πραγματικότητα τρέχει από το 2016. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κράτη Μέλη θα έχουν πλέον στα χέρια τους ένα πληρέστερο νομικό πλαίσιο ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τις μεγάλες προκλήσεις που γεννά η μεταναστευτική πίεση που δέχεται η ήπειρός μας.

Η χώρα μας μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένη όπως και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη στην πρώτη γραμμή, από την κατάληξη των διαπραγματεύσεων καθώς αρκετές από τις επιδιώξεις της αποτυπώθηκαν στο κείμενο της Συμφωνίας, κορυφαία μεταξύ των οποίων είναι η δημιουργία, για πρώτη φορά, ενός υποχρεωτικού μηχανισμού αλληλεγγύης καθώς και η πρόβλεψη για ετήσια πολιτική συζήτηση, σε υπουργικό επίπεδο, που θα θέτει επί τάπητος τη μεταναστευτική κατάσταση και τις ανάγκες που υπάρχουν με όρους αλληλεγγύης. Ταυτόχρονα, η ΕΕ αναγνωρίζει πλέον την απειλή που συνιστά η εργαλειοποίηση της μετανάστευσης και αποκτά εργαλεία για την αντιμετώπιση των συνεπειών της.

Επιπροσθέτως, η Ελλάδα εξασφάλισε πρόνοιες που λειτουργούν αποτρεπτικά στην υπερφόρτωση των συνοριακών περιοχών της χώρας από πιέσεις που σχετίζονται με διαδικασίες ασύλου και κατοχύρωσε ότι θα λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος της εθνικής ασφάλειας κατά το σχεδιασμό και την ανάπτυξη υποδομών, που σχετίζονται με αυτές τις διαδικασίες.

Το νέο Σύμφωνο θα αποτελέσει καθοριστικό εργαλείο για την πολιτική Μετανάστευσης και Ασύλου στην ΕΕ.

Εξίσου σημαντική βέβαια θα είναι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η συνέχιση της πολιτικής αυστηρής επιτήρησης των συνόρων, αποτροπής της παράνομης διακίνησης μεταναστών και ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των επιστροφών, ώστε να μπορέσει η Ευρώπη συνολικά να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις που θέτει η παράτυπη μετανάστευση και ταυτόχρονα να καλύψει τις ανάγκες της ευρωπαϊκής οικονομίας σε εργατικό δυναμικό με νόμιμες, λελογισμένες και ασφαλείς διαδικασίες.»