Οι αλγόριθμοι που επιλέγουν ποιες αναρτήσεις προβάλλονται στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατηγορηθεί ότι μεγεθύνουν τον πολιτικό φανατισμό επειδή προτείνουν στον χρήστη περιεχόμενο που συμφωνεί με την ιδεολογία του και τον κρατούν έτσι μακριά από την αντίθετη άποψη. Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, δείχνει μια σειρά πρωτοποριακών μελετών που ανέλυσαν δεδομένα της Meta Platforms, στην οποία ανήκουν το Facebook και το Instagram, για την προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ το 2020.

Τα ευρήματα, τα οποία δημοσιεύονται σε τέσσερις επιμέρους μελέτες στα περιοδικά «Science» και «Nature», δείχνουν ότι καμία από τις αλλαγές που έχουν προταθεί για τη βελτίωση των αλγορίθμων δεν επηρεάζει τις πολιτικές απόψεις ή τη συμπεριφορά των χρηστών.

Μία από τις μελέτες, η οποία εξέτασε δεδομένα για τις συνήθειες 208 εκατομμυρίων χρηστών στις ΗΠΑ, διαπιστώνει ότι οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι πράγματι έχουν εντελώς διαφορετικές συνήθειες στην κατανάλωση περιεχομένου και όντως ζουν σε απομονωμένους «θαλάμους ηχούς», ή φούσκες μονόπλευρης ενημέρωσης. Οι άλλες μελέτες έδειξαν όμως ότι καμία παρέμβαση στους αλγορίθμους δεν επηρεάζει την πολιτική πόλωση.

Οταν ο αλγόριθμος του Facebook αντικαταστάθηκε με λίστες αναρτήσεων σε απλή χρονολογική σειρά, οι χρήστες όντως εκτέθηκαν σε πιο πολύπλευρο περιεχόμενο, αυτό όμως δεν άλλαξε τις προτιμήσεις τους ή τον βαθμό πόλωσης. Οταν οι ερευνητές απενεργοποίησαν τη λειτουργία «reshare» για γρήγορη αναδημοσίευση δημοφιλών αναρτήσεων, οι χρήστες είδαν λιγότερο περιεχόμενο από αναξιόπιστες πηγές και λιγότερες πολιτικές ειδήσεις γενικά. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχαν σημαντικές αλλαγές στις πολιτικές απόψεις και στον φανατισμό. Ομοίως, η μείωση των προτεινόμενων αναρτήσεων από πηγές με τον ίδιο πολιτικό προσανατολισμό δεν είχε επίδραση στην πόλωση και στις ακραίες απόψεις.

Σε συνδυασμό, τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι τα κοινωνικά δίκτυα ίσως δεν ευθύνονται για την πολιτική πόλωση αλλά απλώς εξυπηρετούν την τάση των ανθρώπων να αναζητούν περιεχόμενο που συμφωνεί με τις απόψεις τους.

Οι ερευνητές αναγνωρίζουν πάντως ότι οι αναλύσεις τους πάσχουν από κάποιους περιορισμούς, καθώς τα δεδομένα αφορούν μια ιδιαίτερη προεκλογική περίοδο στις ΗΠΑ και ίσως δεν είναι ενδεικτικά για άλλες περιόδους ή χώρες. Επιπλέον, οι μελέτες βασίστηκαν σε δεδομένα που παραχώρησε η ίδια η Meta και είναι αδύνατον να διασταυρωθούν, αν και οι ερευνητές διαβεβαιώνουν ότι η εταιρεία ήταν συνεργάσιμη και δεν παρενέβη καθόλου στην ανάλυση. Εκπρόσωπός της δήλωσε πως «δεν υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι βασικές λειτουργίες στις πλατφόρμες της Meta προκαλούν από μόνες τους επιβλαβή «συναισθηματική» πόλωση ή έχουν σημαντική επίδραση σε βασικές πολιτικές στάσεις, απόψεις ή συμπεριφορές».