Τα ξημερώματα της Παρασκευής, 21ης Απριλίου 1967, ισχυρές δυνάμεις του ελληνικού στρατού, καθοδηγούμενες από μια ολιγομελή ομάδα συνταγματαρχών και με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο πραγματοποιούν πραξικόπημα. Από το ραδιόφωνο ανακοινώνεται ότι καταργούνται μια σειρά από άρθρα του Συντάγματος, που προστατεύουν θεμελιώδη δικαιώματα.

Η ελληνική κοινωνία και οι πρωταγωνιστές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, έχουν πιαστεί κυριολεκτικά και μεταφορικά στον ύπνο.

Μαρτυρίες «επώνυμων» προσώπων και απλών πολιτών ζωντανεύουν τις πρώτες εκείνες δραματικές ώρες της Χούντας των Συνταγματαρχών που θα έβαζε τη χώρα στον «γύψο» για τα επόμενα επτά χρόνια.

«ΤΟ ΒΗΜΑ» της 25ης Απριλίου 1999 δημοσιεύει τη μαρτυρία του Αλέξανδρου Γεωργίου, 7 χρονών την ημέρα του πραξικοπήματος.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 25.4.1999, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Aλέξανδρος Γεωργίου

«Ήταν επτά παρά τέταρτο και βρισκόμουν στη γωνία των οδών Νικοσθένους και Ευτυχίδου, στο Παγκράτι, μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό μου και την μητέρα μας.

»Θα προτιμούσαμε να μη βρισκόμασταν εκεί, πρώτον επειδή ακόμη νυστάζαμε, έπειτα φορούσαμε εκείνες τις γαλάζιες ποδιές (ήταν υποχρεωτικές τότε) με λευκό γιακαδάκι και την απαραίτητη ζώνη. (…)

»Περιμέναμε το σχολικό που θα μας πήγαινε στη Λεόντειο. Ήταν μια απριλιάτικη ημέρα, με πολλή ζέστη και υγρασία. (…) [Το σχολικό] είχε καθυστερήσει και η μητέρα μας άρχισε να δείχνει σημεία νευρικότητας. Περιέργως, στον δρόμο δεν είχε εμφανισθεί, ούτε αυτοκίνητο ούτε τρόλεϊ. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή…

»Ξαφνικά, μέσα από τους ατμούς της υγρασίας ακούσαμε πρώτα τον δυνατό θόρυβο μιας μηχανής, ανακατεμένο με μια κλαγγή μετάλλων. Έπειτα (…) είδαμε να ξεπροβάλει ένα άρμα μάχης.

»Ήταν, νομίζω, ένα Μ-48 – τεράστιο και αληθινό…Τη μητέρα μας την πήραν τα δάκρυα. Νόμιζε ότι γινόταν πόλεμος και θυμάμαι ότι είπε κάτι – ακατάληπτο σε εμάς – για το Κυπριακό.

»Εγώ όμως ήμουν ξεδιάντροπα πανευτυχής, μαγεμένος που έβλεπα για πρώτη φορά από κοντά ένα αληθινό “τανκ”. Oύτε λόγος φυσικά για σχολείο εκείνη την ημέρα. Φοβούμενη το χειρότερο, η μητέρα μας αποφάσισε να πάμε στο σπίτι της γιαγιάς μας, που ήταν πιο κοντά από το δικό μας.

»Εκεί περάσαμε την υπόλοιπη ημέρα απορροφημένοι από το παιχνίδι. Εντελώς αδιάφορη υπόκρουση, στο βάθος, τα εμβατήρια του ραδιοφώνου και η φορτισμένη συγκινησιακά συζήτηση των δύο γυναικών.

»Στο σπίτι μας επιστρέψαμε την επομένη. Τις επόμενες ημέρες ένιωθα (ντρέπομαι που το λέω) ελεύθερος. Όχι μόνο επειδή δεν πηγαίναμε στο σχολείο, αλλά επίσης γιατί κανένας δεν καθόταν να ασχοληθεί για πολύ μαζί μας.

Το έμβλημα της Χούντας των Συνταγματαρχών

Δεξιός ή αριστερός

»Κάτι άλλο σοβαρότερο απασχολούσε τους μεγάλους στο σπίτι, από το οποίο εμάς μας κρατούσαν απέξω. Μας άγγιξε μόνο για μερικά λεπτά, όταν μας κάλεσε ο πατέρας μας για να μας πει με απόλυτη σοβαρότητα:

“Όποιος σας ρωτήσει αν ο πατέρας σας είναι δεξιός ή αριστερός, όποιος και αν είναι, εσείς θα πείτε δεξιός»

»Ο αδερφός μου τον ρώτησε τι είναι δεξιός και τι αριστερός. “Θα σου πω άλλη φορά”, απάντησε, “εγώ πάντως είμαι δεξιός”. Χρειάστηκε να περάσουν επτά χρόνια για να μάθω τελικά την απάντηση…».

Τον Σεπτέμβριο του 1974, λίγες εβδομάδες μετά την πτώση της Δικτατορίας, «ΤΟ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει αποσπάσματα του βιβλίου «Απόδραση από την Αμοργό», του Γεώργιου Αλ. Μυλωνά, που είχε διατελέσει υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως και υφυπουργός Εθνικής Παιδείας επί πρωθυπουργίας Γεώργιου Παπανδρέου και αμέσως μετά την πτώση της Χούντας ανέλαβε υπουργός Μεταφορών στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γεώργιος Αλ. Μυλωνάς

«Η όμορφη ανοιξιάτικη νύκτας της 20ης Απριλίου ήταν ήσυχη. Κατά τις 4.30’ το πρωί ή λίγο αργότερα με ξύπνησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου δίπλα στο κρεβάτι μου.

»Ήταν κάποιος δημοσιογράφος από “Το Βήμα”, εφημερίδας των Αθηνών, που υποστήριζε το Κόμμα μας (σ.σ. την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου), που μου μετέδιδε την είδηση πως το κτίριο της εφημερίδας είχε περικυκλωθή από στρατιωτικά τμήματα και άρματα μάχης και πώς προφανώς επρόκειτο για πραξικόπημα των στρατιωτικών.

»Και πρόσθεσε: “Στρατιώτες ανεβαίνουν τις σκάλες και κατευθύνονται προς το γραφείο μου τώρα. Κλείνω”.

»Προσπάθησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς με μερικά άλλα πρόσωπα, αλλά σε λίγο το τηλέφωνό μου δεν λειτουργούσε. Είχε κοπή το ίδιο όπως και όλα τα τηλέφωνα στην Αθήνα για να αποτραπούν οποιεσδήποτε επαφές μεταξύ των δυνάμεων, που θα μπορούσαν να αντισταθούν στο πραξικόπημα. (…)

»Δεν αμφέβαλα καθόλου ως προς την προέλευση του πραξικοπήματος. Προερχόταν προφανώς από την Δεξιά αλλά δεν ήμουν καθόλου βέβαιος από ποια παράταξή της. (…)

»Κατά τις 6.00 το πρωί έβαλα το ραδιόφωνο. Δεν μεταδινόταν τίποτε άλλο από στρατιωτική μουσική. ‘Επειτα από λίγο ακούσθηκε μια φωνή να ανακοινώνη ότι είχε κηρυχθή στρατιωτικός νόμος σε όλη τη χώρα, πως όλα τα άρθρα του Συντάγματος, τα σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου, τις πολιτικές ελευθερίες, τις εκλογές κλπ, αναστέλλονταν και ότι σχετικό διάταγμα είχε υπογραφή από τον βασιλέα και την κυβέρνηση.

»Αργότερα αποδείχθηκε πως το διάταγμα είχε υπογραφή από μια ομάδα συνταγματαρχών του στρατού που αποκαλούσαν τον εαυτό τους “κυβέρνηση”  και ότι δεν είχε ποτέ προσυπογραφή από τον βασιλέα.

»Η κήρυξη στρατιωτικού νόμου ήταν μια πράξη καθαρά δικτατορική που έγινε από μια στρατιωτική χούντα και απέβλεπε κυρίως στην αποτροπή της διεξαγωγής των εκλογών.

Το αυτοκίνητο του Βασιλιά

»Κατά τις 7.00 το πρωί βγήκαμε έξω. Τα πάντα φαίνονταν ήσυχα στο προάστιο του Ψυχικού, οπού ζούσαμε. Μιλήσαμε με τους γείτονες. Κανένας δεν φαινόταν να γνωρίζη τίποτε περισσότερο από το γεγονός ότι τανκς κατέλαβαν τον κέντρο της Αθήνας και ότι είχε κηρυχθή δικτατορία.

(…)

»Λίγο αργότερα, καθώς ήμουν στον κήπο και μιλούσα με τους γείτονες από την άλλη μεριά του τοίχου, είδα να περνά το αυτοκίνητο του βασιλέως. Ωδηγούσε ο ίδιος, αλλά υπήρχαν και πέντε αξιωματικοί μαζί του, δύο μπρος και τρεις πίσω.

»Δεν ανεγνώρισα κανένα απ’ αυτούς. Ο βασιλιάς φαινόταν να κατευθύνεται προς το σπίτι της μητέρας του βασίλισσας Φρειδερίκης, που βρισκόταν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου. Η εικόνα ήταν παράξενη: έδινε την εντύπωση πως ο άνθρωπος αυτός είχε απαχθή. Δεν με είδε. Φαινόταν όμως πολύ ωχρός και το πρόσωπό του είχε καλυφθή από κατήφεια.

Στο σπίτι των Παπανδρέου

»Λίγο αργότερα πήγα στο σπίτι του Ανδρέα Παπανδρέου περπατώντας κάπου χίλια μέτρα. Είδα την τζαμαρία της εισόδου σπασμένη. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ανήσυχος, και χτύπησα το κουδούνι. Η Αμερικανίδα σύζυγός του Μάργκαρετ άνοιξε την πόρτα.

»Ήταν έκδηλα πολύ συγχυσμένη και μου αφηγήθηκε, τα όσα έγιναν εκείνη τη νύκτα».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 9.4.2006, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Τριάντα εννέα χρόνια αργότερα, το 2006, η Μαργαρίτα Παπανδρέου αφηγήθηκε στο «ΒΗΜΑ» και τον Αλέξη Παπαχελά, όσα είχαν συμβεί.

Μαργαρίτα Παπανδρέου

«Ήταν περίπου 2.30 το πρωί. Ο Ανδρέας και εγώ κοιμόμασταν, όπως επίσης και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, τα τέσσερα παιδιά μας, η μητέρα του Ανδρέα, η μητέρα μου και ο πατέρας μου, που είχαν έρθει από τις ΗΠΑ για επίσκεψη.

»Ξαφνικά ξυπνήσαμε από τον ήχο ενός πυροβολισμού έξω από το σπίτι και τον ήχο ενός τζαμιού που σπάει στην εξώπορτα. Την ίδια στιγμή ο Μανώλης, ο φρουρός του Ανδρέα που έμενε στο χολ στο κάτω πάτωμα εκείνο το βράδυ, άρχισε να βαράει την πόρτα μας φωνάζοντας ότι στην πόρτα βρίσκονταν άνθρωποι με όπλα.

Πανικός

»Τον θυμάμαι να φωνάζει: “Κύριες υπουργέ, τι να κάνω, τι να κάνω;”. Την ίδια στιγμή ο Γιώργος ήρθε τρέχοντας στο δωμάτιό μας και οι τρεις μας ανεβήκαμε τα σκαλιά για το τρίτο πάτωμα, όπου βρισκόταν το γραφείο του Ανδρέα.

»Τα δύο άλλα αγόρια μας, ο Νίκος και ο Ανδρέας, κοιμούνταν στο γραφείο καθώς οι γονείς μου είχαν πάρει την κρεβατοκάμαρά τους. Ακόμη θυμάμαι τα αναστατωμένα, τρομαγμένα πρόσωπά τους καθώς ενστικτωδώς σήκωσα το τηλέφωνο για να πάρω τον πατέρα του. Ο Ανδρέας έβγαλε ένα όπλο από το συρτάρι του γραφείου του.

»Στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ήταν ο Καραμπόλης, ο φρουρός του προέδρου, ο οποίος μου είπε, όταν του ζήτησα με κομμένη την ανάσα “να μου δώσει τον πρόεδρο”: “Ήρθαν και τον πήραν”.

(…)

»Εν τω μεταξύ ήξερα ότι σύντομα η συμμορία κάτω θα κατάφερνε να σπάσει την πόρτα και να ορμήσει στο σπίτι. Είπα στον Ανδρέα ότι το καλύτερο θα ήταν να πάω κάτω και να τους αντιμετωπίσω, να τους προκαλέσω κάποιον αντιπερισπασμό ώστε να έχει μια ευκαιρία να φύγει.

»Πώς ακριβώς θα κατάφερνε να διαφύγει από τον τρίο όροφο δεν τον ήξερα. Καθώς έφευγα ο Ανδρέας και ο Γιώργος άρχισαν να πηγαίνουν προς μία πόρτα με κλειστά παραθυρόφυλλα που οδηγούσε στην βεράντα.

»Άκουσα τον Ανδρέα να λέει στον Νίκο να κλειδώσει την πόρτα πίσω του. Έφτασα στο χολ του δευτέρου ορόφου την ίδια ώρα που κάποιοι άνδρες που φώναζαν ανέβαιναν τα σκαλιά από το πρώτο πάτωμα.  (…)

Αναζητώντας τον Ανδρέα

»Η πρώτη ερώτησή τους ήταν: “Πού είναι ο υπουργός;”. (…) “Στο σπίτι του πατέρα του”. Αυτό βέβαια δεν φαινόταν ιδιαίτερα πιθανόν στις 2.30 το πρωί, οπότε ο επικεφαλής των εισβολέων έδωσε τη διαταγή να ψάξουν το σπίτι.

»Οι δύο άνδρες που ανέβηκαν τα σκαλιά προς το γραφείο επέστρεψαν σύντομα και ανέφεραν ότι βρήκαν μόνο δύο παιδιά στο πάνω πάτωμα. Ένιωσα υπέροχα. Ο Ανδρέας είχε κάπως καταφέρει να φύγει. (…)

»Αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα είναι ότι ο Γιώργος τον είχε βοηθήσει να ανεβεί στην οροφή του γραφείου, έναν επίπεδο χώρο όπου μπορούσε να ξαπλώσει χωρίς να τον δουν.

»Δεν είχαν βρει ούτε καν την πόρτα για τη βεράντα στην πρώτη τους εξόρμηση και ήταν μόνο όταν ο πραξικοπηματίας λοχαγός διέταξε να χτενίσουν το σπίτι που την ανακάλυψαν. (…)

Ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1968

»Αυτή τη φορά είδαν την πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα, την έσπασαν με μια κλωτσιά και βγήκαν έξω. Εκεί βρήκαν τον Γιώργο καθώς, μολονότι είχε βοηθήσει τον πατέρα του να σκαρφαλώσει πάνω στην οροφή, δεν μπορούσε να ανέβει μόνος του εκεί πάνω ούτε μπορούσε ο πατέρας του να τον βοηθήσει. Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο γραφείο γιατί η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

»Όταν οι τύποι τον είδαν να κουρνιάζει στη γωνία, ένας από αυτούς έβαλε το όπλο στο κεφάλι του και τον διέταξε να του πει πού είναι ο πατέρας του. Άκουσα τον Γιώργο να λέει  “δεν ξέρω”. Tην ίδια στιγμή ο Ανδρέας, που ήταν κρυμμένος πάνω, άκουσε την απειλή, σηκώθηκε όρθιος και είπε: “Σταματήστε, κατεβαίνω”.

»Θυμάμαι το θέαμα. Ο Ανδρέας φαινόταν σαν γίγαντας που φορούσε λευκά εσώρουχα. Φοβόμουν ότι θα τον πυροβολήσουν. Του φώναξα “πήδα, Ανδρέα!” και το έκανε, προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά μου και κόπηκε στο γόνατο. Ήταν τυχερός που δεν έσπασε κάποιο κόκαλο.

»Ήταν πολύ ψηλά. Τον σήκωσαν, τον έσπρωξαν με τα όπλα τους και άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω. Τους είπε ότι ήθελε να φορέσει το παντελόνι του και τον άφησαν να μπει στο υπνοδωμάτιο για αυτόν τον λόγο.

»Ήμουν εκεί μαζί τους, με τους στρατιώτες να με σπρώχνουν συνεχώς. Δεν του επέτρεψαν να φορέσει τα παπούτσια του, έτσι τα πήρα μαζί μου και τους ακολούθησα. Ήταν ήδη στην εξώπορτα. Τα έδωσα στον τελευταίο στρατιώτη και είπα: “Να του τα δώσεις”.

Γιώργος Ρωμαίος

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Ρωμαίος, που διετέλεσε και διευθυντής του «ΒΗΜΑΤΟΣ» ήταν τα ξημερώματα της 20ης προς 21η Απριλίου στα γραφεία της εφημερίδας.

Γράφει στο φύλλο της 21ης Απριλίου 2002:

«Ενώ όλοι εγνώριζαν τη νύκτα της 20ης προς την 21η Απριλίου “πιάστηκαν στον ύπνο”. Θυμάμαι ότι με την εμφάνιση των πρώτων τεθωρακισμένων και τις πρώτες ασαφείς πληροφορίες για συλλήψεις πολιτικών επιχειρήσαμε να κάνουμε έκτακτη έκδοσή του “Βήματος”.

»Μας έμεινε…το δοκίμιο ενός τρίστηλου της τελευταίας σελίδα, διότι μας έκλεισαν τα γραφεία και απαγόρευσαν την κυκλοφορία…Από την επομένη άρχισε η εφτάχρονη περίοδος της λογοκρισίας…

»Όταν πήγα σπίτι μου διαπίστωσα ότι λειτουργούσαν το δικό μου και κάποια άλλα τηλέφωνα. “Αφύπνισα” πολλούς βουλευτές, οι οποίοι δεν είχαν αντιληφθεί τι είχε συμβεί. Δεν ξεχνώ το ξέσπασμα του Σταύρου Κωστόπουλου, όταν μίλησα μαζί του στις 4 τα ξημερώματα: “Tρελάθηκαν οι κερατάδες; Τι θέλουν οι κερατάδες;”.

»Οι συνταγματάρχες και οι προστάτες δεν είχαν τρελαθεί αλλά ο πολιτικός κόσμος “είχε πιαστεί στον ύπνο”.

Τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος, βασιλιάς των Ελλήνων από το 1964 ως το 1973, στα απομνημονεύματά του που δημοσιεύθηκαν από «ΤΟ ΒΗΜΑ» με τον τίτλο «Χωρίς Τίτλο» το 2015, αφηγείται όσα έζησε το πρωινό εκείνο του πραξικοπήματος:

«Κατά τις 07:30 το πρωί, λάβαμε την πληροφορία ότι οι χουντικοί κατευθύνονταν προς το Τατόι. (…) Διέταξα τους λίγους άντρες που είχα να τεθούν σε επιφυλακή διά παν ενδεχόμενο και οπισθοχωρώντας διακριτικά να φτιάξουν τη γραμμή άμυνάς μας κοντά στο σπίτι, ώστε αν χρειαστεί να δώσουμε τη μάχη όλοι μαζί από εκεί.

»Ο δε Παπαγεωργίου, από την πλευρά του, έστειλε μήνυμα για ενισχύσεις στη μονάδα της Πολεμικής Αεροπορίας που βρισκόταν στο κοντινό Κατσιμίδι. (…) Από τη μονάδα εκείνη ήρθε μία ομάδα ελαφρά οπλισμένων σμηνιτών, προς στήριξη των περίπου σαράντα ανδρών που είχα ήδη στη διάθεσή μου. Η παρουσία μιας μικρής ομάδας σμηνιτών, όσο κι αν ξάφνιασε αρχικά τους χουντικούς, δεν θα μπορούσε φυσικά να αλλάξει τις ισορροπίες.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.4.2002, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός και ο Μακαρέζος στο Τατόι

»Ήταν ξεκάθαρο ότι ήμουν αιχμάλωτος των χουντικών. Δεν μπορούσα να φύγω από το Τατόι. Δεν είχα ούτε μέσον αλλά και ούτε ασφαλή προορισμό. Ζήτησαν να μου μιλήσουν. Διέταξα τον Παπαγεωργίου να τους καθυστερήσει και να τους αφοπλίσει. Έτσι, στο αίτημά τους να εισέλθουν στα Ανάκτορα απάντησε: “Ο Βασιλεύς δεν θα σας δεχθεί”. Δεν ήθελα να θεωρούν ότι οι πόρτες των Ανακτόρων είναι γι’ αυτούς ορθάνοιχτες, ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω.

»Στη συνέχεια τους ζήτησε να παραδώσουν τα όπλα τους. Ο Παττακός παρέδωσε το πιστόλι του αμέσως. Ο Παπαδόπουλος άνοιξε την τσάντα που κρατούσε, έβγαλε το περίστροφο, το άδειασε από τις σφαίρες που είχε μέσα και αφού τις έβαλε στην τσάντα του το παρέδωσε άδειο. Ο Μακαρέζος δεν είχε όπλο. Λίγη ώρα μετά, ο Παπαγεωργίου τούς οδήγησε στη βιβλιοθήκη.

»Ήμουν οργισμένος και με έκδηλη την ψυχική μου κατάσταση άφησα τον Παπαδόπουλο να μιλήσει. Μίλησαν αυτός και ο Παττακός. Ο Μακαρέζος δεν είπε λέξη. Αν και ο Παττακός ήταν ανώτερός τους ως ταξίαρχος, από την πρώτη στιγμή μού ήταν ξεκάθαρο ότι το αφεντικό ήταν ο Παπαδόπουλος. Εγώ τον αγνοούσα εσκεμμένως κοιτάζοντας μόνο τον Παττακό ως αρχαιότερο των τριών. Επιχειρούσα να τους διαιρέσω μήπως και πάρω τον Παττακό με το μέρος μου. Απέλπιδες προσπάθειες έκανα…

»Η ειρωνεία είναι ότι η πρώτη τους κουβέντα ήταν: “Σώσαμε τη Βασιλεία και τον Βασιλέα”. Από τι και από ποιον δεν το εξήγησαν. “Και ποιος σας είπε ότι θέλω εγώ να με σώσετε;” τους ρώτησα. Ζήτησα να ελευθερωθεί ο Αρναούτης και να δω τον Μπίτσιο. Αρνήθηκαν. Συνέχισαν να μου μιλάνε, πάντα σε στάση προσοχής. Το αίτημά τους ήταν να κάνω ένα διάγγελμα, να υπογράψω μια συνταγματική κατάργηση και να ορκίσω νέα κυβέρνηση.

»Τα αρνήθηκα και τα τρία. “Είστε επίορκοι. Με την κίνησή σας αυτή υπονομεύετε τη Βασιλευομένη Δημοκρατία! Οδηγείτε την πατρίδα μας σε μεγάλες περιπέτειες! Σηκωθείτε, φύγετε από εδώ! Θέλω να δω τον αρχηγό του Στρατού!” τους είπα.

(…) Ο Σπαντιδάκης έτρεμε… σχεδόν έκλαιγε… Δεν είχε ξεκάθαρη θέση απέναντι σε όσα είχαν συμβεί. Ούτε ξεκάθαρα υπέρ δήλωνε, ούτε όμως και ξεκάθαρα κατά.

»Ζήτησα να μου ετοιμάσουν το αυτοκίνητο. Ύστερα από όσα είχαν συμβεί, το μόνο που μου απέμενε ήταν ένα: να πάω κατευθείαν στο “στόμα του λύκου”, στο Πεντάγωνο.

»Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος: όχι μόνο να με συλλάβουν εκεί μέσα οι πραξικοπηματίες, που ήταν βέβαιο ότι έλεγχαν πια τα επιτελεία, αλλά και ένας ακόμη: να δημιουργηθεί σε κάποιους η εσφαλμένη εντύπωση ότι, αφού προσερχόμουν εκεί οικειοθελώς, ίσως και να στήριζα το πραξικόπημα.

»Είχα πλήρη συνείδηση και των δύο κινδύνων. Αλλά δεν είχα και καμία άλλη ελπίδα. Δεν γινόταν αλλιώς: έπρεπε να πάω αν ήθελα να διαπιστώσω άμεσα ο ίδιος αν υπήρχαν ακόμη νομιμόφρονες δημοκρατικοί αξιωματικοί στα επιτελεία, έτοιμοι, μόλις τους το ζητούσα, να εναντιωθούν στους στασιαστές και να αποτρέψουν την επικράτησή τους. Άλλος τρόπος να το μάθω και να τους προσεγγίσω δεν υπήρχε».

Στα Ανάκτορα Ψυχικού

Στο σημείο αυτό είναι που διασταυρώνονται οι μαρτυρίες του Κωνσταντίνου και του Γεώργιου Αλ. Μυλωνά.

»Στη θέση του οδηγού κάθησα εγώ. Μαζί μου επιβιβάστηκαν ο Σπαντιδάκης, ο Προεστόπουλος και ο Βαγενάς, ο οποίος καθ’ οδόν προς το Πεντάγωνο, βλέποντας τους δρόμους γεμάτους από τανκς και αισθανόμενος έτσι ασφαλής, άρχισε να μου κάνει κανονική προπαγάνδα υπέρ της χούντας, επιμένοντας να μου εκθειάζει τους χουντικούς και να απαριθμεί τα δήθεν θετικά της κίνησής τους.

»Του ζήτησα να πάψει. Όπως απεδείχθη, όλη εκείνη την περίοδο πριν από το πραξικόπημα ήταν ο πράκτορας των χουντικών μέσα στα Ανάκτορα. Είμαι δε βέβαιος ότι είχαν τοποθετήσει ακόμη και μικρόφωνα στην οικία μου. Κάναμε μια στάση στα Ανάκτορα Ψυχικού. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι η μητέρα μου και οι αδελφές μου ήταν εντάξει. Το σπίτι της μάνας μου ήταν περικυκλωμένο από άρματα.

– Πες τους να φύγουν! είπα στον Σπαντιδάκη. Όταν εκείνος μετέφερε την εντολή μου, ο αξιωματικός τού απάντησε:

– Και ποιος είσαι, ρε, που μου δίνεις κι εντολές;

Όταν είδα να μιλάει ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός ενώπιον του Βασιλέως με τέτοιο τρόπο σε στρατηγό και μάλιστα στον αρχηγό του Στρατού, κατάλαβα ότι το παιχνίδι είχε χαθεί.

(…)

Στο Πεντάγωνο

»Τελικός προορισμός μου ήταν το Πεντάγωνο. Τη στιγμή που έμπαινα στον προαύλιο χώρο βγήκαν οι αξιωματικοί στα παράθυρα και φώναζαν: «Ζήτω ο Βασιλεύς! Ζήτω ο Βασιλεύς!». Πίστευαν ότι το κίνημα ήταν δικό μου.

»Όσους δε αξιωματικούς είχαν εναντιωθεί στο πραξικόπημα τους είχαν κλείσει στα μπουντρούμια. Ένα τάγμα αποδόσεως τιμών στεκόταν δίπλα από την είσοδο. (…) Ανέβηκα επάνω και εκεί με περίμενε η τριανδρία. Το έβλεπες στα μάτια τους: ήταν τελείως, μα τελείως παλαβοί… Ζήτησα ένα γραφείο και, αν θυμάμαι καλά,  μου έδωσαν το γραφείο του υπουργού Εθνικής Αμύνης. (…)

»Η τριανδρία ήθελε να απευθύνω διάγγελμα στον ελληνικό λαό και να σχηματίσω κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σπαντιδάκη. Αρνήθηκα. Εγώ τους έδιωχνα από το γραφείο και αυτοί ξανάμπαιναν. Αυτό επαναλαμβανόταν κάθε δύο λεπτά. Χάος!

»– Θέλω να δω τον πρωθυπουργό! τους φώναζα. – Δεν έχετε πρωθυπουργό!
Η οργή μου είχε ξεχειλίσει…

– Σας έδωσα μία εντολή και θα την εκτελέσετε αμέσως! Δεν θα την επαναλάβω! Θέλω να δω τον πρωθυπουργό της Ελλάδος τώρα! Περάστε έξω!

Τελικά χτύπησε η πόρτα και στο γραφείο μπήκε ο Κανελλόπουλος. Τον κρατούσαν σε ένα υπόγειο δω- μάτιο. Ήταν έξαλλος.

– Τρεις συνταγματάρχες και δύο λοχαγοί, Μεγαλειότατε, κατέλαβαν την εξουσία. Τι σκοπεύετε να κάνετε;

– Μα γι’ αυτό ακριβώς ζήτησα να σας δω, κύριε Πρω- θυπουργέ, για να με συμβουλεύσετε τι να κάνω. Θέλω τη βοήθειά σας.

– Να τους συλλάβετε όλους!
Τον τράβηξα τότε από το χέρι ώς το παράθυρο. – Τι βλέπετε εκεί έξω;
– Στρατιώτες και άρματα…

– Απ’ όσους όμως βλέπετε εκεί έξω δεν ελέγχω ούτε έναν. Μπορείτε μήπως να μου πείτε πώς θα τους συλλάβω;

– Και τι σκέφτεστε να κάνετε, Μεγαλειότατε;

– Μάλλον πρέπει να περιμένω. Πρέπει να κερδίσω χρόνο ώστε να βρω τη δυνατότητα να ενεργήσω αποτελεσματικότερα αργότερα. Μια προσωρινή λύση θα ήταν να ορκίσω κυβέρνηση με όσο το δυνατόν λιγότερους στρατιωτικούς και περισσότερους πολίτες».

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με την κυβέρνηση της Χούντας

Κανένας πάντως χειρισμός δεν στάθηκε ικανός να ανατρέψει το σχέδιο των Χουντικών. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 είχε πετύχει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Για τα επόμενα επτά χρόνια η Δημοκρατία θα ποδοπατούνταν από την χουντική εξουσία.

Στις 24 Ιουλίου του 1974, όταν πια η Χούντα θα αποχωρούσε θα άφηνε πίσω της μια Ελλάδα με ανθρώπους νεκρούς, βασανισμένους, και εξόριστους και μια Κύπρο αιματοβαμμένη και διχοτομημένη.