Υποτίθεται ότι οι ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου θα ήταν η μεγάλη επιστροφή των Ρεπουμπλικάνων. Ο σκοπός ήταν να κερδίσουν την πλειοψηφία και στη Γερουσία και στη Βουλή και έτσι να έχουν υπό διαρκή πίεση την κυβέρνηση των Δημοκρατικών στον ορίζοντα των εκλογών του 2024.

Μόνο που αντί γι’ αυτό κατάφεραν να μην πάρουν την πλειοψηφία στη Γερουσία, γεγονός που διευκολύνει την κυβέρνηση Μπάιντεν ως προς κρίσιμες αποφάσεις, να έχει ήδη ανακοινωθεί η εκ νέου υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ για τον Λευκό Οίκο,  σε μια προσπάθεια να προλάβει τυχόν άλλες και πιθανώς πιο δημοφιλείς υποψηφιότητες από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τώρα προσφέρουν το θέαμα να μην μπορούν να εκλέξουν τον δικό τους υποψήφιο για πρόεδρο της Βουλής των Αντιπρόσωπο, δηλαδή να μην μπορούν να εκλέξουν τον πρόεδρο σε ένα σώμα στο οποίο έχουν την απόλυτη πλειοψηφία. Για πρώτη φορά μετά από έναν αιώνα έχουν γίνει έξι ψηφορορίες μέσα σε δύο μέρες και δεν έχει εκλεγεί ακόμη πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Η συντηρητική εξέγερση κατά του Κέβιν Μακάρθι

Ο Κέβιν Μακάρθι έχει προσανατολίσει όλη σχεδόν την πολιτική του σταδιοδρομία ακριβώς στο να κατακτήσει κάποια στιγμή τη θέση του προέδρου της Βουλής. Έχει μεγάλη εμπειρία, πρώτα στη Βουλή της Καλιφόρνια και από το 2007 στη Βουλή των Αντιπροσώπων διανύοντας πλέον την όγδοη θητεία του στο σώμα. Συμμετέχει από το 2009 στην ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή και το 2015 είχε δοκιμάσει αποτυχημένα να εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής. Τώρα, όμως, φαίνεται ότι προσκρούει στις αντιρρήσεις μιας μερίδα του δικού του κόμματος, παρότι έχει την υποστήριξη ακόμη και του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ.

Η αιτία βρίσκεται στην εξέγερση μίας ομάδας υπερσυντηρητικών βουλευτών της «κοινοβουλευτικής ομάδας της ελευθερίας» (Freedom Caucus) που παραδοσιακά απαιτεί ακόμη λιγότερο κράτος, αμφισβητεί τη βαρύτητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και ζητά ακόμη περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις ακόμη και βασικών δημόσιων υποδομών. Η τάση αυτή που απηχεί και τις απόψεις του ακραία νεοφιλελεύθερου “Tea Party” πάντα προσπαθεί να κάνει δύσκολη τη ζωή της εκάστοτε ρεπουμπλικανικής ηγεσίας.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτή τη φορά οι συντηρητικοί βουλευτές αποφάσισαν να κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους, κυρίως με το να μην ψηφίσουν τον Μακάρθι στην εκλογή του, σε τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες. Μάλιστα επειδή δεν απείχαν, ούτε δήλωσαν απλώς ότι είναι παρόντες, αλλά ψήφισαν άλλους υποψηφίους με αποτέλεσμα όχι μόνο ο Μακάρθι να μην έχει την πλειοψηφία που απαιτείται, είτε επί τους συνόλου, είτε επί των παρόντων, αλλά να μην είναι καν ο πρώτος σε ψήφους, αφού οι Δημοκρατικοί ψήφισαν με συμπαγή τρόπο τον υποψήφιο από το κόμμα τους.

Αυτό σημαίνει ότι ο Μακάρθι έχει αρκετό δρόμο να κάνει – και «αντάρτες» συναδέλφους του να πείσει – ακόμη και εάν θέσει τον στόχο να μην έχει την απόλυτη πλειοψηφία μέσα στο σώμα, αλλά την πλειοψηφία επί των παρόντων βουλευτών, μια δυνατότητα που προβλέπεται.

Η αποτυχία αυτή πέραν των προβλημάτων που δημιουργεί στην ίδια τη λειτουργία της Βουλής με τη νέα της σύνθεση όπως προέκυψε από τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, διαμορφώνει και μια πολύ αρνητικό εικόνα για τους ίδιους τους Ρεπουμπλικάνους που αντί να δείχνουν ένα κόμμα συσπειρωμένο στον ορίζοντα της εκ νέου διεκδίκησης της εξουσίας, δείχνουν ένα κόμμα που σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες και αδυνατεί να συντονιστεί γύρω από κοινούς στόχους. Αυτό εκ των πραγμάτων προσφέρει κρίσιμες πολιτικές «ανάσες» στους Δημοκρατικούς.

Ένα κόμμα σε κρίση

Όλα αυτά αποτυπώνουν και μια βαθύτερη κρίση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ας μην ξεχνάμε ότι η μετεξέλιξη του κόμματος του Λίνκολν στη δεξιά πτέρυγα του αμερικανικού δικομματισμού δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη και μεσολάβησαν διάφορες ιστορικές μετατοπίσεις. Αυτό οδήγησε στο να είναι το κατεξοχήν κόμμα της αμερικανικής θρησκευτικής δεξιάς, το κόμμα του λιγότερου κράτους και της λιγότερης φορολογίας, το κόμμα των «δικαιωμάτων των Πολιτειών» (άρα και το κόμμα που υποστηρίζει μικρότερα περιθώρια αρμοδιότητας στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης), το κόμμα των ακόμη μεγαλύτερων αμυντικών δαπανών και της δυσπιστίας απέναντι στα προγράμματα για τη δημόσια υγεία, και από ένα σημείο και μετά το κόμμα των υποστηρικτών των ορυκτών καυσίμων και ολοένα και περισσότερο το κόμμα αυτών που αρνούνται το δικαίωμα των γυναικών να επιλέξουν την άμβλωση. Όμως, ακόμη και μέχρι την εποχή των κυβερνήσεων του Τζορτζ Μπους του νεώτερου, μπορούσε κάπως να βρίσκει σημεία ισορροπίας στην κατεύθυνση του πολιτικού κέντρου.

Αυτό άρχισε να μετατοπίζεται τόσο με τους όρους της αντιπαράθεσης με τον Ομπάμα όσο και κυρίως με την κυβέρνηση Τραμπ. Και αυτό γιατί ο Τραμπ «απελευθέρωσε» όλα τα συντηρητικά αντανακλαστικά που υπήρχαν μέσα στο κόμμα και έδωσε νέα νομιμοποίηση σε τέτοιες απόψεις. Η ηγεμονία του Τραμπ έκανε τους Ρεπουμπλικάνους ακόμη πιο εγκλωβισμένους σε μια συγκεκριμένη εκδοχή αμερικανικής «δεξιάς» που δεν είναι δεδομένο ότι μπορεί να κερδίσει εκλογές.

Το ίδιο το γεγονός ότι ο Τραμπ χρεώνεται τα πρωτοφανή επεισόδια της 6ης Ιανουαρίου 2021, μια από τις πιο τραυματικές στιγμές της νεώτερης αμερικανικής ιστορίας, αλλά παρ’ όλα αυτά μπόρεσε να επιβάλει τους δικούς του υποψηφίους (με αποτέλεσμα μάλλον να συμβάλει στην ήττα των Ρεπουμπλικάνων στις εκλογές του Νοεμβρίου 2022), είναι ενδεικτικό των προβλημάτων αυτού του κόμματος. Το ίδιο δείχνει και η δυσκολία μέχρι τώρα να ανακοινωθεί μια άλλη υποψηφιότητα για την προεδρία παρότι το κόμμα διαθέτει «αξιόμαχες» φιγούρες όπως ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις.

Σε αυτό το φόντο, τα όσα συμβαίνουν τώρα με την υποψηφιότητα Μακάρθι είναι ακριβώς ένα ακόμη σύμπτωμα αυτής της βαθύτερης κρίσης των Ρεπουμπλικάνων.