Η Ιστορία θα είναι καλή μαζί του. Γιατί το όνομά του θα γραφτεί με χρυσά γράμματα, όχι μόνο στα βιβλία του ποδοσφαίρου, αλλά και του παγκόσμιου αθλητισμού. Ο Πελέ, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών ήταν και θα παραμείνει θρύλος. Και ίνδαλμα εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Ενα φτωχό παιδί από μια μικρή πόλη της Βραζιλίας κατάφερε να γίνει ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών.

Μετά το θάνατο του Μαραντόνα, η απώλεια του Πελέ κλείνει έναν κύκλο στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Ακόμη περισσότερο βεβαίως με τον βραζιλιάνο άσο ο οποίος άνηκε σε μια άλλη εποχή, την εποχή της αθωότητας του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού.

Ο Πελέ δεν έφυγε ουσιαστικά ποτέ από την αγαπημένη του ομάδα, την Σάντος. Είτε γιατί δεν το θέλησε είτε γιατί δεν του το επέτρεψαν επειδή τον θεωρούσαν «εθνικό θησαυρό». Μόνο στα τελευταία χρόνια της καριέρας του πήγε στις ΗΠΑ δίνοντας μεγάλη ώθηση στο ποδόσφαιρο και σε αυτή τη χώρα.

Γεννήθηκε στις Τρεις Καρδιές

Ο Πελέ γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1940 στην πόλη Τρες Κορασόες (Τρεις Καρδιές) της πολιτείας Μίνας Ζεράις. Ο πατέρας του Ζοάο Ράμος ντο Νασιμέντο ή Ντοντίνιο ήταν ποδοσφαιριστής σε μικρές ομάδες της περιοχής (με εξαίρεση ένα διάστημα στην Ατλέτικο Μινέιρο) και τον μύησε στα μυστικά της μπάλας.

Το παρατσούκλι Πελέ, που δεν σημαίνει κάτι στα πορτογαλικά, του το κόλλησαν οι συμμαθητές του στο σχολείο, όταν είχε αποκαλέσει κατά λάθος Πελέ τον Μπιλέ τον τερματοφύλακα της Βάσκο Ντα Γκάμα που ήταν ο αγαπημένος του ποδοσφαιριστής.

Ήταν το πρώτο παιδί από τα τρία της οικογένειας και βαφτίστηκε Έντισον προν τιμή του εφευρέτη Τόμας Έντισον (ηλεκτρισμός πήγε στη γενέθλια πόλη του λίγο καιρό πριν από τη γέννηση του Πελέ) και στη συνέχεια αφαιρέθηκε το «ι» από το όνομα. Στη Βραζιλία αρέσκονται να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα και το πρώτο που ήρθε ήταν το «Ντίκο» (Dico). Ο θείος του Χόρχε το σκέφτηκε και η μητέρα του το χρησιμοποιούσε για χρόνια.

Αθλητής μετρίου αναστήματος (ύψος 1,73 μέτρα και βάρος 72 κιλά), συνδύαζε όλα τα γνωρίσματα ενός μεγάλου ποδοσφαιριστή: ακρίβεια στην πάσα, ισχυρό σουτ, απίθανη ντρίμπλα και προβλεπτικότητα στις κινήσεις των αντιπάλων του. Τον αποκαλούσαν «Perola Negra» («Μαύρο Μαργαριτάρι») και η ποδοσφαιρική του αίγλη τον κατέστησε εθνικό ήρωα τής Βραζιλίας. Η απουσία της τηλεόρασης την εποχή που μεσουρανούσε το άστρο του ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον μύθο του.

Pelada… ξυπόλητο ποδόσφαιρο

Τα παιδικά χρόνια ήταν φτωχικά με το μικρό Έντσον να παίζει μπάλα γεμίζοντας τις κάλτσες του με χαρτιά μη δυνάμενη η οικογένεια να του αγοράσει παπούτσια (αργότερα, τα παιχνίδια χωρίς παπούτσια έγιναν γνωστά ως pelada, που πιστεύεται ότι πήραν το όνομά τους από τον Πελέ.

Η οικογένεια μετακόμισε σε μεγαλύτερη πόλη, στο Μπαουρού στην πολιτεία του Σάο Πάολο στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1945, όπου ο πατέρας του συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο στην τοπική ομάδα της δεύτερης κατηγορίας Lusitana FC μετέπειτα Bauru Atletico Clube.

Στα έκτα του γενέθλια ένας από τους παίκτες της ομάδας του πατέρα του του δώρισε μια δερμάτινη μπάλα και αυτή ήταν η πρώτη φορά που κλωτσούσε μια πραγματική μπάλα.

Ο πατέρας του ήθελε ο γιος του να ακολουθήσει τα χνάρια του και να διδαχτεί τα μυστικά της στρογγυλής θεάς (σε αντίθεση με τη μητέρα του Δόνα Σελέστε), γράφοντας παράλληλα τον γιο του σε τοπικές ομάδες νέων από την ηλικία των 11 ετών (Sete de Setembro, Canto do Rio, Sao Paulinho, Ameriquinha) και όταν είδε τα προσόντα του, τον παρότρυνε λέγοντάς του ότι «εσύ γεννήθηκες για να παίξεις ποδόσφαιρο».

Για να βοηθηθεί οικονομικά και να μπορέσει να αγοράσει δική του μπάλα, δούλευε σε καταστήματα τσαγιού ως υπάλληλος και γυάλιζε παπούτσια έξω από τους κινηματογράφους ήδη από την ηλικία των επτά ετών, αν και ο ίδιος δεν είχε ακόμα δικά του.

Σχολείο κατάφερε να πάει μόνο μέχρι την τέταρτη τάξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

El sapeca (το θαύμα)

Στην αρχή της εφηβείας του γνωρίζει τον πρώην διεθνή βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή της δεκαετίας του 1930 Βαλντεμάρ ντε Μπρίτο, που ανέλαβε να δημιουργήσει την ομάδα νέων της Μπαουρού (Baquinho), κάτι που υλοποιήθηκε με τον πρώτο αγώνα τον Σεπτέμβριο του 1953. Στην ομάδα νέων έπαιξε για περίπου δύο χρόνια εντυπωσιάζοντας από το δεύτερο αγώνα και κερδίζοντας δύο τίτλους στις διοργανώσεις νέων της πόλης (1954, 1955), ενώ την επόμενη χρονιά η ομάδα διαλύθηκε.

Στο Μπαουρού τον ονόμασαν el sapeca (το θαύμα).

Οι ποδοσφαιρικές επιδόσεις του μικρού Πελέ αρχίζουν προοδευτικά να ξεχωρίζουν στην τοπική αθλητική κοινότητα και ο Μπρίτο πεπεισμένος ότι ο μαθητής του «θα γίνει κάποτε ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου» πείθει εντέλει την οικογένεια Νασιμέντο να επιτρέψει στο 15χρονο ποδοσφαιρικό φαινόμενο να εγκαταλείψει την πατρική εστία.

Στα μέσα της εφηβείας του έπαιξε για μια ομάδα εσωτερικού ποδοσφαίρου που ονομαζόταν Ράντιουμ και είχε δημιουργηθεί από νέους της ομάδας της Μπαουρού. Το ποδόσφαιρο σάλας (futsal-φούτσαλ) μόλις είχε αρχίσει να γίνεται δημοφιλές στη χώρα και σύμφωνα με τον ίδιο, το ποδόσφαιρο σάλας παρουσίαζε δύσκολες προκλήσεις, ήταν πολύ πιο γρήγορο από το ποδόσφαιρο στο γρασίδι και οι παίκτες αναγκάζονται να σκέφτονται γρηγορότερα, αφού όλοι είναι σε κοντινές αποστάσεις στο γήπεδο.

Ο Πελέ αναγνώρισε ότι το ποδόσφαιρο εσωτερικού χώρου τον βοήθησε να σκεφτεί καλύτερα και πιο γρήγορα. Επιπλέον, του επέτρεψε να παίξει με ενήλικες όταν ήταν περίπου 14 ετών. Σε ένα από τα τουρνουά στα οποία συμμετείχε, αρχικά θεωρήθηκε πολύ νέος για να παίξει, αλλά τελικά έγινε ο κορυφαίος σκόρερ του διαγωνισμού, παραδεχόμενος αργότερα ότι αυτό του έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση.

Ο Πελέ και η ομάδα του κέρδισαν το πρώτο πρωτάθλημα το 1955.

Μπήκε στη Σάντος το 1956

Έφτασε στη Σάντος στις 8 Αυγούστου 1956, μία πόλη-λιμάνι 200.000 κατοίκων στην πολιτεία του Σάο Πάολο και αγωνίστηκε στην ομάδα νέων της πόλης (Σάντος Φουτεμπόλ Κλούμπε), σημειώνοντας πολλά γκολ, ενώ συμμετείχε και σε φιλικούς αγώνες της ανδρικής ομάδας.

Έμενε στο οικοτροφείο του σωματείου και προτού κλείσει τα 16 του, στις 7 Σεπτεμβρίου 1956 έκανε το ντεμπούτο του με την ομάδα ανδρών της Σάντος σε φιλικό αγώνα με την Κορίνθιανς Σάντο Αντρέ (Corinthians Santo André, 7–1) μπαίνοντας σαν αλλαγή και σκοράροντας μία φορά στο 81ο λεπτό το έκτο γκολ της ομάδας. Στη Σάντος τον αποκαλούσαν αρχικά Gasolina (βενζίνη), ένα ψευδώνυμο που του έδωσαν για την ταχύτητά του.

Με την ασπρόμαυρη φανέλα αγωνίστηκε στην θέση του επιθετικού μέσου, το διάστημα 1956-1974, σε 638 παιγνίδια επιτυγχάνοντας 619 γκολ. Με την Σάντος ο Πελέ κατέκτησε 6 πρωταθλήματα Βραζιλίας και 6 διεθνείς τίτλους (3 Διηπειρωτικά και 3 Κόπα Λιμπερταδόρες). Στις 20 Νοεμβρίου 1969, στην 909η συμμετοχή του σε αγώνα Α’ Κατηγορίας της Βραζιλίας, σημείωσε το 1.000ό τέρμα του.

Κι ακόμα σε θυμούνται η Σάντος κι ο Πελέ

Την εποχή εκείνη δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη το βραζιλιάνικο πρωτάθλημα. Ετσι η Σάντος, προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί με τον καλύτερο τρόπο το «προϊόν της», έκλεινε φιλικούς αγώνες ανά τον κόσμο με αντάλλαγμα αρκετές χιλιάδες δολάρια.

Σε ένα τέτοιο πέρασμά της από την Αθήνα η Σάντος με τον Πελέ στην σύνθεσή της έπαιξε και με τις τρεις μεγάλες ομάδες του κέντρου. Νίκησε την ΑΕΚ με 3-0 και τον Παναθηναϊκό με 3-2, αλλά ηττήθηκε από τον Ολυμπιακό με 2-1. Ήταν ένα κατόρθωμα κοσμοϊστορικής σημασίας που αναφέρεται και στον ύμνο της ομάδας (…κι ακόμα σε θυμούνται η Σάντος κι ο Πελέ…).

Ο Πελέ έγινε παγκοσμίως γνωστός με την Εθνική Βραζιλίας, την φανέλα της οποίας φόρεσε 92 φορές επιτυγχάνοντας 77 γκολ. Οδήγησε την «Σελεσάο» στην κατάκτηση τριών Παγκοσμίων Κυπέλλων (1958, 1962, 1970) και στη μόνιμη κατοχή του επάθλου Ζιλ Ριμέ.

To 1974, o Πέλέ ανακοίνωσε την απόσυρσή του από το ποδόσφαιρο, αλλά τον επόμενο χρόνο συμφώνησε να υπογράψει τριετές συμβόλαιο ύψους 7 εκατ. δολαρίων με την ομάδα «Κόσμος» της Νέας Υόρκης και να συμβάλλει στην προαγωγή τού αθλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το 1977 κρέμασε οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, αφού οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση τού πρωταθλήματος των ΗΠΑ. Με τους «Κόσμος» αγωνίστηκε σε 56 παιχνίδια σημειώντας 31 γκολ. Συνολικά στην καριέρα του αγωνίστηκε σε 1363 και πέτυχε 1281, ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι σήμερα.

Ο Πελέ έχει τιμηθεί με πλήθος πολιτικών και αθλητικών βραβείων. Το 1994 ονομάστηκε πρεσβευτής καλής θελήσεως της UNESCO και το 1999 «Ποδοσφαιριστής του Αιώνα» από την FIFA.

Στην προσωπική του ζωή είχε νυμφευτεί τρεις φορές και απέκτησε επτά παιδιά.

Διακρίσεις

Σε ατομικό επίπεδο είχε 11 πρωτιές ως κορυφαίου σκόρερ του πρωταθλήματος Παουλίστα, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ, ενώ κατείχε τις τέσσερις καλύτερες επιδόσεις στην ιστορία του θεσμού, ο μόνος που ξεπέρασε τα 40 τέρματα σε μία χρονιά.

Μεταξύ 1957 και 1970, ήταν κορυφαίος σκόρερ σε έξι διαφορετικές διοργανώσεις, στο Πρωτάθλημα Παουλίστα, το τουρνουά Ρίο-Σάο Πάολο, το Taça Brazil, το Κόπα Λιμπερταδόρες, το Διηπειρωτικό Κύπελλο και το Πρωτάθλημα Ένοπλων Δυνάμεων της Βραζιλίας. Σε τρεις περιπτώσεις, ήταν πρώτος σκόρερ περισσότερες από μία φορές.

Σημείωσε 643 τέρματα σε 659 επίσημους αγώνες (660 σύμφωνα με την ανακοίνωση της RSSSF – 2021) με τη Σάντος, ρεκόρ κόσμου για παίκτη σε ένα σύλλογο σύμφωνα με τη FIFA που καταρρίφθηκε το 2020.

Συμπεριλαμβανομένων των φιλικών αγώνων το γενικό σύνολο σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του συλλόγου είναι 1.091 τέρματα από οποία τα 567 σε αγώνες πρωταθλημάτων με 467 στο Πρωτάθλημα Παουλίστα.

Η RSSSF αναγνωρίζει ως σύνολο τερμάτων τα 1.089.

Το σύνολο των αγώνων με το βραζιλιάνικο σύλλογο ήταν 1.116 παιχνίδια, όμως μόνο 210 από αυτά ήταν στο γήπεδο της Σάντος, το Βίλα Μπελμίρο, μεταφέροντας τα πιο σημαντικά της παιχνίδια στα μεγάλα γήπεδα της χώρας. Ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας σε 16 από τις 18 χρονιές τις οποίες αγωνίστηκε.

Μετά το ποδόσφαιρο

Το 1977, ο ΟΗΕ του έδωσε τον τίτλο «πρεσβευτής στον κόσμο» ή πιο απλά «πολίτης του κόσμου», όπως αναφέρεται στο δίπλωμα που του επέδωσε ο τότε γενικός γραμματέας Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ. Τον Απρίλιο του 1994, ο Πελέ ορίστηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της ΟΥΝΕΣΚΟ.

Το διάστημα 1994–2000 ήταν διευθυντής εξωτερικών υποθέσεων και συντονιστής των τμημάτων βάσης της Σάντος.

Το 1995, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Φερνάντο Καρντόσο τον όρισε στη θέση του υπουργού αθλητισμού, ο πρώτος μαύρος υπουργός στην ιστορία της χώρας.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πρότεινε νομοθεσία για τη μείωση της διαφθοράς στο ποδόσφαιρο της Βραζιλίας που είχε διογκωθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εξασφάλισε την ανεξαρτησία της αθλητικής δικαιοσύνης, έδωσε δικαιώματα στους ποδοσφαιριστές στις σχέσεις τους με τα σωματεία και δημιούργησε δυνατότητες συλλογής κεφαλαίων για τα ολυμπιακά αθλήματα, γνωστές ως «νόμος Πελέ».

Απομακρύνθηκε από τη θέση του το 1998, σε αναδιάταξη του υπουργικού συμβουλίου έχοντας αντιμετωπίσει αντιδράσεις από αρκετούς προέδρους μεγάλων συλλόγων της χώρας για τη νομοθετική του πρωτοβουλία.

Παρόλα αυτά ο νόμος τέθηκε σε εφαρμογή το 2001 όπως προβλεπόταν στον αρχικό του σχεδιασμό.

Το σκάνδαλο και ο επιχειρηματίας Πελέ

Ο Πελέ κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε σε σκάνδαλο διαφθοράς που καταχράστηκε 700.000 δολάρια από τη UNICEF. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε τίποτα και η UNICEF το αρνήθηκε.

Συνεργάστηκε στενά και επί μακρόν με το Νοσοκομείο Pequeno Principe στην Κουριτίμπα της Βραζιλίας, που έχει γίνει το μεγαλύτερο παιδιατρικό νοσοκομείο της χώρας με σημαντικό ερευνητικό κέντρο.

Μετά το τέλος της καριέρας του, ο Πελέ συμμετείχε σε διαφημίσεις για αρκετές πολυεθνικές εταιρείες, ανέπτυξε δική του επιχειρηματική δραστηριότητα αποκομίζοντας υψηλά εισοδήματα με αρκετούς επικριτές του να τον κατηγορούν ότι ξέχασε από πού προήλθε. Ήδη μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, άρχισε να προωθεί ευρύ φάσμα προϊόντων στη Βραζιλία και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που δεν είχαν καμία σχέση με τον αθλητισμό.

Εγκατέλειψε την επιχειρηματική δραστηριότητα το 2013.

Η διαμάχη με την Ομοσπονδία

Το 1993 κατηγόρησε δημόσια τον πρόεδρο της Βραζιλιάνικης Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Ρικάρντο Τεχέιρα για τη διαφθορά μετά την απόρριψη της τηλεοπτικής εταιρείας του Πελέ σε διαγωνισμό για τα δικαιώματα της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Οι κατηγορίες αυτές οδήγησαν σε οκταετή διαμάχη μεταξύ τους. Ως συνέπεια, ο πρόεδρος της FIFA Ζοάο Χαβελάνζε (που είχε χρησιμοποιήσει τη φήμη του Πελέ στην προεδρική του εκλογή το 1974), απαγόρευσε στον Πελέ να συμμετάσχει στην κλήρωση για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994.

Ο Πελέ είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα των Η.Π.Α. αποκτώντας αντιπάθειες στην πατρίδα του, η οποία ήταν επίσης υποψήφια. Τον είχαν κατηγορήσει ότι θα είχε μεγάλο οικονομικό όφελος από την ανάληψη της διοργάνωσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το δικό του επιχείρημα ήταν ότι η Βραζιλία δεν ήταν οικονομικά και πολιτικά έτοιμη να αναλάβει τη διοργάνωση.

«Αθλητής του αιώνα»

Το Δεκέμβριο του 1999 ήρθε ίσως η σημαντικότερη τιμητική διάκριση, αυτή του «Αθλητή του αιώνα» από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (Δ.Ο.Ε.), παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε σε Ολυμπιακούς Αγώνες κατά τη διάρκεια της αθλητικής σταδιοδρομίας του. Ψηφίστηκε πρώτος μπροστά από τους χρυσούς Ολυμπιονίκες Μοχάμεντ Άλι (2ος), Καρλ Λιούις (3ος), Μάικλ Τζόρνταν (4ος) και Μαρκ Σπιτς (5ος).

Το 2020 στην επέτειο των 80ών γενεθλίων του ο πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. Τόμας Μπαχ του ευχήθηκε δηλώνοντας ότι ο Πελέ είναι «Ολυμπιακός αθλητής επειδή έζησε με τις Ολυμπιακές αξίες σε όλη την καριέρα του».

Πελέ vs Μαραντόνα

Το 2000, σε παγκόσμια δημοσκόπηση της FIFA στο διαδίκτυο για την ανάδειξη του καλύτερου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, ήρθε δεύτερος με 18,5%, ενώ πρώτος με 53,6% ήρθε ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ενώ αντίθετα, στην ψηφοφορία της FIFA «Football family» και των αναγνωστών του περιοδικού FIFA Magazine ο Πελέ ήρθε πρώτος με 72,7% των ψήφων.

Την ίδια χρονιά η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) τον βράβευσε ως τον κορυφαίο σκόρερ πρώτης κατηγορίας του 20ού αιώνα με 541 τέρματα σε 560 αγώνες.

Συγγραφέας και ηθοποιός

Ο Πελέ έχει δημοσιεύσει αυτοβιογραφίες, πρωταγωνίστησε σε ταινίες ντοκιμαντέρ και σε μουσικά κομμάτια, συμπεριλαμβανομένου του σάουντρακ για την ταινία «Πελέ» το 1977.

Πιο αξιόλογη προσπάθεια θεωρείται το βιβλίο με τον τίτλο Why Soccer Matters, μια ωδή στο ποδόσφαιρο – η ιστορία του αθλήματος καθώς και η εμπειρία του με αυτό. Αναφέρεται σε πέντε Παγκόσμια Κύπελλα, ξεκινώντας από το 1950 και τελειώνοντας το 2014, όταν η Βραζιλία το φιλοξένησε για τελευταία φορά.

Είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ταινία σκηνοθεσίας του Τζον Χιούστον του 1981, όπου εμφανίζονται επίσης οι Σιλβέστερ Σταλόνε και Μπόμπι Μουρ, η οποία αναφέρεται σε αιχμαλώτους πολέμου που έπαιζαν ποδόσφαιρο εναντίον των Γερμανών («Η μεγάλη απόδραση των 11», Escape to Victory) και θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες στο χώρο του αθλητισμού.

Το 2004 ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Ανιμπαλ Μασάινι παρουσίασε το ντοκιμαντέρ Pelé Eterno που ήταν αποτέλεσμα τριών και πλέον ετών έρευνας και προετοιμασίας υλικού. Ο σκηνοθέτης ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο αναζητώντας αδημοσίευτο υλικό για τον Πελέ, οτιδήποτε κατέγραφε την καριέρα του που άξιζε τον κόπο. Το φιλμ περιέχει 400 γκολ, 3.000 φωτογραφίες, 2.100 αφηγήσεις γκολ, 150 μαρτυρίες και ακόμη 1.500 τίτλους εφημερίδων από διάφορες χώρες.

Να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο για τα παιδιά και τους φτωχούς

Η πιο αξιοσημείωτη δραστηριότητα της ζωής του εκτός από το ποδόσφαιρο είναι το πρεσβευτικό του έργο. Το 1992 διορίστηκε πρεσβευτής του ΟΗΕ για την οικολογία και το περιβάλλον.

Του απονεμήθηκε επίσης το χρυσό μετάλλιο της Βραζιλίας για εξαιρετικές υπηρεσίες στο άθλημα το 1995. Ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο μετέδωσε σημαντικά μηνύματα με το ίδιο πάθος που τον έκαναν κορυφαίο παίκτη. «Πρέπει να εργαστούμε μαζί για να φροντίσουμε ο ένας τον άλλον και να κάνουμε αυτό τον κόσμο καλύτερο μέρος για τα παιδιά και τους φτωχούς», έλεγε.

Το 2011 ήταν ένα από 15 τα πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Hall of Fame) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.

Στις 13 Ιανουαρίου του 2014 η FIFA σε συνεργασία με το γαλλικό περιοδικό France Football απένειμαν στον Πελέ στη Ζυρίχη την τιμητική FIFA Ballon d’Or Prix d’honneur (η μόνη που έχει δοθεί), ως επιβράβευση της αξίας και της προσφοράς του ως κορυφαίου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, που δεν είχε τη δυνατότητα να τιμηθεί με το βραβείο της Χρυσής Μπάλας με βάση τον τρόπο λειτουργίας της έως το 1995.

Από το 2014 λειτουργεί μουσείο του στη πόλη που δοξάστηκε, Σάντος. Το μουσείο περιέχει 2.400 αντικείμενα από όλη τη ζωή του, συμπεριλαμβανομένου και υλικού από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950.

Από το 2010 άγαλμά του υπάρχει σε κεντρική πλατεία της γενέτειρας πόλης του.

Το 2015 το γαλλικό περιοδικό France Football, δημιουργός του βραβείου της Χρυσής Μπάλας, δημοσίευσε μια επανεκτίμηση των νικητών πριν από το 1995, όταν μόνο Ευρωπαίοι παίκτες είχαν δικαίωμα διεκδίκησης του τίτλου που απονέμει. Σύμφωνα με την επανεκτίμηση, ο Πελέ θα ήταν επτά φορές άξιος νικητής του βραβείου.

Το 2016 τιμήθηκε από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή με το ασημένιο Ολυμπιακό Τάγμα, την ύψιστη τιμή για έναν αθλητή. Την ίδια χρονιά διέθεσε πάνω από 2.000 αντικείμενα σε τριήμερη δημοπρασία στο Λονδίνο, μεταξύ αυτών και τα μετάλλια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, προκειμένου να συγκεντρωθούν κεφάλαια για φιλανθρωπικούς σκοπούς, το νοσοκομείο παίδων που χρηματοδοτούσε αλλά και την ενίσχυση της πρώην ομάδα του, Σάντος.

Περίοπτη θέση είχε η ρέπλικα του τροπαίου «Ζιλ Ριμέ», η οποία του δόθηκε το 1970 μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου που έγινε στο Μεξικό. Το τρόπαιο πωλήθηκε για 500.000 ευρώ, ενώ το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε ήταν 4,4 εκατομμύρια ευρώ.

Τον Σεπτέμβριο του 2018 ο Πελέ ανακοίνωσε τη δημιουργία του «Ιδρύματος Πελέ» (Pele Foundation) με σκοπό την υποστήριξη άπορων και απομονωμένων κοινωνικά παιδιών. Τον Φεβρουάριο του 2020 η Βραζιλιάνικη Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία (CBF) αποκάλυψε άγαλμα του Πελέ στην έδρα της στο Ρίο ντε Τζανέιρο, η πρώτη από μια σειρά εκδηλώσεων για τον εορτασμό της 50ής επετείου του θριάμβου του τρίτου Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί για λόγους υγείας.