Οι ευρωπαίοι υπουργοί Ενέργειας δεν κατέληξαν χθες, Τρίτη, σε οριστική συμφωνία σχετικά την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου.

«Πλαφόν θα έρθει, άγνωστη παραμένει όμως ακόμη η ανώτατη τιμή του», γράφει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ξεκαθαρίζοντας πως «Έχει υπάρξει συμφωνία όσον αφορά ορισμένες λεπτομέρειες και ζητήματα που αφορούν το ανώτατο όριο της τιμής. Ωστόσο δεν είναι ακόμη σαφές το ύψος της».

Συμφωνία για την εισαγωγή πλαφόν, αλλά ασυμφωνία για το ύψος του πλαφόν μεταξύ των υπουργών στο Βέλγιο

Όπως αναφέρει η Süddeutsche Zeitung, η ΕΕ είναι χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα: «Από τη μία πλευρά βρίσκονται η Κομισιόν μαζί με ορισμένες κυβερνήσεις, όπως της Γερμανίας και της Ολλανδίας, οι οποίες προειδοποιούν για τις επιπτώσεις των παρεμβάσεων στην αγορά. Η Κομισιόν παρουσίασε πριν από τρεις εβδομάδες και μετά από αρκετούς δισταγμούς προτάσεις σχετικά με το ανώτατο όριο – ένας διορθωτικός μηχανισμός στις τιμές της ενέργειας με τόσο προσεκτικές διατυπώσεις, ώστε η ενεργοποίησή του να είναι εφικτή μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις (…) Και από την άλλη πλευρά, η πλειοψηφία των κρατών, συμπεριλαμβανομένης Ιταλίας και Πολωνίας, η οποία απαιτεί την εισαγωγή ενός ανώτατου ορίου με στόχο να διατηρηθεί υπό έλεγχο το ενεργειακό κόστος. Οι κυβερνήσεις αυτές θεώρησαν πως η πρόταση της Κομισιόν ήταν ένα κακόγουστο αστείο και επιδιώκουν την αυστηροποίηση των προτάσεων πριν γίνουν δεκτές – προς απογοήτευση των σκεπτικιστών, όπως του Πράσινου Γερμανού υπουργού Ρόμπερτ Χάμπεκ.

Μάλιστα, σύμφωνα με την Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο Έλληνας συνάδελφος του Χάμπεκ, Κωνσταντίνος Στρέκας, επέλεξε ξεκάθαρα λόγια για να τοποθετηθεί για το ζήτημα: «Η ΕΕ συζητά το θέμα εδώ και καιρό και οι συζητήσεις αυτές πρέπει τώρα να αποδώσουν, δηλαδή να αποφασιστεί η ανώτατη τιμή του φυσικού αερίου».

FAZ: Η δωροδοκία θέλει δύο

Για ακόμη μία ημέρα το Qatargate στο μικροσκόπιο του γερμανικού Τύπου

«Μέρες αβεβαιότητας και ανασφάλειας διανύει το Ευρωκοινοβούλιο», γράφει η Frankfurter Allgemeine Zeitung, σχολιάζοντας το σκάνδαλο διαφθοράς στους κόλπους της ΕΕ. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η εφημερίδα «σε μία δωροδοκία υπάρχουν πάντα δύο: ένας ο οποίος δωροδοκεί και ένας που αφήνει τον εαυτό του να δωροδοκηθεί. Φυσικά, πρόκειται για μεμονωμένα άτομα – θα μπορούσαν όμως αυτά να εκμεταλλευτούν συστημικά κενά και αδυναμίες; Αυτό είναι τώρα το μεγάλο ερώτημα». Όπως χαρακτηριστικά συμπληρώνει μάλιστα, οι όποιες επαφές με κυβερνήσεις δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να δηλωθεί, καθώς υπάγονται στη διπλωματία – και το κατά πόσο είναι εφικτό να αναθεωρηθεί αυτό παραμένει ανοιχτό.

Η Handelsblatt από την πλευρά της, με αφορμή το Qatargate περνά σε έναν αναστοχασμό των τελευταίων ετών και θέτει το (ρητορικό) ερώτημα: «Έχουν γίνει μήπως πιο εγκληματίες ή πιο ανήθικοι οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί τελευταία;». Σε σχόλιο, το οποίο τιτλοφορεί «Η Οικονομία χρειάζεται και Ηθική», η οικονομική επιθεώρηση συνοψίζει: «Ουσιαστικά η ηθική της ελίτ δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη της υπόλοιπης κοινωνίας. Ωστόσο με μία σημαντική διαφορά: Σε αντίθεση με το παρελθόν, τα σκάνδαλα διαφθοράς και το οικονομικό έγκλημα βρίσκονται όλο και συχνότερα στο επίκεντρο της δημοσιότητας εδώ και περίπου 15 χρόνια. Τηλεόραση, κοινωνικά δίκτυα και ΜΜΕ που μεταδίδουν ψηφιακά όλο το 24ωρο παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο σε αυτό, ενώ και οι Αρχές διεξάγουν τις έρευνες με μεγαλύτερη επιμονή και αποτελεσματικότητα. (…) Σε δύσκολους καιρούς οι άνθρωποι βάζουν στο μικροσκόπιο το πώς συμπεριφέρονται οι υψηλόβαθμοι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες».

Χρύσα Βαχτσεβάνου