Το διαδικτυακό μας ραντεβού για τη συνέντευξη με τη Βέρα Κριτσέφσκαγια δόθηκε στις 8 το βράδυ ώρα Ελλάδας, 6 το απόγευμα για το Λονδίνο όπου βρισκόταν εκείνη. Είχε προηγηθεί μία ακόμη δύσκολη μέρα προσπαθειών μαζί με τη Νατάσα Σιντέγεβα να ξαναστήσουν από την αρχή το κανάλι της δεύτερης, το Dozhd TV (Ντοζντ Τιβί), το οποίο έκλεισε η κυβέρνηση Πούτιν επειδή διαφωνούσε με τον πολιτικό λόγο που εξέφραζε. Πριν από λίγες μέρες οι δύο γυναίκες είχαν βρεθεί στη χώρα μας με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ της Κριτσέφσκαγια με τον προκλητικό τίτλο «Γ…ώ τη δουλειά μου», στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Στην ταινία περιγράφεται η πορεία της Σιντέγεβα από μία νεόπλουτη τηλεπερσόνα που δημιούργησε το Dozhd TV ως ένα ανάλαφρο ψυχαγωγικό μέσο, μέχρι το σήμερα, 12 χρόνια αργότερα, που έφτασε να αποτελεί τη μοναδική ελεύθερη φωνή στην τηλεοπτική πραγματικότητα της Ρωσίας. Στη συνέντευξή μας η σκηνοθέτρια μας περιγράφει τα όσα διαδραματίζονται αυτή την ώρα στην πατρίδα της και γιατί πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει ανεξάρτητη ενημέρωση του ρωσικού λαού.

Βρίσκεστε αυτή τη στιγμή στην Αγγλία. Ο λόγος είναι η προώθηση του ντοκιμαντέρ;

«Ενα μέρος είναι για το ντοκιμαντέρ αλλά ένα μεγαλύτερο για το Dozhd TV. Ψάχνουμε για νέα έδρα του σταθμού. Είναι η δεύτερη εβδομάδα που βγάζουμε δελτίο ειδήσεων, κάτι που είναι πολύ δύσκολο καθώς έχει μπλοκαριστεί ο λογαριασμός μας στο YouTube. Κατορθώσαμε όμως να προβάλουμε την πρώτη και μοναδική συνέντευξη του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι σε ρώσους δημοσιογράφους».

Πώς αντιμετωπίζει ο ρωσικός λαός τον πόλεμο;

«Οι περισσότεροι τον υποστηρίζουν. Φυσικά τα νούμερα των στατιστικών ερευνών δεν είναι αξιόπιστα και τα περισσότερα δείχνουν ένα ποσοστό περίπου στο 83% υπέρ του Πούτιν και του πολέμου, αλλά τα μη φιλοκυβερνητικά κέντρα κάνουν λόγο για ένα 58-59%. Η πλειονότητα των υποστηρικτών είναι πολίτες άνω των 60 ετών, οι οποίοι αποτελούν και τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της χώρας. Αυτοί στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην τηλεόραση για την ενημέρωσή τους, εμπιστεύονται τις ειδήσεις των τηλεοπτικών καναλιών, δυστυχώς. Υπάρχει όμως ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας, που είναι νεότερο και αποτελούν το 20-25% που είναι εναντίον του πολέμου. Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο για κάποιον στη Ρωσία να απαντήσει με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις οποιασδήποτε έρευνας έχει να κάνει με τον πόλεμο, καθώς απαγορεύεται να είσαι εναντίον. Ακόμη και το σλόγκαν που από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι το πιο δημοφιλές στη Ρωσία «No war» (σ.σ.: Οχι πόλεμος) απαγορεύεται. Δεν μπορούμε λοιπόν να είμαστε σίγουροι για τα αληθινά στατιστικά. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχει πρόσβαση στην ενημέρωση. Το YouTube ακόμη λειτουργεί. Δεν υπάρχει ζήτηση για ελεύθερη ενημέρωση».

Ακόμη και στις μεγάλες πόλεις όπως είναι η Αγία Πετρούπολη και η Μόσχα;

«Στη Ρωσία υπάρχει πολύ έντονο ακροδεξιό κίνημα σε ολόκληρη τη χώρα. Από την Αγία Πετρούπολη προέρχονται οι περισσότερες φιλειρηνικές φωνές και εκεί έχουν γίνει οι περισσότερες συλλήψεις από την κυβέρνηση. Στη Μόσχα οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει σε ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και τώρα βλέπουν ότι το χάνουν. Πολύ δύσκολα θα υποστήριζαν τον πόλεμο. Στην υπόλοιπη Ρωσία, με φωτεινές εξαιρέσεις, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Εχει αναβιώσει ακόμη και αυτό που υπάρχει στο DNA μας από την εποχή του Στάλιν: πολίτες να καταγγέλλουν στην κυβέρνηση άλλους πολίτες, τους γείτονές τους, για προδοσία επειδή είναι εναντίον του πολέμου».

Αυτό που περιγράφετε για τη Μόσχα είναι το ίδιο που πραγματεύεται το ντοκιμαντέρ με την αλλαγή του βιοτικού επιπέδου της πρωταγωνίστριας.

«Πιστεύω ότι αυτό συνέβη σε πολλούς. Οχι τόσο έντονα όσο στη Νατάσα, αλλά πολλοί αρχίζουν να ανοίγουν τα μάτια τους. Ανθρωποι εντελώς μη πολιτικοποιημένοι. Η επιθετικότητα και η φρίκη του πολέμου τούς έκανε να αντιληφθούν τις ευθύνες τους. Αν είχαμε δύο εβδομάδες ελεύθερη τηλεόραση, δεν πιστεύω ότι όλος αυτός ο κόσμος θα ψήφιζε τον Πούτιν. Το έχω δει να συμβαίνει με την περεστρόικα και με την τραγωδία στο Τσερνόμπιλ, όταν άρχισαν τα στόματα να ανοίγουν μετά από 70 χρόνια σιωπής. Πόσο γρήγορα άλλαξαν όλα χάρη στην πληροφόρηση».

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πώς αντιμετώπισαν οι Ελληνες το ντοκιμαντέρ σας;

«Ηταν καταπληκτικό φεστιβάλ και μία από τις καλύτερες παρουσιάσεις μας. Το κοινό ήταν εξαιρετικά θερμό και πολλοί είχαν ήδη δει το ντοκιμαντέρ από πριν, καθώς ήταν διαθέσιμο διαδικτυακά. Θυμάμαι μια φορά που τρώγαμε πρωινό σε ένα μαγαζί μπροστά στην τζαμαρία και ο κόσμος περνούσε και μας χαιρετούσε. Πολλές φορές δεν μας άφηναν να πληρώσουμε για τα γεύματά μας. Είχαμε και μια πολύ φιλική και εποικοδομητική συνάντηση με τον υφυπουργό Πολιτισμού Νικόλα Γιατρομανωλάκη. Ηταν εκπληκτικό για εμάς όλο αυτό γιατί αυτή τη στιγμή δεν αισθανόμαστε πολύ άνετα στην Ευρώπη. Αισθάνομαι άβολα που μιλάω ρωσικά, που έχω ρωσική προφορά. Φοβάμαι ότι ο κόσμος θα νομίζει ότι υποστηρίζω τον πόλεμο. Είμαι πολύ ευαίσθητη με αυτό το ζήτημα. Αλλά είναι μόνο στο μυαλό μου. Οι άνθρωποι δεν είναι επιθετικοί. Θέλω να πω σε όλους ότι δεν είναι όλοι οι Ρώσοι υπέρ του πολέμου».