Το ενδιαφέρον της Βενετίας Αποστολίδου για την ιστορία της νεοελληνικής κριτικής ξεκινά ήδη από τη διδακτορική της διατριβή, την πολύ γόνιμη μελέτη της Ο Κωστής Παλαμάς, ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας (εκδ. Θεμέλιο, 1992) και συνεχίζεται με τη Λογοτεχνία και Ιστορία στη μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981 (εκδ. Πόλις, 2003). Η μέθοδός της είναι να εξετάζει ευρεία πεδία της νεοελληνικής κριτικής με άξονα μια εξέχουσα κριτική προσωπικότητα. Την ίδια προσωποκεντρική μέθοδο ακολουθεί και στη νέα μελέτη της Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο (εκδ. Πόλις, 2022), αποτέλεσμα πολύχρονου ερευνητικού μόχθου, μια ιστορική και επιστημολογική επισκόπηση σαράντα χρόνων Νεοελληνικής Φιλολογίας (ΝΕΦ).

Βενετία Αποστολίδου  – Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο ή συγκρότηση της επιστήμης της νεοελληνικής Φιλολογίας (1942-1982)

Εκδόσεις Πόλις, 2022, σελ. 560, τιμή 27,70 ευρώ

Η ερευνήτρια εξετάζει την παρουσία της ΝΕΦ σε δύο πανεπιστήμια, Αθήνας (ΕΚΠΑ) και Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), χρησιμοποιώντας ως πρωταρχικές πηγές τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Φιλοσοφικών Σχολών τους. Αρθρωμένη σε τρία μέρη, η μελέτη εξετάζει στο πρώτο μέρος την «προϊστορία» της χειραφέτησης της ΝΕΦ στον Μεσοπόλεμο, αναφερόμενη στους καθηγητές Νίκο Βέη, Γιάννη Αποστολάκη, Ιωάννη Συκουτρή και Κ. Θ. Δημαρά και στους ποιητές-κριτικούς Κωστή Παλαμά και Γιώργο Σεφέρη. Στο δεύτερο μέρος εξετάζει τις εκλογές καθηγητών, εκκινώντας από εκείνες του Γεωργίου Ζώρα στο ΕΚΠΑ (1942) και του Λίνου Πολίτη στο ΑΠΘ (1948). Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η εξέλιξη της ΝΕΦ μέσα από τις διδακτορικές διατριβές, η εισαγωγή νέων αντικειμένων και το μπόλιασμά της με την κριτική και τις νέες θεωρίες.

Θεσσαλονίκη και Αθήνα

Στην αντιστικτική αντιπαράθεση των δύο σχολών δικαίως υπερέχει η Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Τα στοιχεία της Αποστολίδου επιβεβαιώνουν την εδραιωμένη παράδοση και φήμη της. «Στριμωγμένη κάπως στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, με μία έδρα μόνο, ανετότερα στη Θεσσαλονίκη όπου αναπτύσσεται απρόσκοπτα με αύξηση των εδρών» η ΝΕΦ στη Θεσσαλονίκη καταλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος του μορφωτικού κεφαλαίου της σχολής, πράγμα που μαρτυρούν και οι διπλάσιες (16) διδακτορικές διατριβές που εκπονούνται στη Θεσσαλονίκη απέναντι σε αυτές (8) της Αθήνας στο εξεταζόμενο διάστημα, κάποιες από τις οποίες αποτελούν τομή (όπως της Ελένης Τσαντσάνογλου στις σολωμικές σπουδές) ή εισάγουν νέα αντικείμενα (τις σεφερικές σπουδές, για παράδειγμα, με τις διατριβές Ξ. Α. Κοκκόλη και Ερατοσθένη Καψωμένου) ή τη σύγχρονη θεωρία (όπως εκείνη του Νίκου Καλταμπάνου για τον Παπαδιαμάντη).

Ορισμός και χειραφέτηση

Βασικά ζητήματα στην εξέλιξη της ΝΕΦ είναι: η αυτονόμησή της από την Αρχαία Ελληνική και τη Βυζαντινή Φιλολογία, την Ιστορία και άλλες συγγενικές επιστήμες, και ο ορισμός της επιστημονικότητάς της σε συνάρτηση με την κριτική.

Η σύνδεση με την Αρχαιότητα, με ενδιάμεσο κλάδο τον Μεσαίωνα, θα είναι το εργαλείο του βυζαντινολόγου και νεοελληνιστή Νίκου Βέη για την ανάδειξη της Μεσαιωνικής και Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας σε εθνική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στον Μεσοπόλεμο. Παρά τις προσπάθειές του, η Βυζαντινολογία δεν καταφέρνει να καθιερωθεί ως ισχυρός πόλος απέναντι στις αρχαιογνωστικές σπουδές, οι οποίες θα διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως το 1978, όταν ιδρύονται οι πρώτες έδρες ΝΕΦ. Στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Αποστολάκης ενδιαφέρεται ήδη στον Μεσοπόλεμο για την ανάπτυξη της μελέτης της νέας λογοτεχνίας ως μέσο για την κατανόηση της αρχαίας και η εδραίωση της αυτοπεποίθησης της ΝΕΦ έρχεται μεταπολεμικά με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ο οποίος, σε μια αλλαγή παραδείγματος, αξιοποιεί την αρχαιογνωσία του για την ερμηνεία των νεοελληνικών έργων.

Καταστατική για τον ορισμό του επιστημονικού πεδίου της ΝΕΦ είναι, εκτιμά η Αποστολίδου, η (εν τέλει άγονη) κρίση για την έδρα του Αποστολάκη στο ΑΠΘ το 1944 με υποψηφίους τον Εμμανουήλ Κριαρά, τον Λίνο Πολίτη και τον Πέτρο Σπανδωνίδη. «Θετικιστική έρευνα και μέθοδος, εμβάθυνση στη λογοτεχνική γλώσσα, αισθητική ανάλυση και αποτίμηση του λογοτεχνικού κειμένου, ένταξή του σε ιδεολογικά, ιστορικά και λογοτεχνικά (συγκριτολογικά) συμφραζόμενα» απαιτούνται από τους επίδοξους καθηγητές. Με τη διδακτορική διατριβή του Γ. Π. Σαββίδη για τις καβαφικές εκδόσεις το 1966 η ΝΕΦ αποκτά δύναμη παρέμβασης στο λογοτεχνικό πεδίο και με την τελική εκλογή, ύστερα από αλλεπάλληλες υποψηφιότητες, του κριτικού Απόστολου Σαχίνη στη Θεσσαλονίκη το 1970, το ζήτημα ξεκαθαρίζει με την αποδοχή της κριτικής αποτίμησης ως μέρους της επιστήμης.

Η κεντρική θέση του Λίνου Πολίτη

Ο Λίνος Πολίτης αναδεικνύεται η εξοχότερη φυσιογνωμία στο εξεταζόμενο διάστημα, τόσο στο ζήτημα της σύγκρουσης Αρχαίας Ελληνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στον Μεσοπόλεμο, όταν το 1935, νέος ακόμη και αδιαμόρφωτος νεοελληνιστής, παίρνει μέρος σε δημόσια συζήτηση για το θέμα, μέσω περιοδικών, με τον κλασικό φιλόλογο Ιωάννη Συκουτρή με αφορμή τις σολωμικές εκδόσεις – οι οποίες, υποστηρίζει η Αποστολίδου, βρίσκονται στη ρίζα της συγκρότησης της ΝΕΦ. Τη δεκαετία του 1940 ο Πολίτης συναντιέται με τον δοκιμιογράφο Σεφέρη και τη γενιά του 1930 στις απόψεις τους για μια ανανεωμένη λογοτεχνική παράδοση στην οποία ο Ερωτόκριτος έχει κεντρική θέση και το 1964, με την εμβληματική έκδοση των Αυτογράφων έργων του Σολωμού, δίνει ώθηση στην ανάπτυξη των σολωμικών σπουδών. Παράλληλα, η ευρυχωρία του πνεύματός του τού επιτρέπει, στο ζήτημα των επιστημονικών προσόντων των καθηγητών της ΝΕΦ, να αποδεχθεί ότι «ένα ποσοστό λογοτεχνικής κριτικής θα ήταν χρήσιμο στους φοιτητές».

 

Σολωμός, Παλαμάς και Δημαράς

Αν ο Σολωμός, ο Σεφέρης και ο Καβάφης αναδεικνύονται σε προνομιακά πεδία μελέτης, «η αναγνώριση του Παλαμά ως εθνικού ποιητή στο ευρύτερο λογοτεχνικό πεδίο δεν βρίσκει το ακαδημαϊκό της αντίστοιχο στο πανεπιστήμιο μέχρι τη διατριβή (1976) (στην Αθήνα) της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, η οποία ταυτόχρονα εισάγει και επίσημα τη Γενική και Συγκριτική Γραμματολογία στη ΝΕΦ» και τη διατριβή (1979) του Κώστα Γ. Κασίνη – ο οποίος, οπωσδήποτε με την ευθύνη κάποιου «δαίμονα του τυπογραφείου», αναφέρεται Γιώργος Κασίνης – για τη Φλογέρα του Βασιλιά.

Ο Παναγιώτης Μουλλάς και ο μαθητής του Κ. Θ. Δημαρά Αλκης Αγγέλου θα φέρουν στη Θεσσαλονίκη το μεθοδικό δημαρικό πρόγραμμα του 1942, με την αποδελτίωση βιβλίων και εντύπων της Τουρκοκρατίας, την κριτική ταξινόμηση του υλικού και τη σύνταξη μονογραφιών για συγκεκριμένα πρόσωπα, δημιουργώντας «σχολή». Εδώ, περισσότερα θα άξιζε να ειπωθούν για τον Γιώργο Κεχαγιόγλου, που διαμόρφωσε μαζί, και σε σύγκρουση, με τον Μουλλά τη φυσιογνωμία της ΝΕΦ στη Θεσσαλονίκη στα μεταπολιτευτικά χρόνια, στην ενότητα όπου εξετάζεται η διατριβή του, όπως γίνεται για την Ελένη Τσαντσάνογλου.

Προς ένα ενιαίο αφήγημα

Η μεθοδική τεκμηριωτική έρευνα της Αποστολίδου σταματά στο χρονικό σημείο όπου η ΝΕΦ, έχοντας επανασυγκροτηθεί τη δεκαετία του 1970 και σε ωριμότητα πλέον, αναπτύσσεται στα νέα «περιφερειακά» πανεπιστήμια (Ιωαννίνων, Κρήτης, Κομοτηνής, Πάτρας, Πελοποννήσου) και σε συμπόρευση με τις διεθνείς επιστημονικές τάσεις και μόδες. Ο όγκος του υλικού που προσκομίζει είναι τεράστιος. Αιτούμενο είναι, όπως επισημαίνει και η ίδια, αυτό να οργανωθεί σε ενιαία αφήγηση. Το επιχειρεί στον επίλογό της, τον οποίο συστήνουμε στον αναγνώστη να διαβάσει προλογικά. Μια συνολική αφήγηση της εξέλιξης της ΝΕΦ μπορεί να καταλήξει σε αποκαρδιωτική χίμαιρα και η μελέτη της Αποστολίδου αποτελεί ήδη μια τολμηρή και γενναία επιχείρηση στο πεδίο, το οποίο σπαράσσεται από έριδες – χαρακτηριστικό αυτού είναι ότι από τον θάνατο του ακαδημαϊκού Απόστολου Σαχίνη το 1997 δεν έχει πληρωθεί από άλλον νεοελληνιστή η έδρα στον κλάδο Νεοελληνικής Φιλολογίας στην Ακαδημία Αθηνών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη θεσμική καταξίωση της ΝΕΦ στον κόσμο των ελληνικών Γραμμάτων.