Ο θάνατος, η φθορά, το βάρος της απώλειας και η δύναμη ή η επίδραση του ονείρου είναι τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τη συλλογή διηγημάτων Ζώα θεοί της Αννας Γρίβα, που κυκλοφόρησε πέρσι από τις εκδόσεις Κίχλη. Με τις Εξόριστες βασίλισσες (εκδ. Μελάνι), επίσης έκδοση του 2021, η συγγραφέας περνά στο ιστορικό μυθιστόρημα, κάτι που δεν θα εκπλήξει όσους παρακολουθούν την πυκνή όσο και στοχαστική της ποίηση, η οποία αγγίζει θέματα παρμένα από τον κόσμο των πουλιών, καταφεύγοντας σε μορφές αντλημένες από την Ιστορία. Η Γρίβα επιλέγει στο ανά χείρας βιβλίο τα πρόσωπά της από το Βυζάντιο των μέσων του 5ου αιώνα μ.Χ. Κεντρικό και αποφασιστικό ρόλο αναλαμβάνουν η Ευδοκία και η Ευδοξία, μητέρα και κόρη, αμφότερες βασίλισσες.

Αννα Γρίβα – Εξόριστες βασίλισσες

Εκδόσεις Μελάνι, 2021, σελ. 192, τιμή 14 ευρώ

Η Αιλία Ευδοκία ονομαζόταν αρχικά Αθηναΐς, ούσα κόρη του αθηναίου δασκάλου της ρητορικής Λεοντίου. Παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ μόνο μετά τη βάφτισή της και θεωρήθηκε ότι συνέβαλε τα μάλα στην καθιέρωση του χριστιανισμού στο πρώιμο Βυζάντιο. Κόρη της Ευδοκίας ήταν η Λικινία Ευδοξία, που παντρεύτηκε τον Βαλεντινιανό Γ΄ και έγινε αυτοκράτειρα της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της, η Ευδοκία παντρεύτηκε τον Πετρόνιο Μάξιμο. Ζητώντας τη βοήθεια του αρχηγού των Βανδάλων Γιζέριχου κατά του Πετρόνιου, που είχε οργανώσει τη δολοφονία του Βαλεντινιανού, κατέληξε σε πολύχρονη αιχμαλωσία στην Καρχηδόνα. Δεν είμαστε ιδιαιτέρως εξοικειωμένοι με τις απαρχές της βυζαντινής ιστορίας. Οι όποιοι κόμποι της λύνονται εν τούτοις μυθοπλαστικά με την επιστροφή της Ευδοξίας στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανακαλύπτει το ημερολόγιο της μητέρας της, το οποίο και θα πυροδοτήσει την αφήγηση.

Οι Εξόριστες βασίλισσες δεν αποτελούν τοιχογραφία της εποχής τους, παρά μόνο κατά το μέτρο της ανάδειξης των αδηφάγων μηχανορραφιών της εξουσίας, δεν αναπαριστούν τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο των Βυζαντινών και δεν καταγίνονται με τα πολιτικά, στρατιωτικά ή δογματικά ζητήματα του βυζαντινού κράτους. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ηθελημένα περιορισμένη οπτική (η Ιστορία ως κρίσιμο φόντο ή ως ζωτική αφορμή). Εκείνο το οποίο πρωτίστως απασχολεί τη Γρίβα δεν είναι η διάρθρωση της βυζαντινής κοινωνίας και αυτοκρατορίας σε έναν ορισμένο χρόνο της ανάπτυξής της, αλλά η αφανής, περιθωριακή, υποτονική (μέχρι και δραματικά μοιραία) τύχη των γυναικών του απώτερου παρελθόντος, ακόμα κι αν έχουν φτάσει, όπως η Ευδοκία και η κόρη της, στην κορυφή του οικοδομήματος της ιεραρχίας – και το ίδιο ισχύει και για την Πουλχερία, την αδελφή του Θεοδόσιου, η οποία σχεδόν τον υποκαθιστούσε στα καθήκοντά του. Η Γρίβα παρεκκλίνει κάπως από την ιστορική πεπατημένη και προβάλλει την Ευδοκία (τη μοναδική στην πραγματικότητα πρωταγωνίστριά της) ως μια γυναίκα διχασμένη ανάμεσα στην εθνική, κοσμοπολίτικη και δημοκρατική καταγωγή της (λόγω καταλοίπων της αρχαίας Αθήνας) και στη βαριά χριστιανική περιβολή της, που δεν εκπροσωπεί τίποτε περισσότερο από μια συνοφρυωμένη θρησκευτική πίστη. Και κάτι τέτοιο δεν οφείλεται στην αδιαφορία της συγγραφέως για την ιστορική ακρίβεια, αλλά στη λογοτεχνική της σκόπευση. Ο,τι κι αν κάνουν οι εξόριστες βασίλισσες του βυζαντινού 5ου αιώνα (εξόριστες εξωτερικά και εσωτερικά) είναι αδύνατον να γλιτώσουν από τους καταναγκασμούς του φύλου τους. Αδύναμες, ερωτικά πάντοτε εγκαταλελειμμένες, υποταγμένες σε αλλότριες βουλήσεις, με μηδαμινές προοπτικές για το μέλλον, δεν θα καταφέρουν ποτέ (ακόμα κι αν διαθέτουν τα κοινωνικά εφόδια και την παιδεία της Ευδοκίας) να υπερβούν το άχαρο ριζικό τους.

Ας σκεφτούμε τις Εξόριστες βασίλισσες σαν έμφυλη αλληγορία, σαν ένα ιστορικό υλικό που παραπέμπει, παρά τους αιώνες οι οποίοι μας χωρίζουν από τα γεγονότα των χρόνων του, σε κάποιες πολύ δυσάρεστες μα και εύλογες αναλογίες με το παρόν: ένα παρόν που ζωντανεύει καθημερινά, όσο κι αν μοιάζει αδιανόητο, στους τηλεοπτικούς μας δέκτες.