Η Ρέιτσελ, λίγο προτού πεθάνει από καρκίνο, ζητεί από τον σύζυγό της, τον Μάνι, να τη διαβεβαιώσει ότι θα ανταποκριθεί έμπρακτα στην (κατά τα φαινόμενα) τελευταία της επιθυμία. «Επειδή στ’ αλήθεια θέλω να έχει κάτι. Υστερα απ’ όλα όσα έκανε» συμπληρώνει, σφίγγοντάς τον με τα σκελετωμένα χέρια της. Εννοεί τη Σαλομέ, τη μαύρη υπηρέτρια του σπιτιού τους (της «φάρμας» τους, έξω από την Πρετόρια). Υποτίθεται ότι η συγκινητική αφοσίωση αυτής της «αόρατης» γυναίκας θα αναγνωριζόταν και ότι θα της απέδιδαν ένα κομμάτι γης, δικό της. Ομως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι.

Damon Galgut – Η υπόσχεση

Μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ.

Εκδόσεις Διόπτρα, 2022, σελ. 344, τιμή 17,70 ευρώ

*Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 13 Απριλίου.

Στο βραβευμένο μυθιστόρημα Η υπόσχεση (The Promise) του Ντέιμον Γκάλγκουτ (ένα υπέροχο κείμενο που έχει πρωτίστως λογοτεχνικές αρετές) με το οποίο ο ίδιος απέσπασε το Booker 2021, η λέξη του τίτλου είναι και κυριολεκτική και μεταφορική. Δεν αφορά μόνο τη λευκή και «πολύ δύσκολη οικογένεια» των Σουάρτ αλλά και την ταραχώδη πορεία μιας ολόκληρης χώρας, της Νότιας Αφρικής. Το βιβλίο καλύπτει μια τριακονταετία και πλέον, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ως τη σημερινή εποχή, αποτυπώνοντας τη μετάβαση μιας σύνθετης κοινωνίας από το απαρτχάιντ (το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων) στη φάση ενός αμφιλεγόμενου εκδημοκρατισμού. Εν τω μεταξύ, σε τούτη την πολυφωνική αφήγηση με την εκλεπτυσμένη εναλλαγή τρίτου και πρώτου προσώπου η οποία βαθαίνει την καλειδοσκοπική εστίαση στα εσώτερα των χαρακτήρων, καθώς τα χρόνια περνούν, παρακολουθούμε τα μέλη της οικογένειας να συναντιούνται κάθε φορά υπό πένθιμες συνθήκες, με αφορμή μια κηδεία, αλλά ό,τι περιμένουμε να συμβεί (ως προς την υπόσχεση ακριβώς) δεν συμβαίνει. Ο 58χρονος συγγραφέας, εν όψει της κυκλοφορίας του βιβλίου του στα ελληνικά, συνομίλησε με «Το Βήμα», από το γραφείο του στο Κέιπ Τάουν, όπου ζει και εργάζεται, μέσω της πλατφόρμας τηλεδιασκέψεων Zoom.

Ο Ντέιμον Γκάλγκουτ, ένας πάντοτε αξιανάγνωστος πεζογράφος, κατέκτησε τo Booker την τρίτη φορά που βρέθηκε στη βραχεία λίστα (οι προηγούμενες ήταν το 2003 και το 2010, για τα μυθιστορήματα The Good Doctor και In a Strange Room, αντιστοίχως). «Χάρηκα πολύ, ήταν μεγάλη τιμή. Αυτό το βραβείο είναι φιλοδοξία και όνειρο για κάθε συγγραφέα. Ωστόσο, δεν θα μπορούσα να γράψω κάτι, το οτιδήποτε, με στόχο να πάρω ένα τέτοιο βραβείο, πολλώ δε μάλλον το συγκεκριμένο. To Booker συγκεντρώνει τα βλέμματα, κάνει ντόρο και φέρνει κάποιον «θόρυβο» στη ζωή σου, έστω για ένα διάστημα. Για εμένα αυτό δεν είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα, αντιθέτως, είναι ανοίκειο. Αλλά μη με παρεξηγήσετε, δεν γκρινιάζω, προφανώς και είμαι ευγνώμων. Το Booker ίσως αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν οι άλλοι το έργο μου, όμως ειλικρινά δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να προκαλέσει την οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή στην καθημερινότητα της εργασίας μου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ως προς το γράψιμο, αυτή την ενίοτε φοβερή διαδικασία, τίποτα δεν πρόκειται να γίνει πιο εύκολο ή απολαυστικό» τόνισε.

Ο 58χρονος νοτιοαφρικανός συγγραφέας που απέσπασε το Booker 2021 μιλάει στο «Βήμα» για το βραβευμένο έργο του, για μια οικογένεια που αντανακλά την πρόσφατη ταραχώδη πορεία της Νότιας Αφρικής, κάνοντας παράλληλα αναφορές στην Ελλάδα και στον Θόδωρο Αγγελόπουλο

 

Η γραφή ως απρόβλεπτη συνθήκη

Τι ήταν αυτό που πυροδότησε την Υπόσχεση, τη συγγραφή της; «Κάθε βιβλίο καταφθάνει διαφορετικά και γράφεται διαφορετικά, στην περίπτωσή μου τουλάχιστον. Είμαι ένα χαοτικό άτομο, καθόλου μεθοδικό, δουλεύω παρορμητικά, ωθούμενος από ασυνείδητα κίνητρα. Δηλαδή, αρχίζει κάτι να με ενδιαφέρει, να κινούμαι προς αυτό, προτού καν καταλάβω γιατί με απασχολεί και γιατί πηγαίνω προς τα εκεί. Η «Υπόσχεση» προέκυψε συνδυαστικά, από δύο ξεχωριστές κουβέντες που είχα με φίλους μου. Στην πρώτη, άκουσα περιγραφές οικογενειακών κηδειών. Επίπονες, λανθάνουσες, ανομολόγητες συγκρούσεις και, ασφαλώς, απίστευτο κουτσομπολιό. Στη δεύτερη, άκουσα όντως την ιστορία μιας υπόσχεσης, ανάλογης του μυθιστορήματος, προς μια μαύρη, φτωχή υπηρέτρια. Σταδιακά, έχοντας αυτά κατά νου, επεξεργάστηκα την ιδέα να γράψω για μια νοτιοαφρικανική οικογένεια με έναν ασυνήθιστο, αντισυμβατικό τρόπο που, όμως, θα ενθουσίαζε και εμένα τον ίδιο. Κοιτάξτε, τα πάντα έχουν ειπωθεί. Ολες οι ιστορίες είναι παλιές και παρόμοιες. Η πρωτοτυπία που δύναται να εισφέρει κανείς ως συγγραφέας είναι μια διακριτή και πολύ προσωπική ευαισθησία μέσω της οποίας διαμορφώνει παράλληλα και μια αφήγηση η οποία φαντάζει για εκείνον μοναδική ενόσω τη δημιουργεί. Η γραφή ως ακαριαία έμπνευση, ως το όραμα εκείνο που εκτελείς με αυτοπεποίθηση, απρόσκοπτα, μέρα με τη μέρα, είναι μια χολιγουντιανή απιθανότητα. Η πραγματικότητα είναι άλλη, ότι πρέπει να βιδωθείς στη θέση σου και να κοπιάσεις και να περιμένεις στο πλαίσιο μιας απρόβλεπτης συνθήκης, της γραφής, ώσπου να σου αποκαλυφθεί πιο καθαρά πού θέλεις να κατευθυνθείς και τι θέλεις να πεις. Τότε μόνο υπεισέρχεται και η ελάχιστη ευχαρίστηση στο εκάστοτε εγχείρημα» ανέφερε ο Ντέιμον Γκάλγκουτ.

Ο 58χρονος νοτιοαφρικανός συγγραφέας που απέσπασε το Booker 2021 μιλάει στο «Βήμα» για το βραβευμένο έργο του, για μια οικογένεια που αντανακλά την πρόσφατη ταραχώδη πορεία της Νότιας Αφρικής, κάνοντας παράλληλα αναφορές στην Ελλάδα και στον Θόδωρο Αγγελόπουλο

Το εθνικό και το παγκόσμιο

Αραγε δεν κατέστη εγκαίρως σαφές στον ίδιο ότι, αφηγούμενος έτσι το χρονικό μιας νοτιοαφρικανικής οικογένειας, θα έγραφε μοιραία και ένα είδος εθνικής αλληγορίας για την πρόσφατη ιστορία της χώρας του; «Θίγετε κάτι ενδιαφέρον. Πράγματι, στη Νότια Αφρική είναι μάλλον ανέφικτο να αφηγηθείς μια ιστορία που να υπάρχει αυτόνομα, με τους δικούς της όρους. Η νοτιοαφρικανική γραφή φαίνεται, αφενός, σαν να απολογείται συνεχώς στο πρόσφατο βεβαρημένο παρελθόν και, αφετέρου, δίνει την εντύπωση προς τα έξω ότι μπορεί να διαβαστεί με έναν δεδομένο, περιοριστικό τρόπο. Στη Νότια Αφρική ο συγγραφέας θεωρείται υπεύθυνος ή υπόλογος για πολύ περισσότερους ανθρώπους απ’ όσο σε άλλες χώρες. Θα έπρεπε να απελευθερωθούμε κάποια στιγμή από αυτό, αλλά έχω πλήρη συναίσθηση ότι δεν είναι τόσο απλό. Το είχα προσπαθήσει και στο «In a Strange Room», ένα ταξιδιωτικό ας πούμε μυθιστόρημα, τοποθετώντας τη δράση εκτός Νότιας Αφρικής, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα. Ωστόσο ναι, η «Υπόσχεση» δεν ξεφεύγει από την ιστορία, είναι ένα πολύ τοπικό βιβλίο, αρκούντως νοτιοαφρικανικό».

Τότε ο συγγραφέας, απροσδόκητα, αναφέρθηκε στον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο. «Μου αρέσει το σινεμά του, είναι απαιτητικό αλλά και γοητευτικό, εικαστικά όμορφο αλλά και στοχαστικό, σε αφήνει να αναπνεύσεις. Ακόμη θυμάμαι έντονα κάποιες ταινίες του, όπως «O θίασος» ή «To μετέωρο βήμα του πελαργού». O Αγγελόπουλος καταβυθίζεται στη δική σας εθνική ιστορία. Είναι έλληνας καλλιτέχνης αλλά καταφέρνει να είναι και οικουμενικός συγχρόνως. Το αναφέρω γιατί είχα τέτοιους προβληματισμούς ενόσω έγραφα την «Υπόσχεση». Τι κάνω με έναν ευρύτερο ορίζοντα; Τι κάνω με την ταυτότητά μου; Τη «μεταφράζω» ή την ενστερνίζομαι εντελώς πάνω στο χαρτί; Διαισθάνομαι πια ότι έχει κανείς περισσότερες πιθανότητες να γίνει οικουμενικός αν παραμείνει απολύτως τοπικός». Με την απαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως, συμφώνησε ο Ντέιμον Γκάλγκουτ, ότι οι άλλοι (οι αναγνώστες, εν προκειμένω) είναι πρόθυμοι να κάνουν τις προβλεπόμενες δημιουργικές προσαρμογές (ή αναγωγές κατανόησης) μέσω της φαντασίας.

Πολιτικό τέλμα και ηθική συμπεριφορά

«Από την άλλη μεριά», συνέχισε, «δεν είχα σκοπό να φτιάξω το απόλυτο πορτρέτο της Νότιας Αφρικής, ούτε σκέφτηκα ότι έχω την υποχρέωση να την «ερμηνεύσω» για κάποιους. Είναι πρόδηλο ωστόσο ότι, και αλληγορικά αν το δούμε, αφηγούμαι αναμφίβολα μια μονόπαντη διαδρομή ή ένα τέλμα ή μια πτώση. Ιστορικά μιλώντας, είχαμε την ευκαιρία να μετεξελιχθούμε σε μια άλλη χώρα, να χτίσουμε ένα άλλο μέλλον, αλλά δεν τα καταφέραμε. Υπάρχει εκτεταμένη απογοήτευση εδώ για την πολιτική και τους πολιτικούς, για την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, τη διαφθορά, την εγκληματικότητα. Υπό ορισμένες έννοιες δε το απαρτχάιντ δεν εκθεμελιώθηκε ποτέ. Αναλογιστείτε, λόγου χάρη, τις ανισότητες, οικονομικές και κοινωνικές. Το καράβι δεν έχει καπετάνιο και έχει πολλές τρύπες. Σε μια εποχή γενικευμένης απελπισίας η Νότια Αφρική δεν διαφέρει πολύ από τον υπόλοιπο πλανήτη. Θα ήθελα να σας δώσω μια πιο ελπιδοφόρα εικόνα αλλά θα απείχε από αυτό που ισχύει».

Για τον Ντέιμον Γκάλγκουτ ένας συγγραφέας, πέρα από το να διασφαλίζει «έναν απαραίτητο βαθμό ψυχαγωγίας», έχει και μιαν άλλη υποχρέωση, «να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής για το πώς είναι και πώς λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος». Οπως προκύπτει και από την Υπόσχεση, ένα βιβλίο μυθοπλασίας, «πρέπει να περιμένεις πάρα πολύ για πολύ λίγη δικαιοσύνη» και συνεπώς «οι ιστορίες με καλό ή ευτυχισμένο τέλος είναι πάντα ύποπτες, κατά τη γνώμη μου, είτε στη ζωή είτε στη λογοτεχνία, όπως επίσης και οι ηθικά αξιοθαύμαστοι άνθρωποι, είτε αληθινοί είναι είτε επινοημένοι». Μόνο η λεσβία Αμόρ, η μικρότερη κόρη των Σουάρτ – την οποία μάλιστα είχε χτυπήσει κεραυνός, με αποτέλεσμα οι άλλοι να τη θεωρούν έκτοτε «λοξή» και «παράξενη» – φαίνεται να ενδιαφέρεται για την εκπλήρωση της επίμαχης υπόσχεσης και την αποκατάσταση, θα λέγαμε, της ηθικής τάξης. «Πράγματι, η Αμόρ ενσαρκώνει το ηθικό κέντρο του βιβλίου. Επειδή όμως αποφεύγω τις άτοπες διακρίσεις των ανθρώπων (και των μυθιστορηματικών χαρακτήρων) σε αγαθούς και κακούς, αφήνω την ηρωίδα στη συνείδηση των αναγνωστών. Θέλησα πάντως να είναι ενστικτώδης η συμπεριφορά της, τρόπον τινά. Η Αμόρ δεν κινείται προς το καλό εκ πεποιθήσεως, απλώς αποφασίζει τι είναι σωστό και κατόπιν δεν μπορεί να εγκαταλείψει αυτή την ιδέα. Και επιμένει, δεν σταματά να επιμένει. Νομίζω ότι με την Αμόρ πιο πολύ θέτω ένα ερώτημα. Πώς εκτιμούμε εν γένει την ηθική συμπεριφορά; Είναι πάντα οι καλοί που κάνουν το καλό; Ή μήπως όχι;» κατέληξε ο Ντέιμον Γκάλγκουτ, ο οποίος, κατά τα λοιπά, αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στην «ποικιλία» και στην «κουλτούρα της αντίστασης απέναντι στην εξουσία» που διακρίνει τη νοτιοαφρικανική γραφή, χωρίς ωστόσο να ξεχνά ότι, στο επίπεδο της γλώσσας, «η δική μας εκδοχή των αγγλικών είναι κυρίως πρακτική και λειτουργική, με ανατρεπτικά ξεπετάγματα». Ο ίδιος έγινε ο τρίτος συγγραφέας από τη Νότια Αφρική (μετά τη Ναντίν Γκόρντιμερ και τον Τζ. Μ. Κουτσί, τα δύο λαμπρά Νομπέλ Λογοτεχνίας) που απέσπασε το Βραβείο Booker, την κορυφαία ετήσια διάκριση του αγγλόφωνου κόσμου, με παγκόσμια εμβέλεια.