Το ερώτημα της συμπεριφοράς στην εξωτερική πολιτική έχει τεθεί επισταμένα, ιδιαίτερα για την Τουρκία, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο. Τα θεωρητικά και ερμηνευτικά σχήματα που έχουν επιστρατευθεί για την ανάλυση και κατανόηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι πάμπολλα και περιλαμβάνουν κάθε κοινωνιολογική, οικονομική και (διεθνή) πολιτική θεωρία που μπορεί κανείς να φανταστεί. Αυτή η προσπάθεια κατέστη ακόμα δυσκολότερη τον 21ο αιώνα εξαιτίας των σεισμικών διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων αλλά και των δραματικών αλλαγών στο εσωτερικό της Τουρκίας. Το βιβλίο «Διεθνής Πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο: Τουρκία, Κύπρος και Δίκτυα Συνεργασίας σε μία «Νέα» Υπο-Περιφέρεια» (Εκδόσεις Παπαζήση), αναλύει συστηματικά τα τρία επίπεδα (διεθνές, περιφερειακό, τοπικό) και τις μεταξύ τους διαδράσεις. Στο θέμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς η Τουρκία θεωρείται κεντρικός δρώντας στη διαμόρφωση των περιφερειακών γεωπολιτικών δυναμικών ως μια μεσαία και αναθεωρητική δύναμη που προσπαθεί να ανελιχθεί στην κλίμακα της διεθνούς ισχύος και να καταστεί μια μεγάλη δύναμη.
Η επίδραση του (αν)ισοζυγίου δυνάμεων στο διεθνές σύστημα δεν προσφέρει πάντοτε επαρκείς εξηγήσεις για το πώς ένα κράτος δρα στην εξωτερική πολιτική. Σαφώς, μια δύναμη που θέλει να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τις μεγάλες δυνάμεις βρίσκεται σε αναζήτηση πόρων και «διαπραγματευτικών χαρτιών». Θέλει να έχει ρυθμιστικό ρόλο στα διεθνοπολιτικά δρώμενα (agenda setter) καθώς και να προβάλλεται ως παροχέας ασφάλειας (security provider). Αυτό από μόνο του όμως δεν δικαιολογεί τον ιδεολογικό χαρακτήρα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ο οποίος δεν υπάρχει μόνο σε επίπεδο αφηγήματος αλλά βρίσκει πρακτική έκφραση.
Κάθε μετα-αυτοκρατορικό κράτος έχει τους δικούς του μύθους και τα δικά του νοσταλγικά αφηγήματα για το παρελθόν. Στην περίπτωση της Τουρκίας σχετίζονται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σημερινή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας συνδέεται όμως και με ιστορικές, βαθιά ιδεολογικές και κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες και ρήξεις. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002 είναι φορέας αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Σύνδρομο της Λωζάννης»: ενός ιδεολογικού, ταυτοτικού και ψυχολογικού πλαισίου που έχει τις ρίζες του στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και επιβίωσε μέχρι σήμερα μέσα από τα ιδεολογικο-πολιτικά ρεύματα του τουρκικού ισλαμικού κινήματος και ιδιαίτερα του Κινήματος Εθνικής Αποψης του Νετζμετίν Ερμπακάν (μέσα από το οποίο αναδύθηκε και το ΑΚΡ).
Μέχρι σήμερα μιλούσαμε για το Σύνδρομο των Σεβρών, δηλαδή την τουρκική φοβία του εδαφικού διαμελισμού και την καχυποψία για τις ραδιουργίες των μεγάλων, δυτικών δυνάμεων κατά της Τουρκίας. Αυτό το σύνδρομο δημιουργήθηκε μέσα από το σοκ που δέχτηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία όταν συμφωνήθηκε η Συνθήκη των Σεβρών το 1920, η οποία, αν και τελικά δεν ίσχυσε, καθιστούσε την Τουρκία, σε σχέση με τα εδάφη που κατείχε προηγουμένως, ένα «δείγμα κράτους» στη Μικρά Ασία. Το Σύνδρομο των Σεβρών χαρακτήριζε το νέο τουρκικό κράτος και την εξωτερική πολιτική του Μουσταφά Κεμάλ η οποία ήταν κατά κανόνα απομονωτική, εσωστρεφής και υπέρ της διατήρησης του status quo.
To Σύνδρομο της Λωζάννης δημιουργήθηκε σε εκείνα τα συντηρητικά και εθνικιστικά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας που διαφωνούσαν με την κατάργηση του σουλτανάτου και του χαλιφάτου. Πιο σημαντικά, το Σύνδρομο της Λωζάννης ενσωματώνει την απογοήτευση και τον εκνευρισμό που ακολούθησε την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (1923) στα εν λόγω κοινωνικά στρώματα. Αν και καλύτερη από την προηγούμενη Συνθήκη (των Σεβρών), είδαν τη Λωζάννη ως έναν ιστορικό, επώδυνο και άδικο συμβιβασμό σε σχέση με το ποια ήταν (εδαφικά) η Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και με το «Εθνικό Συμβόλαιο», όπως αυτό υιοθετήθηκε από το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο θέτοντας τους στόχους του (πολυσυλλεκτικού) εθνικού κινήματος απελευθέρωσης. Σε αυτό περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων εδάφη από τη Βόρεια Συρία και το Βόρειο Ιράκ. Συνεπώς, αν και το Σύνδρομο της Λωζάννης ενσωματώνει τις φοβίες του Συνδρόμου των Σεβρών, αποτελεί ένα ξεχωριστό και πολύ διαφορετικό παράδειγμα, τόσο στο επίπεδο των «πιστεύω» και των αντιλήψεων που έχουν οι πολιτικές ελίτ όσο και σε επίπεδο στρατηγικής κουλτούρας – δηλαδή των συλλογικών πεποιθήσεων για τη στρατηγική και την ασφάλεια που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων, είτε παρακινώντας σε συγκεκριμένες πολιτικές είτε περιορίζοντας κάποιες άλλες.
Συνεπώς, οι ηγετικές αντιλήψεις και η στρατηγική κουλτούρα που επηρεάζονται από το Σύνδρομο της Λωζάννης θέλουν μια Τουρκία πιο εξωστρεφή και αναθεωρητική, που θα επαναδιεκδικήσει το μεγαλείο και την επιρροή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε διεθνές επίπεδο και θα επαναφέρει μια συντηρητική τάξη πραγμάτων στο εσωτερικό. Η «Γαλάζια Πατρίδα» είναι η θαλάσσια-ναυτική προέκταση αυτής της γεωπολιτικής πρόσληψης. Από αυτή την άποψη, η εξωτερική πολιτική είναι προϊόν μιας ιστορικά εκδικητικής αλλά και αντεπαναστατικής προσέγγισης από μέρους του ΑΚΡ και του Ερντογάν. Και επειδή ακριβώς το ιδεολογικό στίγμα αυτής της πολιτικής εδράζεται σε μύθους και μεταφυσικά – θα μπορούσε να πει κανείς – αφηγήματα, η τουρκική στρατηγική καθίσταται όμηρος των εσωτερικών πολιτικών-ιδεολογικών δυναμικών φλερτάροντας πολύ συχνά με τον ανορθολογισμό. Αυτές οι τάσεις τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό την πόλωση στο εσωτερικό της χώρας αλλά και τις ανακατατάξεις ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να τύχουν της σωστής ερμηνείας ώστε να αντιμετωπιστούν σωστά οι προκλήσεις που δημιουργούν και να κεφαλαιοποιηθούν αποτελεσματικά οι ευκαιρίες.
*Ο δρ Ζήνωνας Τζιάρρας είναι διεθνολόγος-ερευνητής στο Peace Research Institute Oslo (PRIO) Cyprus Centre.