Τον οδικό χάρτη για να βγει η οικονομία από το τούνελ της υγειονομικής κρίσης σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο εν μέσω της ανησυχίας που προκαλεί η έξαρση της πανδημίας.

«Θεού θέλοντος», όπως λένε οι οικονομικοί υπουργοί της κυβέρνησης, την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου το Υπουργικό Συμβούλιο θα κληθεί να εγκρίνει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο πέρασε από το Eco/Fin την περασμένη Τρίτη αποσπώντας τα εγκωμιαστικά σχόλια υπουργών Οικονομικών και της Επιτροπής.

Δείτε επίσης: 

Ταμείο Ανάκαμψης: Οι 10 αλλαγές που φέρνει στη ζωή, στην εργασία και στην καθημερινότητά μας

Αμέσως μετά, αν όχι την ίδια ημέρα, το σχέδιο θα κατατεθεί στη Βουλή για να συζητηθεί στις αρμόδιες επιτροπές και να ψηφιστεί από την ολομέλεια. Σε αυτό το σημείο, όμως, εγείρεται και η πρώτη βάσιμη ένσταση από την αντιπολίτευση, όπως διατυπώθηκε από τον πρώην υπουργό του ΠαΣοΚ Φίλιππο Σαχινίδη ότι «πρώτα πρέπει να γίνει εθνικός διάλογος για το σχέδιο και μετά να έρθει στη Βουλή. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η αναγκαία συναίνεση για την υλοποίησή του που θα επηρεάσει τις οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας τα προσεχή 4-5 χρόνια».

Φίλιππος Σαχινίδης: «Δεν είναι μεταρρύθμιση η “ψηφιακή γραφειοκρατία”»

Η κατεύθυνση

Σε κάθε περίπτωση, οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης που από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ διά της κυρίας Εφης Αχτσιόγλου επικεντρώνονται στην «κατεύθυνση των πόρων και των μεταρρυθμίσεων» που ξεκινούν από τη λειτουργία του κράτους και φτάνουν στις αλλαγές των εργασιακών σχέσεων, δεν ακυρώνουν τον βασικό στόχο που είναι να επιτευχθεί ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της τάξης του 2,5%-3% ετησίως τα χρόνια μετά την πανδημία.

Εφη Αχτσιόγλου: «Υπάρχει ένα κενό στην κυβερνητική πολιτική»

Ασφαλώς κομβικό ρόλο σε αυτό παίζουν οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που έχουν υιοθετήσει οι υπουργοί Χρήστος Σταϊκούρας και Θόδωρος Σκυλακάκης.

Πυλώνες του σχεδίου, το οποίο παρουσίασε αναλυτικά «Το Βήμα» την περασμένη Κυριακή, είναι ασφαλώς οι επιδοτήσεις (ζεστό χρήμα), που θα ξεπεράσουν τα 17 δισ. ευρώ, αλλά και οι δανειοδοτήσεις των επενδυτικών προγραμμάτων που θα ενταχθούν σε αυτό και θα έχουν στην ουσία μηδενικό επιτόκιο.

Σημαντικό κίνητρο

Οπως διευκρίνισε ο κ. Σκυλακάκης μιλώντας στο συνέδριο για την επόμενη ημέρα της οικονομίας που διοργάνωσε το Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων «οι δανειακοί πόροι του ταμείου (RRF), που θα ανέλθουν σε 13 δισ. ευρώ, θα περάσουν μέσα από τις τράπεζες και θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις με επιτόκια 0,2% -0,3%!

Θόδωρος Σκυλακάκης: «Θα κινητοποιηθούν πόροι 45-50 δισ. ευρώ»

Αυτό είναι ένα σημαντικό κίνητρο στον βαθμό που σήμερα το κόστος δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι υψηλότερο κατά 190 μονάδες βάσης και πολύ υψηλότερο (τουλάχιστον κατά 300 μονάδες βάσης) για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις έναντι των ευρωπαϊκών».

Αξίζει να σημειωθεί αυτό που τόνισε η καθηγήτρια, πρώην υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος Ελένη Λουρή ότι «η χρηματοδότηση των επενδύσεων στην Ελλάδα περνά κατά τα 9/10 από τις τράπεζες, όταν στην ευρωζώνη η χρηματοδότηση αντλείται κατά 2/3 από το τραπεζικό σύστημα και κατά 1/3 από τις κεφαλαιαγορές».

Η τεκμηριωμένη αυτή επισήμανση δείχνει και το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία με την απουσία του τραπεζικού συστήματος και την υποχρηματοδότηση, καθώς 10 χρόνια από τη χρεοκοπία της χώρας και τα μνημόνια το ζήτημα των κόκκινων δανείων παραμένει άλυτο.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, στο τέλος του 2020 είχαν πωληθεί σε «διαχειριστές» – τα γνωστά funds – μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 38,9 δισ. ευρώ (!) και στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών βρίσκονται άλλα τόσα (!).

Υπάρχει λόγος

Υπό το πρίσμα αυτό, οι επισημάνσεις του καθηγητή, πρώην υπουργού, Γιώργου Αλογοσκούφη για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων με πρώτη την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος που έπαιξε ρόλο και στην προηγούμενη κρίση, έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα.

Γιώργος Αλογοσκούφης: «Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις»

Οπως είπε «η ανάκαμψη μετά την πανδημία θα είναι χρονοβόρα, θα ξεκινήσει με την αύξηση της κατανάλωσης. Αυτό που έχει σημασία είναι οι μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν». Και σημείωσε με έμφαση ότι «οι προβλέψεις και προ της πανδημίας δεν ήταν ρόδινες, τώρα υπάρχει ένας λόγος περισσότερος…».