Μία ημέρα μετά το πρώτο τηλεφώνημα που είχε ως πρόεδρος των ΗΠΑ με τον κινέζο ομόλογό του, ο Τζο Μπάιντεν συνόψισε το κεντρικό νόημα της συνδιάλεξης. «Η Κίνα θα φάει το φαγητό της Αμερικής αν αυτή δεν βιαστεί να βελτιώσει τις υποδομές της», είπε ο Τζο Μπάιντεν μιλώντας το βράδυ της Πέμπτης σε έναν όμιλο Αμερικανών γερουσιαστών. Μεταξύ του τηλεφωνήματος με τον Σι Τζινπίνγκ και της ομιλίας του στη Γερουσία είχε προηγηθεί συνάντηση του νεοορκισθέντος προέδρου με μέλη της αμερικανικής Επιτροπής Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, πρώτο μέλημα του Σι ήταν να απαιτήσει τον τερματισμό της αμερικανικής ανάμιξης στα εσωτερικά της Κίνας με το «πρόσχημα» της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια σινοαμερικανική σύγκρουση με αφορμή τα ανθρώπινα δικαιώματα θα απέβαινε καταστροφική και για τις δύο χώρες, φέρεται είπε ο κινέζος ηγέτης. Και δεν εννοεί βεβαίως στρατιωτική σύγκρουση αλλά διπλωματική, με όλες τις εμπορικές και οικονομικές προεκτάσεις που νομοτελειακά θα προσλάβει αυτή.

Επιχείρηση «εξαγωγή της δημοκρατίας» και οι υπερδυνάμεις

Η ένταση στις σινοαμερικανικές εμπορικές σχέσεις είναι ένα κληροδότημα της προηγούμενης διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Τζο Μπάιντεν. Αλλά το μήνυμα του Πεκίνου προς την Ουάσιγκτον είναι σαφές: «πάψτε να ασχολείστε με την πολιτική και θεσμική αμερικανοποίηση της Κίνας και περιοριστείτε στις business as usual που κάνουμε με αμοιβαίο όφελος εδώ και τρεις δεκαετίες».

Η επιχείρηση «εξαγωγή της δημοκρατίας» δηλαδή, πέρα από τα αμφισβητούμενα αποτελέσματα που έχει εκεί που εφαρμόστηκε από την Ουάσιγκτον (από τον πρώτη εισβολή στο Ιράκ πριν από 30 ακριβώς χρόνια), δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε υπερδυνάμεις, με τις οποίες μάλιστα διατηρεί στενές σχέσεις αλληλεξάρτησης σύμπας ο αμερικανικός επιχειρηματικός κόσμος.

Μια 20ετία οπισθοδρόμησης

«Αν δεν κινητοποιηθούμε, θα μας φάνε το φαγητό. Επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα που σχετίζονται με τις μεταφορές, με το περιβάλλον, με έναν ευρύ κατάλογο τομέων και δραστηριοτήτων. Πρέπει να ανεβάσουμε στροφές…», τόνισε στους γερουσιαστές ο Μπάιντεν. Αναλυτές εξέλαβαν τις επισημάνσεις του προέδρου ως το σύνθημα για την εκκίνηση της εκταμίευσης των 2 τρισ. δολαρίων που είχε υποσχεθεί προεκλογικά για επενδύσεις σε υποδομές της χώρας σε βάθος τετραετίας. Επενδύσεις κυρίως στην καθαρή ενέργεια, που θα δημιουργήσουν «θέσεις εργασίας και ανάπτυξη».

Ο νέος αμερικανός πρόεδρος ουσιαστικά υιοθετεί πρόταση που, εις μάτην όπως αποδείχθηκε, είχε υποβάλει από την αρχή της θητείας του προκατόχου του, Ντόναλντ Τραμπ, η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Μηχανικών (ASCE). Το 2017 η Ένωση είχε κατατάξει τις υποδομές των ΗΠΑ στην κατηγορία D+ και είχε εκτιμήσει ότι η χώρα χρειάζεται συνολικές επενδύσεις 2 τρισ. δολαρίων έως το έτος 2025 για να καλυφθεί η υστέρηση.

Η ASCE είχε προειδοποιήσει τότε ότι το κόστος για την αμερικανική οικονομία σε περίπτωση που δεν γίνουν οι επενδύσεις αυτές θα είναι πολύ μεγαλύτερο των 2 τρισ. δολαρίων. Το 2019, δύο αργότερα μετά την εισηγητική μελέτη της Ενωσης Πολιτικών Μηχανικών δηλαδή, η περίφημη έκθεση για την ανταγωνιστικότητα σε διεθνή κλίμακα (Global Competitiveness Report) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός είχε κατατάξει τις ΗΠΑ στην 13η θέση της κατάταξης των χωρών με βάση έναν ευρύτερο δείκτη ποιότητας των υποδομών. Στην αντίστοιχη έκθεση του 2002 οι ΗΠΑ βρίσκονταν στην 5η θέση.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τις τελευταίες δεκαετίες η Κίνα επένδυσε τεράστια ποσά στις υποδομές της. Απέκτησε σιδηροδρόμους υψηλής ταχύτητας, συστήματα υπόγειων δικτύων συγκοινωνιών σταθερής τροχιάς στις μεγάλες πόλεις, σύγχρονες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας…

Οι κινεζικοί σιδηρόδρομοι φαίνεται πως έχουν εντυπωσιάσει περισσότερο τον Μπάιντεν. «Έχουν θέσει σε εφαρμογή μια τεράστια, μια απίστευτης έκτασης επενδυτική πρωτοβουλία σε ό,τι αφορά τους σιδηροδρόμους την ώρα που ήδη τα τρένα τους αναπτύσσουν άνετα την ταχύτητα των 225 μιλίων την ώρα (360 χλμ/ώρα)», σημείωσε χαρακτηριστικά ο αμερικανός πρόεδρος.

Ο Φρανκλίνος Ρούζβελτ

Καν’ το όπως ο Ρούζβελτ

Οι κινεζικές εμπορικές πρακτικές, όπως επίσης και οι σχέσεις του Πεκίνου με το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν και επίσης η… νεοναζιστική, θα έλεγε κανείς, μεταχείριση των Ουιγούρων μουσουλμάνων της επαρχίας Ξινγιάνγκ, ήταν ζητήματα που έθεσε στον κινέζο ηγέτη ο Μπάιντεν.

Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκη είπε επίσης ότι ο πρόεδρος έθιξε και το ζήτημα της έλλειψης διαφάνειας εκ μέρους των κινεζικών αρχών σε θέματα που αφορούν τη γένεση και τη μετάδοση της Covid-19.

Όπως φάνηκε, όμως, οι δύο πλευρές έκαναν ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ομαλοποίησης των διμερών σχέσεών τους. Οι αναμενόμενες εξελίξεις στο ζήτημα της έκδοσης ή μη στις ΗΠΑ της οικονομικής διευθύντριας της Huawei (και κόρης του προέδρου και ιδρυτή της εταιρείας) Μενγκ Γουαντσού που κατηγορήθηκε από την διακυβέρνηση Τραμπ για βιομηχανική κατασκοπεία και κυκλοφορεί με «βραχιολάκι» στον Καναδά, θα είναι ενδεικτικές της κατεύθυνσης που θα λάβουν επί Μπάιντεν οι σινοαμερικανικές σχέσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων έργων που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και ανάπτυξη στη βαριά πληγωμένη από την πανδημική κρίση αμερικανική κοινωνία και οικονομία πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Προς μεγάλη ευτυχία της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Μηχανικών, που στην προ τετραετίας περιβόητη έκθεσή της σημειώνει:

Το «νέο ντιλ για τον αμερικανικό λαό»

«Η προσήλωση του Φρανκλίνου Ντελάνο Ρούζβελτ στις αμερικανικές υποδομές, που περιγράφηκε ως «νέο ντιλ για τον αμερικανικό λαό», κατάφερε να ενώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Δρόμοι κατασκευάστηκαν εκεί που δεν υπήρχε παρά μόνο σκόνη. Γέφυρες ένωσαν εδάφη που ήταν κάποτε χωρισμένα. Και, το σπουδαιότερο, οι άνεργοι ξαναγύρισαν στους τόπους δουλειάς».
Μηχανικοί VS τραπεζιτών

Οι Αμερικανοί μηχανικοί παραδέχονται ότι «ήταν το μεγαλύτερο πρόγραμμα υποδομών στην ιστορία της χώρας, που πιθανότερα δεν θα ξαναδούμε ποτέ». Αλλά προσθέτουν ότι «έπειτα από οκτώ δεκαετίες οι αρτηρίες των συγκοινωνιών, που αιματοδοτούν την οικονομία και τον τρόπο ζωής μας, καταρρέουν».

Η ώρα των… μηχανικών

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους αμερικανικούς σιδηροδρόμους, είναι γνωστό ότι το πανίσχυρο λόμπι των λεωφορείων και του πετρελαϊκού κλάδου τους έχει καταδικάσει επί δεκαετίες ολόκληρες σε μαρασμό. Λέγεται ότι στις αρχές του 20ού αιώνα χρειαζόταν λιγότερο χρόνο ένας ταξιδιώτης για να πάει με το τρένο από τη Νέα Υόρκη στο Τορόντο του Καναδά από όσο χρειάζεται στις αρχές του 21ου αιώνα.

Ίσως ήρθε για τις ΗΠΑ η ώρα του επόμενου «νιου ντιλ». Και η ώρα των… μηχανικών. Προς μεγάλη πικρία, βεβαίως, των τραπεζιτών και της Wall Street εν γένει, που τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ήταν ο κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης του καπιταλισμού στις ΗΠΑ και παγκοσμίως. Με την Τζάνετ Γέλεν στο υπουργείο Οικονομικών εξάλλου δεν πρέπει να αισθάνονται και τόσο άνετα οι αυτουργοί ενός μοντέλου ανάπτυξης που δημιούργησε μεν τεράστιο πλούτο, αλλά έφερε σε σημείο βρασμού τις κοινωνικές ανισότητες.