Η Πορτογαλία διαθέτει μια παράδοση μισού σχεδόν αιώνα, η οποία επιβεβαιώθηκε στις εκλογές της Κυριακής: Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974, όλοι οι πρόεδροι της χώρας έχουν επανεκλεγεί για μια δεύτερη θητεία από τον πρώτο γύρο. Ο Μαρσέλου Ρέμπελου ντε Σόουζα δεν αποτέλεσε, λοιπόν, εξαίρεση. Με το 61% που διασφάλισε όχι απλώς επανεξελέγη, αλλά συγκέντρωσε σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με το 52% του 2016.

Με τον τρόπο αυτό, ο 72χρονος κεντροδεξιός πολιτικός (προέρχεται από τις τάξεις του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στην ηγεσία του οποίου βρέθηκε την περίοδο 1996-’99) και πρώην πολιτικός σχολιαστής επιβεβαίωσε και τη δημοφιλία του ανάμεσα στους Πορτογάλους – η οποία μάλλον ενισχύθηκε από το γεγονός ότι διαγνώστηκε θετικός στον κορωνοϊό στις 12 Ιανουαρίου και ήταν σχεδόν ασυμπτωματικός.

Η επανεκλογή του ήταν τόσο βέβαιη, άλλωστε, ώστε την είχαν προβλέψει και οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές, του Αντόνιο Κόστα που αποφάσισαν, ανάμεσα στα άλλα, να μην κάνουν καν τον κόπο να στηρίξουν κάποιο άλλο υποψήφιο στην αναμέτρηση.

Φιλικός με τον λαό, αλλά…

Η αλήθεια είναι πως και ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο ρόλος του είναι μάλλον τυπικός και δεν είναι αναγκασμένος πλέον να εμπλέκεται σε πολιτικές συγκρούσεις, έχει φροντίσει να οικοδομήσει ένα προφίλ «πολιτικού της διπλανής πόρτας». Γι’ αυτό και είναι από τους ελάχιστους στη χώρα στον οποίο πολλοί αναφέρονται με το μικρό του όνομα – ο Μαρσέλο.

Μην διστάζοντας να εμφανιστεί με σορτς και αθλητική περιβολή σε σούπερ μάρκετ, να βουτήξει στα νερά της θάλασσας για να βοηθήσει δύο γυναίκες που είχαν χάσει τον έλεγχο του κανό τους, αλλά και να γευματίσει μαζί με αστέγους, κατάφερε να γίνει αγαπητός και αποδεκτός από την πλειοψηφία. Σε βαθμό, μάλιστα, που πολλοί να ξεχάσουν την αντιδραστική στάση που είχε τηρήσει στο δημοψήφισμα του 2007, όταν είχε ταχθεί κατά της νομιμοποίησης των αμβλώσεων μέχρι τη δέκατη εβδομάδα της κύησης.

Παρ’ όλα αυτά, η άνετη επανεκλογή του στην προεδρία δεν σημαίνει πως η Πορτογαλία – η οποία ασκεί και την προεδρία της ΕΕ το τρέχον εξάμηνο – βιώνει μια περίοδο κοινωνικής ειρήνης και πολιτικής ηρεμίας. Το αντίθετο, μάλλον, συμβαίνει, όπως έδειξε και το ρεκόρ αποχής στις εκλογές της Κυριακής, που άγγιξε το 60%.

Μία από τις αιτίες έχει να κάνει, αναμφίβολα, με την πανδημία, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο και για τη μειωμένη προσέλευση στις κάλπες (τα δύο τρίτα των πολιτών δήλωναν πως επιθυμούν αναβολή των εκλογών). Το πλήγμα που έχει δεχθεί η χώρα, άλλωστε, είναι πολύ πιο μεγάλο σε σύγκριση με άλλες στην ΕΕ που έχουν παρόμοιο πληθυσμό, όπως η Ελλάδα.

Για του λόγου το αληθές, ο αριθμός των θανάτων στη χώρα πλησιάζει τους 250 ημερησίως και έχει ήδη φτάσει τις 10.500 από την αρχή της υγειονομικής κρίσης. Όσοι για τις ΜΕΘ, κυριολεκτικά «στενάζουν», καθώς σήμερα σε αυτές νοσηλεύονται περισσότεροι από 720 ασθενείς με σοβαρές επιπλοκές.

«Να συντρίψουμε την Αριστερά»

Την ίδια στιγμή, ανησυχητικά είναι τα μηνύματα και σε πολιτικό επίπεδο, ειδικά μετά το αποτέλεσμα της Κυριακής. Το 12% και η τρίτη θέση του 38χρονου Αντρέ Βεντούρα, ιδρυτή και υποψηφίου του πρώτου ουσιαστικά ακροδεξιού κόμματος της χώρας εδώ και δεκαετίες – Chega, που σημαίνει «Αρκετά» – σήμανε καμπανάκι στα πολιτικά επιτελεία. Ειδικά καθώς στις βουλευτικές εκλογές του 2019 είχε πάρει 1,3% και 70.000 ψήφους, εκλέγοντας ένα βουλευτή.

Σημειώνεται πως ο Βεντούρα διεκδίκησε την προεδρία με βασικό σύνθημά του «να συντρίψουμε την Αριστερά», με το επιχείρημα ότι κυβερνά τη χώρα – ο Κόστα έχει για δεύτερη συνεχόμενη τετραετία τη στήριξη του Αριστερού Μπλοκ, του ΚΚ Πορτογαλίας και των Πρασίνων. Παράλληλα, υιοθέτησε έναν εξαιρετικά διχαστικό λόγο, υποστηρίζοντας για παράδειγμα πως θέλει να εκπροσωπήσει μόνο τους «καλούς Πορτογάλους».

Θα είμαι ένας πρόεδρος ο οποίος «θα σταθεροποιήσει και θα ενώσει, ένα πρόεδρος ο οποίος δεν θα είναι μόνο με τους καλούς ενάντια στους κακούς» του απάντησε ο επανεκλεγείς ντε Σόουζα, σε μια προσπάθεια να απευθυνθεί σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και το ρεύμα που προσπαθεί (με επιτυχία, όπως φαίνεται) να εκφράσει ο Βεντούρα δεν αντιμετωπίζεται με δηλώσεις.