«Κόμματα, των οποίων η δράσις τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος ή εκθέτει εις κίνδυνον την εδαφικήν ακεραιότητα της Χώρας, τίθενται εκτός νόμου δι’ αποφάσεως του κατά το άρθρον 100 του παρόντος Συντάγματος Δικαστηρίου».

Αυτό περιελάμβανε το αρχικό κυβερνητικό σχέδιο και η πρόταση της Επιτροπής του Συντάγματος υπό τον Κωνσταντίνο Τσάτσο που κατατέθηκε στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης του 1975. Η αντίδραση των κομμάτων της τότε αντιπολίτευσης είχε οδηγήσει στην απόσυρση της επίμαχης διάταξης κλείνοντας έκτοτε την όποια συζήτηση περί απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, ζήτημα που επανέρχεται μετ’ επιτάσεως στη δημόσια συζήτηση με αφορμή την ποινική καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, η οποία με τον μανδύα του πολιτικού κόμματος έσπειρε επί χρόνια τη βία, το αίμα και τη μισαλλοδοξία προσβάλλοντας τις δημοκρατικές αξίες και τους συνταγματικούς θεσμούς, δηλαδή τον ίδιο τον πυρήνα λειτουργίας του πολιτεύματος.

Η άποψη που υπερισχύει

Η ιστορική καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων με την οποία οδηγείται στη φυλακή το διευθυντήριο του νεοναζιστικού μορφώματος και πληθώρα στελεχών και μελών της εγκληματικής οργάνωσης επαναφέρει με έμφαση το ζήτημα της αναγκαιότητας και δυνατότητας ή μη απαγόρευσης πολιτικού κόμματος η ύπαρξη και λειτουργία του οποίου στρέφεται κατά της «ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος», όπως ορίζεται από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 29).

Αν στο θέμα των πολιτικών δικαιωμάτων – με δεδομένη την κατάργηση της παρεπόμενης ποινής της στέρησής τους με τον νέο Ποινικό Κώδικα – όλοι συγκλίνουν στο ότι ο εκλογικός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει κωλύματα για τους καταδικασθέντες (η διαφωνία των συνταγματολόγων περιορίζεται στο αν αυτό μπορεί να ισχύσει μόνο μετά την αμετάκλητη καταδίκη τους, όπως είναι η επικρατέστερη ερμηνεία, ή αρκεί η πρωτόδικη απόφαση), στο ζήτημα της απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, όπως στην περίπτωση της ΧΑ ή τυχόν παραγώγου της, τωρινού ή μελλοντικού, η άποψη που υπερισχύει είναι ότι τέτοιο ζήτημα δεν υφίσταται εκ του Συντάγματος.

Τα περιθώρια ερμηνείας

Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση έχει ανοίξει για τα καλά και τα ερωτήματα που εγείρονται θα απασχολούν για καιρό τους συνταγματολόγους και τους πολιτικούς. Ο Κύκλος Ιδεών του Ευάγγελου Βενιζέλου προσέγγισε ήδη το θέμα σε μια διαδικτυακή συζήτηση στην οποία αναδείχθηκαν όλα τα υπαρκτά ερωτήματα που ανακύπτουν μετά την καταδίκη των χρυσαυγιτών. Υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας του Συντάγματος τέτοια ώστε να υπάρξει απαγόρευση πολιτικών κομμάτων και, αν όχι, αυτό σημαίνει ότι για εγκληματικές οργανώσεις ενδεδυμένες τον μανδύα πολιτικού κόμματος όπως η ΧΑ δεν μπορούν να ληφθούν από τη συντεταγμένη Πολιτεία κάποια μέτρα και, αν ναι, ποια, μέσω ποιου μηχανισμού (π.χ. εκλογικός νόμος);

Κατά τον κ. Βενιζέλο «απαγόρευση πολιτικού κόμματος δεν μπορούμε να έχουμε, αλλά και ιστορικά έχει αποδειχθεί μάταιη». Ακόμα και στη Γερμανία, όπου προβλέπεται η δυνατότητα απαγόρευσης κόμματος (λόγω της προϊστορίας της), οι φιλοναζιστικές ιδέες έχουν εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Τι γίνεται όμως «αν τα πρόσωπα που ηγούνται μίας κομματικής οντότητας είναι καταδικασμένα και έχουν περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος ή εάν υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι μια εγκληματική οργάνωση θέλει να αποκτήσει την προβιά του κόμματος»; Τότε ο εκλογικός νόμος είναι αυτός που «πρέπει να απαγορεύσει να καταστρατηγηθεί η στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων και να απαγορεύσει την καταχρηστική μεταμφίεση μιας εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα», σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο.

Η εμπειρία του ΚΚΕ

Αναφορικά με την απαγόρευση κόμματος στη χώρα μας υπάρχει η δραματική εμπειρία με την κήρυξη εκτός νόμου του ΚΚΕ για τρεις δεκαετίες. Ηταν κάτι που βάρυνε καθοριστικά ως προς την αντίδραση της αντιπολίτευσης στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης του 1975 έναντι της πρότασης περί απαγόρευσης πολιτικού κόμματος. Ετσι παρέμεινε αυτό που ισχύει και σήμερα, ότι η οργάνωση και δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να υπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά χωρίς να προβλέπονται κυρώσεις, όπως επισήμανε στη διαδικτυακή συζήτηση του Κύκλου Ιδεών ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, διαπιστώνοντας ότι «όλοι όσοι ασχολούμαστε με το Συνταγματικό Δίκαιο δεχόμαστε ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει η δυνατότητα να τεθεί εκτός νόμου ένα κόμμα λόγω αυτής της ιστορικής ερμηνείας, αλλά και κυρίως συστηματικά, δηλαδή ήταν κάτι το οποίο θεωρείται ότι μπορεί να περιορίσει την ελεύθερη έκφραση της βούλησης του εκλογικού σώματος».

 

Υποψήφιοι βουλευτές

Αλλο όμως τι μπορεί να προβλεφθεί στο επίπεδο της εκλογικής νομοθεσίας με τροποποίηση του εκλογικού νόμου στον οποίο μπορεί να προβλεφθεί το αυτονόητο, «ότι ένα κόμμα το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να κατεβάζει υποψηφίους και δεν μπορεί να ανακηρύσσονται υποψήφιοι οι βουλευτές του», όπως σημείωσε ο κ. Αλιβιζάτος.

Προκρίνεται έτσι η προοπτική της εκλογικής απαγόρευσης κόμματος, κάτι που σύμφωνα με τον Χαράλαμπο Ανθόπουλο θα αφορά το δικαίωμα του εκλέγειν της Χρυσής Αυγής και των διαδόχων κομμάτων και δεν θα αφορά τα υποκειμενικά εκλογικά δικαιώματα των καταδικασθέντων, τα οποία προϋποθέτουν αμετάκλητη ποινική καταδίκη. Οπως επισήμανε εξάλλου ο Σπύρος Βλαχόπουλος, με δεδομένο ότι δεν επιτρέπεται η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων, μπορεί να οδηγηθούμε στο ίδιο σχεδόν αποτέλεσμα παρέχοντας στον Αρειο Πάγο τη δυνατότητα να μην ανακηρύσσει κάποιους συνδυασμούς. «Με το να λέμε, ναι μεν, δεν απαγορεύουμε τα πολιτικά κόμματα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δίνουμε τη δυνατότητα απαγόρευσης καθόδου στις εκλογές, νομίζω ότι οδηγούμαστε στο ίδιο αποτέλεσμα» ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος.

Πρέπει να υπάρξει αμετάκλητη καταδίκη

«Μια εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να μετονομασθεί σε κόμμα και όσοι έχουν στερήσεις κατά το άρθρο 51 παράγραφος 3 Συντάγματος του εκλογικού τους δικαιώματος, ενεργητικού και παθητικού, δεν μπορούν να μετάσχουν στις εκλογές» όπως έχει επισημάνει ο κ. Ευαγγελος Βενιζέλος, θυμίζοντας ωστόσο ότι αυτό απαιτεί χρόνο διότι πρέπει προηγουμένως να έχει υπάρξει αμετάκλητη ποινική καταδίκη τους.

Πώς «απηλείφθη η διάταξη» από το Σύνταγμα του 1975

Η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1975 είχε φωτίσει πολλές πλευρές της επιχειρούμενης τότε υιοθέτησης στο Σύνταγμα της απαγόρευσης κομμάτων (στο άρθρο 12 του σχεδίου).
Ο εισηγητής της μειοψηφίας (βουλευτής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Ενωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις που εκπροσώπησε όλες τις πτέρυγες της αντιπολίτευσης) Δημήτρης Τσάτσος είχε τονίσει μάλιστα ότι με τη σχετική πρόβλεψη «καταλύεται η ενότητα της αρχής του Κράτους Δικαίου». «Ποια είναι η βάση του Κράτους Δικαίου; Είναι μια απλή διάκριση ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία.

Η τρίτη διάσταση

Ο πολίτης πρέπει να γνωρίζει ότι ή δρα νομίμως ή δρα παρανόμως. Η γνώση αυτού του κριτηρίου, αυτό το ζευγάρι των εννοιών θεμελιώνει την ελευθερία» σημείωνε ο κορυφαίος συνταγματολόγος, διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω διάταξη περί απαγόρευσης προσθέτει μια τρίτη διάσταση που οδηγεί σε κατάλυση του Κράτους Δικαίου: «Εχουμε περιπτώσεις όπου ένα κόμμα ενεργεί παράνομα. Αυτό συμβαίνει όταν παραβιάζεις τους ποινικούς νόμους. Εκεί υπάρχει παρανομία. Υπάρχει και η δευτέρα περίπτωση όπου ένα κόμμα ενεργεί νομίμως. Εκεί δεν υπάρχει θέμα. Υπάρχει και η τρίτη περίπτωση, όπου ένα κόμμα εκτρέπεται, δεν εμπίπτει σε συγκεκριμένη παράβαση ποινικής διατάξεως και παρότι δεν εμπίπτει, μπορεί να απαγορευθή. Εχομε δηλαδή μια περίπτωση απαγορευμένης νομιμότητας» υπογράμμιζε, σημειώνοντας ότι ακριβώς η προσθήκη αυτής της τρίτης διάστασης αποτελεί κατάλυση του Κράτους Δικαίου.

«Αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ»

Αλλά και ο αρχηγός του ΠαΣοΚ Ανδρέας Παπανδρέου διατύπωνε τις ευθείες επιφυλάξεις του τονίζοντας στη συζήτηση αυτή ότι «αρκεί ο Ποινικός Κώδιξ». Οπως εξηγούσε με διεισδυτικό τρόπο, «δεν πιστεύω ότι αυτό το οποίο επιδιώκεται με τη διάταξη αυτή, πρόκειται να φέρη οποιοδήποτε αποτέλεσμα». «Διότι είναι σαφές ότι εάν κανείς επιθυμή να είναι ανατρεπτικός και να μην παραβιάζη ταυτόχρονα τον νόμο, πραγματικά το δύναται και αν η Πολιτεία αποφασίση ότι κάποιος είναι ανατρεπτικός παρά το γεγονός ότι συμπεριφέρεται νομίμως, δύναται να τον χαρακτηρίσει ως ανατρεπτικό με βάση το άρθρο σας, και να οδηγήση εις την κατάλυση του ελευθέρου πολιτικού βίου». Για τον Παπανδρέου «το φρόνημα είναι ελεύθερον» και αυτό που διώκεται είναι «η ποινική πράξη».
Ο ίδιος μάλιστα έθετε το καίριο ερώτημα «Μα, θα μου είπητε, θα αφήσωμεν ακόμα και γνωστής προελεύσεως ανθρώπους, οι οποίοι παραβίασαν το Δημοκρατικό Πολίτευμα;». Και απαντούσε: «Είμαι ο τελευταίος των ανθρώπων, ο οποίος επιθυμώ να το δεχθώ αυτό. Αλλά εάν πρόκειται να θεμελιώσωμε Δημοκρατικό Σύνταγμα, δεν θα πρέπη να αξιοποιούμε τις άμεσες και πικρές εμπειρίες διά να διαστρεβλώνωμε διατάξεις που πρόκειται να εγγυηθούν την ελευθερία της πολιτικής ζωής». «Δεν μας χρειάζεται η αστυνόμευση των κομμάτων. Αντιθέτως, η παρουσία μιας τέτοιας παραγράφου στο Σύνταγμά μας του προσδίδει χαρακτήρα αντιδημοκρατικό και εις την περίπτωση αυτή θυμίζει τα Συντάγματα της δικτατορίας» διαπίστωνε ο ιδρυτής του ΠαΣοΚ.

«Θετικό βήμα»

Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης οδήγησαν στην απόσυρση της επίμαχης διάταξης. Ο Παπανδρέου είχε χαιρετίσει την κίνηση αυτή: «Χαιρόμεθα ότι το θέμα της διαλύσεως των κομμάτων δεν είναι πλέον στις προτάσεις της Κυβέρνησης. Αλλοίμονο εάν ήταν» είχε πει. Θετικός είχε εμφανιστεί και ο αρχηγός της Ενωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις Γεώργιος Μαύρος: «Αυτό νομίζω ότι αποτελεί πρόοδον» σημείωνε. «Θετικό βήμα» χαρακτήριζε και ο Λεωνίδας Κύρκος (ΚΚΕ Εσωτερικού / ΕΔΑ) το ότι «απηλείφθη η διάταξη περί της δυνατότητος διαλύσεων των κομμάτων», ενώ ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος από την Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις υπογράμμιζε ότι «δεν υπάρχουν άλλοι φραγμοί στην λειτουργίαν των κομμάτων, εκτός από όσους οι κοινοί ποινικοί νόμοι ορίζουν», ενώ εκ μέρους του ΚΚΕ ο Χαρίλαος Φλωράκης διατύπωνε την συνολική αντίθεσή του στο επίμαχο άρθρο 12 του αρχικού σχεδίου (μετέπειτα άρθρο 29) το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι με νόμο θα ορίζονται τα περί της οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων, που επίσης απαλείφθηκε, όπως και η πρόβλεψη που στην πορεία προστέθηκε ότι τα κόμματα οφείλουν να καθιστούν δημοσία γνωστή την προέλευση των οικονομικών πόρων τους (παρέμεινε η απαγόρευση οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεων υπέρ πολιτικών κομμάτων των δικαστικών, των στρατιωτικών, των αστυνομικών και των δημοσίων υπαλλήλων).

«Νομοθετικήν ισοπέδωσιν»

Ο γενικός γραμματέας του νομιμοποιημένου πλέον ΚΚΕ είχε καταγγείλει «την νομοθετικήν ισοπέδωσιν των πολιτικών κομμάτων» και τη «συνταγματική κάλυψη επέμβασης στην αυτονομία» τους. «Αντί η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων να υπηρετή την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος, να διατυπωθή έτσι ώστε η ελευθέρα λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και των δημοκρατικών θεσμών να εξυπηρετούν τη δράση και ανάπτυξη των πολιτικών κομμάτων» σημείωνε ο Χαρίλαος Φλωράκης. Το πρώτο μεταπολιτευτικό Σύνταγμα του 1975 ψηφίστηκε τελικά μόνο από την πλειοψηφία καθώς όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης απείχαν από την ψηφοφορία διαφωνώντας μεταξύ των άλλων με τις υπερεξουσίες που δίδονταν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.