Ο ρόλος του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι θεμελιώδης για την κατοχύρωση στην πράξη των ατομικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών σε αυτή τη χώρα, αλλά και για την ίδια τη λειτουργία της αμερικανικής δημοκρατίας. Καθώς αποτελείται από εννέα μόνο μέλη, κάθε αποχώρηση προκαλεί συζητήσεις για τον ρόλο του αποχωρούντος στη διαμόρφωση της νομολογίας του δικαστηρίου και τις συνέπειες της απουσίας του. Η αποτίμηση του έργου του αποχωρούντος δικαστή, της συμβολής του στη λειτουργία του δικαστηρίου, της σημασίας των απόψεών του και της επίδρασής τους στη διαμόρφωση των θέσεων του δικαστηρίου συνήθως περιορίζεται μεταξύ των ειδικών.

Στην περίπτωση της απώλειας της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπουργκ τα πράγματα εμφανίζονται κάπως διαφορετικά. Για πολλές ημέρες και σε όλα τα μέσα ενημέρωσης, εντός και εκτός ΗΠΑ, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην προσωπικότητά της, στη σταδιοδρομία της ως νομικού, τόσο πριν όσο και μετά τον διορισμό της στο Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά και στη γενικότερη πορεία της ζωής της. Οχι τόσο λόγω του γεγονότος ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κυρίως λόγω των προοδευτικών από κάθε άποψη θέσεων, τις οποίες με σταθερότητα και ισχυρή επιχειρηματολογία υποστήριζε και πριν ακόμη διοριστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1993 από τον πρόεδρο Κλίντον.

Ολα τα σχόλια είναι διθυραμβικά. Φαίνεται ότι η εικόνα της αποτελεί το πρότυπο δικαστή που αναζητούν οι δυτικές κοινωνίες. Είναι ο τύπος του δικαστή στον οποίο αποβλέπει ο πολίτης και τη διαμόρφωση του οποίου πρέπει να επιδιώκει η πολιτική εξουσία σε μια δημοκρατία. Διότι ο δικαστής αποτελεί μεν τμήμα της κρατικής εξουσίας, μπορεί όμως και πρέπει να δρα με αντιεξουσιαστικό πνεύμα όταν χρειάζεται για να υπερασπιστεί τις αρχές τη δημοκρατίας και τα δικαιώματα του ανθρώπου, με προσανατολισμό την κοινωνική δικαιοσύνη, που αποτελεί επίσης θεσμική αξία σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Οπως έγραψε η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Γκίνσμπουργκ ήταν το οχυρό ενάντια στην αυθαιρεσία.

Για να επιτελέσουν τα δικαστήρια αποτελεσματικά τη θεσμική αποστολή τους, δεν αρκεί η νομική ορθότητα των αποφάσεών τους. Απαιτείται να έχουν αποκτήσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Να έχει δημιουργηθεί σε κάθε δικαζόμενο η πεποίθηση ότι θα κριθεί δίκαια, όποιες και αν είναι οι πολιτικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές απόψεις και όποιες και αν είναι οι αντιλήψεις και η κοσμοθεωρία του δικαστή του.

Αυτή την εμπιστοσύνη είχε κατακτήσει η Γκίνσμπουργκ. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι παρέμεινε ανοικτή στην κοινωνία και παρακολούθησε μέχρι τέλος τις αναταράξεις και τους προβληματισμούς της. Ηταν η δικαστής που δεν δίσταζε να δημοσιοποιεί τις σκέψεις της και δεν έκρυβε τις δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντά της.

Η δικαστής που λειτουργούσε με σεμνότητα χωρίς να επιδιώκει την αυτοπροβολή της. Η ζωή της έγινε κινηματογραφική ταινία, αλλά αυτό ήταν το αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος που είχε κατακτήσει με τις σκέψεις της και την προσωπικότητά της. Κανείς δεν την κατηγόρησε για αυτοπροβολή, παρά το ότι και η ίδια συμμετείχε στη δημιουργία της ταινίας παρέχοντας τις αναγκαίες πληροφορίες.

Η δικαστής που υπεράσπιζε με σθένος αλλά και νηφαλιότητα και μετριοπάθεια τις απόψεις της. Που παρακολουθούσε την αντίθετη γνώμη, έτοιμη να αποδεχθεί την ισχυρότερη επιχειρηματολογία. Που είχε τη συναισθηματική ευφυΐα να συνεργάζεται με τους συναδέλφους της χωρίς διάθεση αντιπαλότητας, ακόμη και αν είχε άκρως αντίθετη άποψη.

Η δικαστής που διαμόρφωνε τη σκέψη της χωρίς να υπολογίζει την εντύπωση που θα δημιουργούσαν οι απόψεις της στην κοινή γνώμη. Οι γνώμες της δεν ήταν πάντα αποδεκτές από όλους. Ισως ούτε από τους περισσότερους. Απέφυγε τον πειρασμό του λαϊκισμού, που κάποιες φορές επηρεάζει τη συλλογιστική και των δικαστών.

Αυτή την εικόνα της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπουργκ έχουν ζωγραφίσει τα δημοσιεύματα αλλά και σοβαρά νομικά κείμενα. Οχι μόνο τα επικήδεια, αλλά και όσα προηγήθηκαν επί σειρά δεκαετιών. Οσοι έχουν παρακολουθήσει συστηματικά τις δραστηριότητες, τη νομική σκέψη και τη δικαστηριακή πρακτική της βεβαιώνουν ότι αυτή η εικόνα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, είναι εικόνα δικαστή προτύπου, που μπορεί να αποτελεί παράδειγμα για τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης στο πλαίσιο οποιουδήποτε δικαστικού συστήματος.

 

*Ο κ. Κωνσταντίνος Μενουδάκος είναι πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.