Οσοι εμπιστεύονταν εξ αρχής την επιστημονική κοινότητα και παρακολουθούσαν συστηματικά τις ανακοινώσεις και προειδοποιήσεις των επιδημιολόγων, των λοιμωξιολόγων και των θεραπόντων ιατρών δεν είχαν αμφιβολίες για τη διάρκεια του πανδημικού φαινομένου και την ένταση της υγειονομικής κρίσης.

Οπως και ήταν βέβαιοι ότι το φυσικό φαινόμενο της πανδημίας του κορωνοϊού – γιατί περί φυσικού φαινομένου πρόκειται που επαναλαμβάνεται στην Ιστορία του ανθρώπινου γένους – θα επιδράσει καταλυτικά στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας.

Γι’ αυτό και υπερασπίζονταν μετά πάθους, κόντρα στον ευρύ κύκλο της ανόητης συνωμοσιολογίας, τα μέτρα ελέγχου της πανδημίας και ιδιαιτέρως εκείνα που περιορίζουν τη διάδοση του ιού, της μάσκας συμπεριλαμβανομένης, η χρήση της οποίας ανεδείχθη σε μείζον θέμα από ορισμένους θρησκόληπτους και αρνητές της νόσου.

Οπως και επέμειναν στην αυστηρή τήρηση των κανόνων υγιεινής στη διάρκεια του καλοκαιριού και απαιτούσαν το όποιο άνοιγμα του τουρισμού και συνολικά της οικονομίας να γίνει κατά τρόπο ελεγχόμενο και να στηρίζεται στα προβλεφθέντα από τις αρμόδιες επιτροπές, εγχώριες και διεθνείς, υγειονομικά πρωτόκολλα.

Και ήταν επίσης βέβαιοι ότι η πανδημία ανατροφοδοτείται από την κινητικότητα του πληθυσμού, από τις μαζικές μετακινήσεις, από τον συγχρωτισμό και την άμβλυνση της προσοχής κατά τις κοινωνικές επαφές και συναναστροφές.

Αυτή τη στιγμή, ιδιαιτέρως στην πολυπληθή πρωτεύουσα, βιώνουμε ακριβώς τις συνέπειες της ελλειμματικής συμπεριφοράς και της αγνόησης των προειδοποιήσεων της επιστημονικής κοινότητας στη διάρκεια του καλοκαιριού.

Και ας είναι όλοι βέβαιοι πως αν μείνουμε απαθείς στην παρατηρούμενη ταχεία επαύξηση των κρουσμάτων, θα επιβεβαιωθούν οι χειρότερες των προβλέψεων και η Αθήνα θα τείνει να βιώσει υγειονομικές συνθήκες αντίστοιχες των δραματικών που επικράτησαν στη Βόρεια Ιταλία την περασμένη άνοιξη.

Ηδη από τα τέλη του περασμένου Αυγούστου, με την εμφανή πια διάχυση της νόσου στην κοινότητα, τα νοσοκομεία της πρωτεύουσας εκπέμπουν δραματικό SOS, καθώς οι Εντατικές γεμίζουν, οι θάνατοι αυξάνονται ραγδαία και οι δυνατότητες παροχής πραγματικών και ουσιαστικών θεραπευτικών υπηρεσιών περιορίζονται σημαντικά.

Παρά τα καθησυχαστικά λόγια των κυβερνώντων για τις αντοχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γιατροί και ενταντικολόγοι που βιώνουν καθημερινά την πίεση ολοένα και περισσότερων ασθενών δεν κρύβουν ότι αναμένουν θλιβερές καταστάσεις αν δεν ελεγχθεί η διάδοση της νόσου.

Πράγμα που σημαίνει στην παρούσα φάση ότι τουλάχιστον οι κανόνες κοινωνικής αποστασιοποίησης, η αποφυγή κατά το δυνατόν άσκοπου συγχρωτισμού, η ευλαβική τήρηση των κανόνων υγιεινής και προστασίας στους χώρους εργασίας και τα μέτρα στα μέσα μαζικής μεταφοράς επιβάλλεται να εφαρμοσθούν χωρίς ανοχές και χωρίς εκπτώσεις.

Οπως και η επιτήρηση συγκεκριμένων ζωνών υπερμετάδοσης στο κέντρο της Αθήνας και σε συγκεκριμένες γειτονιές της πρωτεύουσας είναι απαραίτητο να καταστεί επισταμένη και ικανή να περιορίσει τη διάδοση του ιού.

Και αυτό, γιατί απλούστατα η επιλογή γενικών απαγορεύσεων και νέου «κλειδώματος» της οικονομίας και της κοινωνίας δεν αντέχεται, θα οδηγήσει σε εντάσεις, καθώς θα μεταφέρει απροσμέτρητο και δυσβάσταχτο κόστος στην ήδη ασθμαίνουσα οικονομία και στη δοκιμαζόμενη κοινωνία.

Η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός έχουν αρνηθεί, για προφανείς λόγους, την επιλογή ενός γενικευμένου lockdown. Ωστόσο για την αποφυγή του είναι απαραίτητο να τηρηθούν με τη δέουσα αυστηρότητα όλα τα άλλα μέτρα και να εξαντληθούν πραγματικά οι υπόλοιπες δυνατότητες ελέγχου μετάδοσης του ιού. Είναι λοιπόν ζήτημα εμπιστοσύνης, εφαρμογής και μάνατζμεντ… μία ακόμη πρόκληση επί πραγματικών συνθηκών για την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό.

                                                                             ΤΟ ΒΗΜΑ