Τι νόημα έχει η πόλη, όταν δεν υπάρχει κίνηση σ’ αυτήν.

Οι δρόμοι της ένα ποτάμι με στάσιμο νερό. Οι πλατείες και τα πάρκα, λίμνες χωρίς ψάρια, χωρίς ζωή.

Τα κτίρια, όγκοι τεχνητοί που σαν κοντέινερ περιμένουν στο τελωνείο να ξεφορτώσουν την πραμάτεια τους, για να απλώσουν και μοιράσουν τα προϊόντα που στοιβάζονται σ’ αυτά και να χρησιμοποιηθούν για να αποκτήσουν αξία και υπόσταση.

Τι νόημα έχει η πόλη, όταν δεν υπάρχουν συναντήσεις, συναναστροφές, ανταλλαγές, επικοινωνίες, συναθροίσεις.

Αν όλα είναι νεκρά και κλεισμένα στο ατομικό τους καταφύγιο, η πόλη έχει αρνητικό αποτύπωμα. Γιατί ο λόγος ύπαρξής της είναι ακριβώς ότι προσφέρει τον τόπο-το χώρο για να πραγματοποιούνται συναλλαγές, ανταλλαγές, επικοινωνίες.

Αν όλη η επικοινωνία περιορίζεται στην παθητική παρακολούθηση αυτών που συμβαίνουν έξω από μας, χωρίς εμάς από την τηλεόραση, τότε η πόλη αυτοαναιρείται.

Αν όλες οι επαφές γίνονται από το κινητό τηλέφωνο, τότε χάνει το χαρακτήρα της και αναιρείται ο θεμελιώδης λόγος ύπαρξής της.

Οι πόλεις δημιουργήθηκαν για να συνυπάρχουν άνθρωποι και να προσφέρεται, σε σχεδιασμένο περιβάλλον, η δυνατότητα να επικοινωνούν, να παράγουν, να αλληλοεπιδρούν συλλογικά.

Όταν από αυτόν τον ζωντανό οργανισμό αφαιρέσεις τις συλλογικές δραστηριότητες, το εμπόριο, τις πολιτιστικές εκφράσεις, τις εκδηλώσεις αναψυχής, τη φυσική παρουσία και επικοινωνία, την πολιτική έκφραση, την ανάπτυξη αντιθέσεων και αντιφάσεων, το συλλογικό τρόπο έκφρασης και τις αντικαταστήσεις με ατομικό περιορισμό στο κέλυφος της κατοικίας, τότε του αφαιρείς τα κύτταρα, το αίμα, τον εγκέφαλο και τον μετατρέπεις σε άδειο περίβλημα.

Και όταν αυτό είναι επιβεβλημένο, σήμερα για την αντιμετώπιση του κοροναϊου, αύριο για την αντιμετώπιση της επόμενης πανδημίας, μεθαύριο για τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή;

Όταν όλα τα πλεονεκτήματα της ζωής στην πόλη μετατρέπονται σε πλεονεκτήματα διάδοσης ενός ιού, σε ιδανικούς υποδοχείς μιας καταστροφής;

Όταν η μόνη λύση για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων μιας πανδημίας, ή μιας φυσικής καταστροφής είναι η αναίρεση, έστω χρονικά περιορισμένη, όλων των πλεονεκτημάτων της συλλογικότητας;

Προφανώς δεν είναι έτοιμη η απάντηση, ούτε έχει βρεθεί μια μαγική λύση.

Θα πρέπει όμως να ξεκινήσει ο προβληματισμός και η έρευνα για το πώς μπορεί να θωρακίζεται η πόλη απέναντι σε φαινόμενα που διαβρώνουν και αναιρούν το χαρακτήρα και τα πλεονεκτήματά της.

Και ο προβληματισμός αυτός ξεκινά από τον ανασχεδιασμό της πολυκατοικίας, της γειτονιάς, της συνοικίας, της κάθε δραστηριότητας και λειτουργίας, του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού χώρου.

Ξεκινά σίγουρα από την πρόβλεψη και γρήγορη ενίσχυση των εγκαταστάσεων υγείας και πρόνοιας, σε κτιριακό και υλικό εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό.

Τα σταθερότυπα με βάση τα οποία προβλέπεται ο σχεδιασμός κάθε περιοχής, αποδείχτηκε ότι είναι μακράν των αναγκών και χώροι για αντιμετώπιση ειδικών περιστάσεων ούτε καν στην σκέψη μας.

Επίσης θα πρέπει να επαναπροσδιορισθεί ο ρόλος των κρατικών μονάδων και εν γένει της παρέμβασης του κράτους, γιατί φάνηκε ότι απ’ τη μια οι ευπαθείς ομάδες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη προστασίας και από την άλλη όπου το κράτος ολιγώρησε, οι επιπτώσεις έγιναν τραγικές.

Μετά τον κοροναϊο, η αυριανή μέρα δεν θα έχει σχέση με την χθεσινή. Καλό θα είναι να προβλέψουμε, μελετήσουμε, σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα.

 O κ. Σπύρος Τσαγκαράτος είναι αρχιτέκτων δρ πολεοδόμος