Με κίνδυνο να ξορκίσουμε το καλό, θα τολμούσαμε να πούμε ότι διακρίναμε κάποια αμυδρά σημάδια πολιτικού πολιτισμού στο Κοινοβούλιο κατά την πρόσφατη συζήτηση επί των προγραμματικών θέσεων της νέας κυβέρνησης. Το κοντράστ των εντυπώσεων σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν ήταν ενθαρρυντικό όσο κι ευχάριστο. Πράγματι, η λέξη «πολιτισμός» έμοιαζε να είχε σβηστεί από το λεξικό του πολιτικού μας συστήματος από την έναρξη της κρίσης. Δεν ήταν λίγες οι φορές, μάλιστα, που η έκφραση «πολιτική αθλιότητα» εμφιλοχώρησε δικαιωματικά στις σελίδες του…

Ακόμα κι αν δεχθούμε αισιόδοξα, όμως, ότι υπάρχει ηθική αναβάθμιση στο πολιτικό σύστημα, δεν θα πρέπει να μείνουμε σε αυτήν. Από μόνο του το ήθος δεν παράγει πολιτική, απλά διασφαλίζει την τήρηση των κανόνων που οφείλουν να την διέπουν. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μία επαναστατική αλλαγή πολιτικής φιλοσοφίας, έτσι ώστε από την εποχή της στείρας και αντι-δημιουργικής «αιτιοκρατικής» νοοτροπίας που χρόνια μας διακατέχει, να μεταβούμε σε μία νέα εποχή «τελεολογικού» οράματος. Και, πριν προχωρήσουμε την συζήτηση, οφείλουμε έναν κατά το δυνατόν απλό ορισμό των εννοιών που χρησιμοποιούμε.

Ως αιτιοκρατία χαρακτηρίζουμε, γενικά, την φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κάθε τι που συμβαίνει καθορίζεται απόλυτα από προηγούμενες αιτίες και δεν γίνεται κατά τρόπο τυχαίο. Αν ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε μπορούμε να πούμε ότι το Β συνέβη επειδή προηγήθηκε το Α. Δηλαδή, το αίτιο καθορίζει το αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με την τελεολογία, από την άλλη μεριά, τα πάντα στον κόσμο διέπονται από έναν σκοπό, προς εκπλήρωση του οποίου τείνουν. Δηλαδή, όλα τα φαινόμενα υπηρετούν μία προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Έτσι, αν πάλι ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε λέμε ότι το Α συνέβη ώστε να επακολουθήσει το Β. Με άλλα λόγια, το αίτιο δικαιώνεται από το αποτέλεσμα.

Η αιτιοκρατική στάση την οποία κατά παράδοση ακολουθεί το μεταπολιτευτικό μας σύστημα συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στην εκ των υστέρων αναζήτηση πολιτικών ευθυνών για κάθε πρόβλημα της χώρας. Παράλληλα, απουσιάζει η οποιαδήποτε αυτοκριτική διάθεση εκ μέρους τόσο του πολιτικού συστήματος, όσο και των ίδιων των πολιτών. Η χώρα «καταστράφηκε» επειδή πάντα κάποιοι άλλοι διέπραξαν κάποια λάθη. Οι δε κρίνοντες τα λάθη φορούν εξ ορισμού το φωτοστέφανο της αγιότητας!

Έτσι, η πολιτική ανάγεται κυρίως στην αναζήτηση ενόχων για πράξεις του παρελθόντος, παρά στην αναζήτηση τρόπων που θα ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα μελλοντικών ενοχών. Και, ακόμα κι αν κάποιες ενοχές του παρόντος είναι αυταπόδεικτες, υπάρχει πάντα μία έξοδος διαφυγής: «Μα, και οι άλλοι τα ίδια (και χειρότερα) έκαναν!»

Η αναζήτηση των αιτιών που οδήγησαν σε ένα εθνικό πρόβλημα είναι, ασφαλώς, προϋπόθεση για την κατανόηση των λαθών που προηγήθηκαν και την αποφυγή της επανάληψής τους στο μέλλον. Η διάγνωση, όμως, αποτελεί αναγκαία μα όχι και ικανή συνθήκη για την θεραπεία. Το ζήτημα είναι κατά πόσον είμαστε πρόθυμοι να αντλήσουμε διδάγματα από τα λάθη μας. Και η προθυμία αυτή πιστοποιείται στην πράξη με την αναθεώρηση των προτεραιοτήτων και των συμπεριφορών μας, τόσο ως απλοί πολίτες όσο και ως πολιτικό σύστημα.

Η αιτιοκρατική αντίληψη της πολιτικής, λοιπόν, θα πρέπει να συνοδεύεται κι από ένα, θα λέγαμε, «τελεολογικό όραμα». Για να το θέσουμε απλά, θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε όλοι πάνω σε ένα ελάχιστο πλαίσιο μη-διαπραγματεύσιμων κοινωνικών και εθνικών στόχων που υπερβαίνουν κομματικές διαχωριστικές γραμμές. Και, στη συνέχεια, θα πρέπει να υπηρετήσουμε αυτούς τους στόχους με συνέπεια και δίχως κοινωνικές ή κομματικές αλληλο-υπονομεύσεις.

Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης θα αντιτάξει το επιχείρημα ότι τέτοιοι οικουμενικοί στόχοι ούτως ή άλλως υπάρχουν ήδη (αναφέρω ενδεικτικά την προάσπιση της ακεραιότητας της χώρας, καθώς και την προάσπιση του πολιτεύματος). Οι στόχοι αυτοί, όμως, δεν είναι αρκετοί. Αν ήταν, η χώρα δεν θα είχε ποτέ φτάσει στη χρεοκοπία!

Η κρίση που περάσαμε – σε ό,τι αφορά τόσο τις αιτίες της, όσο και τους τρόπους που αντιδράσαμε σε αυτήν – ανέδειξε μία δυσάρεστη πραγματικότητα για την μεταπολιτευτική Ελλάδα: Πάψαμε να λειτουργούμε ως κοινωνία και αφεθήκαμε να μετασχηματιστούμε σε συνονθύλευμα εγωκεντρισμών και αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Αντικαταστήσαμε το εθνικό και κοινωνικό όραμα με το προσωπικό, ταξικό ή συντεχνιακό συμφέρον. Εγκαταλείψαμε το «εμείς» προς χάριν τού «εγώ»

Αν μη τι άλλο, η κρίση δείχνει τώρα να μας έχει καταστήσει κατά τι σοφότερους. Ακόμα πιο σημαντικό, φαίνεται να ωριμάζει και το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα. Καιρός είναι, λοιπόν, να αναλάβουμε όλοι «αιτιοκρατικά» τις ευθύνες για λάθη που προηγήθηκαν, αλλά και να χαράξουμε «τελεολογικά» τους νέους ορίζοντες για την κατάκτηση των οποίων θα χρειαστεί να αγωνιστούμε.

Και, μια και μιλούμε για ευθύνες, ας θυμηθούμε τη συμβουλή του Καζαντζάκη:

«Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω!»

Αντέχουμε το αντιμέτρημα με τον παλιό μας εαυτό;