Το στόχο της κυβέρνησης για την αγορά εργασίας, καθώς και το πλαίσιο πάνω στο οποίο εργάζεται, ανέπτυξε η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε, μαζί με τον υφυπουργό Εργασίας, Νάσο Ηλιόπουλο.

«Τα τελευταία χρόνια και ιδίως τους τελευταίους έξι μήνες, μετά το οριστικό τέλος των μνημονίων, έχουμε αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες για τη ρύθμιση της πλήρως απορρυθμισμένης αγοράς εργασίας που παραλάβαμε στις αρχές του 2015. Στόχος μας είναι η δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, έναν στόχο που τον εξειδικεύουμε στις επιμέρους κατευθύνσεις της καταπολέμησης της ανεργίας, της ενίσχυσης του εισοδήματος και της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων» ανέφερε η κ. Αχτσιόγλου, αναπτύσσοντας τους τρεις πυλώνες πάνω στους οποίους εργάζεται το κυβερνητικό επιτελείο: την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας.

Παράλληλα, ανέφερε ότι η δουλειά σε κάθε έναν από αυτούς τους πυλώνες μόνο τότε αποκτά αξία, εφόσον συνοδεύεται με αποτελέσματα και στο μέτωπο της αποκλιμάκωσης της ανεργίας. «Οι δύο εμβληματικές παρεμβάσεις που υλοποιήσαμε το τελευταίο εξάμηνο ήταν η επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων από τον Αύγουστο του 2018 και η αύξηση του κατώτατου μισθού με την ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους έως 25 ετών, από την 1η Φεβρουαρίου 2019» σημείωσε η υπουργός Εργασίας.

«Μέσα από το πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», ξέρουμε ποιες είναι οι επιχειρήσεις που αμείβανε κάτω από τα όρια του νέου κατώτατου μισθού και πρέπει να προσαρμοστούν. Μπορούμε, επιπλέον, ανά πάσα στιγμή να δούμε μέσα από το σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» πόσες και ποιες από τις επιχειρήσεις αυτές προσαρμόστηκαν. Επομένως, μετά το τέλος της περιόδου που καλούνται να τροποποιήσουν οι επιχειρήσεις τις αποδοχές των εργαζομένων τους, που είναι η 28η Φεβρουαρίου, θα μπορούμε να ελέγξουμε με πολύ μεγάλη ακρίβεια τη συμμόρφωση και να προχωρήσουμε, όπου υπάρχει ανάγκη, σε κυρώσεις» πρόσθεσε η υπουργός Εργασίας.

Ακόμα, η κ. Αχτσιόγλου τόνισε πως «στο ίδιο δείγμα επιχειρήσεων θα χρησιμοποιήσουμε το ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) και τα εργαλεία ανάλυσης κινδύνου, για να εντοπίσουμε πρακτικές αποφυγής του κατώτατου μισθού που μπορεί να βασίζονται στη μετατροπή δηλωμένης εργασίας σε αδήλωτη ή υποδηλωμένη» πρόσθεσε η κ. Αχτσιόγλου, εξηγώντας ότι επιχειρήσεις που παρουσιάζουν στο διάστημα εφαρμογής του νέου κατώτατου μισθού μετατροπές συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερική ή μείωση των δηλωμένων ωρών εργασίας εντοπίζονται και μπαίνουν κατά προτεραιότητα στον προγραμματισμό ελέγχων του Σώματος».

Σε ό,τι αφορά στην καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας, η κ. Αχτσιόγλου σχολίασε: «Σήμερα, είμαστε σε θέση να μετρήσουμε τα σημαντικά αποτελέσματα μίας σειράς θεσμικών παρεμβάσεων που κάναμε για τη θωράκιση στην πράξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων». «Στο πλαίσιο αυτών των παρεμβάσεων, θέσαμε για πρώτη φορά κανόνες για την τήρηση των ωραρίων εργασίας, για την ηλεκτρονική προδήλωση των υπερωριών, για την καταβολή των μισθών, για την προστασία των εργαζομένων στις εργολαβίες. Θεσμοθετήσαμε μέτρα καταπολέμησης της απλήρωτης εργασίας, προβλέψαμε ότι οι επιχειρήσεις που πτωχεύουν θα ικανοποιούν πρώτα τις απαιτήσεις των εργαζομένων για τα δεδουλευμένα τους. Αλλάξαμε την αρχιτεκτονική του προστίμου για την αδήλωτη εργασία, αποδίδοντας δικαιοσύνη στον εργαζόμενο και συνδέοντάς το με κίνητρα πρόσληψης του αδήλωτου εργαζομένου» συμπλήρωσε.

Κατά την κ. Αχτσιόγλου, η ανεργία έχει καταγράψει μείωση της τάξης των 8 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2014 και οι θέσεις εργασίας έχουν αυξηθεί κατά 24,6% στον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ». Με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε, «οι θέσεις εργασίας, το 2018, ήταν αυξημένες κατά 376.766 σε σχέση με το 2014. Το 2018, το 72% της αύξησης των θέσεων εργασίας ήταν πλήρους απασχόλησης». «Τα στοιχεία αυτά δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι εφησυχάζουμε. Αντιθέτως, μας δίνουν μεγαλύτερο κίνητρο για να συνεχίσουμε την προσπάθεια για την περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας. Σε αυτήν την προσπάθεια, μαζί με την ανάπτυξη της οικονομίας και την ανάταξη της αγοράς εργασίας, συμβάλλουν και τα προγράμματα που υλοποιούμε, μέσω του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), για την ενίσχυση της εργασίας νέων και μακροχρόνια ανέργων» πρόσθεσε.

Από την πλευρά του, ο κ. Ηλιόπουλος δήλωσε ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια δοκιμάστηκε ένα μοντέλο που έλεγε πως η χώρα πρέπει να δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη βάση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. «Αυτό το μοντέλο δοκιμάστηκε και αποδείχτηκε τόσο κοινωνικά άδικο όσο και οικονομικά αναποτελεσματικό. Χαρακτηριστικά, και μετά τη μείωση του κατώτατου μισθού και τη θεσμοθέτηση του υποκατώτατου, μέσα σε μία νύχτα το 2012, η ανεργία σκαρφάλωσε στο 28% και σχεδόν στο 60% για τους νέους. Εμείς, από την άλλη, προχωρήσαμε, από την πρώτη στιγμή, με γνώμονα πως δίκαιη ανάπτυξη σημαίνει προστασία της εργασίας» επισήμανε στην τοποθέτησή του.

«Την περίοδο 2012-2014 οδηγηθήκαμε σε φαραωνικά προγράμματα κατάρτισης, θεωρώντας πως η αύξηση της ανεργίας προκύπτει από την πλευρά της προσφοράς, τη στιγμή που όλες οι μελέτες έδειχναν πως το πρόβλημα έχει να κάνει με τη ζήτηση. Γι’ αυτόν το λόγο, εμείς ξεκινήσαμε να υλοποιούμε προγράμματα, στο πλαίσιο των Ενεργητικών Πολιτικών Απασχόλησης για μακροχρόνια ανέργους, ανέργους με χαμηλή εξειδίκευση, κάτι που συνέβαλε και συνολικά σε ένα θετικό οικονομικό κλίμα στην αγορά» υπογράμμισε.