Η έρευνα που πραγματοποιείται στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα θεωρείται από τις πολύ καλές στην Ευρώπη σε ποιοτικό και ποσοτικό επίπεδο. Οι 6.000 και πλέον ερευνητές λειτουργούν σε πάνω από 1.500 ερευνητικές ομάδες, ενώ υπάρχουν τουλάχιστον 200 οργανωμένα ερευνητικά εργαστήρια σε όλους τους επιστημονικούς κλάδους που θεωρούνται κορυφαία διεθνώς όσον αφορά την παγκόσμια αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου, την ποιότητα της παραγόμενης γνώσης και τη συμβολή τους στην πρόοδο του επιστημονικού τους αντικειμένου.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελλήνων ερευνητών αποδεικνύεται από τη σημαντική επιτυχία στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «H2020», όπου οι ελληνικές συμμετοχές ήταν 1.071 σε 652 διεθνή ερευνητικά έργα και με χρηματοδότηση στα €328 εκατομμύρια. Αυτό το αποτέλεσμα μας κατατάσσει στην 11η θέση, πάνω από τη Φινλανδία, Δανία, Ιρλανδία και Πορτογαλία. Παράλληλα, αν λάβουμε υπ’ όψιν τα χρήματα που επενδύονται στον τομέα αυτόν και τις ποιοτικές επιστημονικές δημοσιεύσεις (είναι μια παράμετρος αξιολόγησης της παραγόμενης έρευνας), τότε είμαστε δυόμισι φορές πιο αποδοτικοί από τους γερμανούς ερευνητές και πέντε φορές από τους Αγγλους. Επιπλέον, οι 4.000 και πλέον έλληνες ακαδημαϊκοί που εργάζονται σε ξένα πανεπιστήμια είναι από τις πολυπληθέστερες εθνικότητες στο παγκόσμιο ακαδημαϊκό περιβάλλον, ενώ πρόσφατη έρευνα που ανέλυσε τις εθνικότητες των καθηγητών στα κορυφαία πανεπιστήμια των ΗΠΑ, οι οποίοι είχαν όμως πάρει την πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση στη χώρα προέλευσής τους, κατέταξε την Ελλάδα στη δεύτερη θέση πίσω από το Ισραήλ.
Παρά την αναμφισβήτητη αυτή επιτυχία, η αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων είναι ιδιαίτερα απογοητευτική, αφού ετησίως οι ευρωπαϊκές πατέντες από τη χώρα μας είναι μόλις 20-40, ενώ της Φινλανδίας ξεπερνούν τις 1.000. Επίσης μόνο μία-δύο υψηλής επίδρασης νέες εταιρείες, από τις 25 που δημιουργούνται στη χώρα μας ετησίως, βασίζουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και την επιτυχία τους στην αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και στη δημιουργία καινοτόμων προϊόντων/υπηρεσιών.
Αρκετοί είναι οι λόγοι για τα πενιχρά αυτά αποτελέσματα. Πρώτον η δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας στα ΑΕΙ για πολλά χρόνια, δεύτερον η χαμηλή επένδυση για έρευνα από τον ιδιωτικό τομέα (μόλις 0,3% του ΑΕΠ) καθώς και το μικρό μέγεθος της τοπικής αγοράς, τρίτον η έλλειψη πληροφόρησης και εμπιστοσύνης μεταξύ της ακαδημαϊκής και επιχειρηματικής κοινότητας. Σε αυτά προστέθηκαν τα τελευταία 2-3 χρόνια και δύο σοβαρά προβλήματα που δημιουργούν ήδη τεράστιες στρεβλώσεις με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα εντυπωσιακά αποτελέσματα που αναφέρθηκαν παραπάνω: η τρομερή γραφειοκρατία των ΕΛΚΕ (οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Ερευνας που διαχειρίζονται τα ερευνητικά και αναπτυξιακά προγράμματα των ΑΕΙ) και η άδικη φορολογική αντιμετώπιση των ερευνητών (στην πλειονότητά τους λειτουργούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες) ως στελεχών επιχειρήσεων.
Αυτή η αρνητική εικόνα θα μπορούσε να αναστραφεί με ένα ολοκληρωμένο σύνολο δράσεων, με στόχο την περαιτέρω αναβάθμιση της κουλτούρας έρευνας και ανάπτυξης (R&D), την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων και τη δημιουργία ενός εθνικού οικοσυστήματος καινοτομίας προς όφελος της εθνικής οικονομίας. Το τελευταίο διάστημα έχουν ξεκινήσει δειλά κάποιες πρωτοβουλίες, αλλά χρειάζεται μια πιο δυναμική παρέμβαση και σύνδεση των παρακάτω δράσεων.
Πρώτον, ένα ευέλικτο πλαίσιο αξιοποίησης της έρευνας που θα αφορά τις διαδικασίες για τις πατέντες και τα spin-offs, τη μετατροπή των ΕΛΚΕ σε ΝΠΙΔ και την ουσιαστική εμπλοκή των εταιρειών αξιοποίησης της περιουσίας των ΑΕΙ.
Δεύτερον, την προώθηση της ποιοτικής έρευνας με την ευρέως χρηματοδότηση των μεταδιδακτορικών ερευνητών για πρωτοτυποποίηση των αρχικών ερευνητικών αποτελεσμάτων τους, την ενίσχυση του ερευνητικού δυναμικού με ένα συνεχές πρόγραμμα χρηματοδότησης διδακτορικών σπουδών και ειδικά φορολογικά κίνητρα για τους υπάρχοντες ερευνητές, αλλά και αυτούς που ενδιαφέρονται να έρθουν από το εξωτερικό.
Τρίτον, τη δημιουργία περιορισμένου αριθμού περιφερειακών γραφείων μεταφοράς τεχνολογίας (TTO) και κέντρων επιτάχυνσης στα ΑΕΙ/ΕΚ για να προσφέρουν την αναγκαία τεχνική και οργανωτική υποστήριξη, αλλά και να αξιοποιήσουν τη διεπιστημονική συνεργατικότητα. Τέταρτον, την αξιοποίηση νέων μορφών χρηματοδότησης, όπως τα ειδικά funds μεταφοράς τεχνολογίας που δημιουργήθηκαν πρόσφατα από το EIF (European Investment Fund) αλλά και του crowd funding. Πέμπτον, τις συμπράξεις των ΑΕΙ/ερευνητικών κέντρων με την επιχειρηματική κοινότητα και την Τοπική Αυτοδιοίκηση για τη δημιουργία οικοσυστημάτων καινοτομίας με τις αναγκαίες υποδομές και πιθανόν κλαδική ή/και γεωγραφική στόχευση. Εκτον, ειδικά κίνητρα προσέλκυσης ερευνητικών κέντρων διεθνών εταιρειών που αξιοποιούν την έρευνα και το ερευνητικό δυναμικό, αλλά και προσφέρουν τη δυνατότητα διεθνούς δικτύωσης.
Το πρόβλημα της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό. Από τις 25.000 νέες εταιρείες που δημιουργούνται κάθε χρόνο, μόνο 25 (μία στις χίλιες) είναι υψηλής επίδρασης (high impact), δηλαδή με καινοτόμα προϊόντα/υπηρεσίες, με εξειδικευμένο και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, δραστηριοποιούνται και στο εξωτερικό και προσελκύουν σοβαρά επενδυτικά κεφάλαια από διεθνή funds και επενδυτές. Στο Ισραήλ το ποσοστό αυτό είναι μία στις εκατό και στις ΗΠΑ είναι μία στις έντεκα. Αρα το ζητούμενο ενός δυναμικού και έξυπνου αναπτυξιακού μοντέλου είναι η αύξηση των νέων εταιρειών με τα παραπάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Είναι εδώ ακριβώς που μπορεί να έχει ουσιαστική συμβολή η υψηλής ποιότητας τοπική επιστημονική έρευνα. Αν υλοποιηθούν σωστά οι προτεινόμενες δράσεις, τότε μέσω της αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων και του ολοκληρωμένου οικοσυστήματος καινοτομίας θα μπορούσε να διπλασιαστεί ο αριθμός των εταιρειών υψηλής επίδρασης ετησίως. Με αυτόν τον τρόπο η τοπική αλλά, ταυτόχρονα διεθνώς ανταγωνιστική ερευνητική κοινότητα θα συμβάλει στην αναγκαία αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, αφού οι 25 αυτές εταιρείες έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν 2.000 υψηλής αξίας θέσεις εργασίας, να προσελκύσουν τουλάχιστον €250 εκατ. επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό και στη φάση της ωριμότητάς τους να συνεισφέρουν τουλάχιστον €150 εκατ. ετησίως στις εξαγωγές.
Ο κ. Γεώργιος Ι. Δουκίδης είναι καθηγητής, διευθυντής του Κέντρου Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας (ACEin) στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ