Ο πολιτικός λόγος συχνά – πυκνά στα χρόνια της οικονομικής κρίσης καταπιάνεται με την αναθεώρηση της σύγχρονης Ιστορίας. Τελευταία περίπτωση αυτής της πολιτικής παρελθοντολαγνείας αποτελεί και το πρόσφατο άρθρο του Πρωθυπουργού που με απροσχημάτιστο πλέον τρόπο συγκρίνει τον εαυτό του με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η κριτική που έχει ήδη ασκηθεί σε αυτή την προσπάθεια, όχι μόνο λαρυγγικής αλλά και ιδεολογικής μίμησης ενός μεγάλου μεταπολιτευτικού ηγέτη, είναι πολύπλευρη και σε μεγάλο βαθμό ακριβής.
Το ενδιαφέρον όμως δεν είναι τόσο η εξόφθαλμη και άκομψη προσπάθεια του κυβερνώντος κόμματος να απευθυνθεί σε μια ευρεία εκλογική πελατεία (κάτι που άλλωστε έχει την έγκριση και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας). Ούτε είναι τόσο περίεργο ότι η αυτοαναγόρευση του Αλέξη Τσίπρα σε συνεχιστή του Α. Παπανδρέου – πέραν του κινδύνου αυτογελοιοποίησης – αναιρεί δεκαετίες κριτικής της ανανεωτικής Αριστεράς στον πασοκικό λαϊκισμό.
Η ταύτιση της κυβερνώσας Αριστεράς με τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό δεν πρέπει να εκπλήσσει πια. Ακόμη περισσότερο, δεν πρέπει να ξενίζουν οι προπαγανδιστικές χρήσεις της αίγλης ενός ηγέτη που για την πλειονότητα της κοινής γνώμης έχει ακόμη μυθολογικά χαρακτηριστικά και η αποτίμησή του ρόλου του δεν είναι εύκολη, όχι μόνο σε πολιτικούς αλλά και επιστημονικούς όρους. Παρότι έχουν σημειωθεί λίγες αλλά σημαντικές προσπάθειες προς τη νηφάλια αντιμετώπιση αυτής της ξεχωριστής πολιτικής φυσιογνωμίας χωρίς καταδικαστικούς ή θεολογικούς όρους, είναι ακόμη πολύ δύσκολο να εκλαϊκευτεί – χωρίς παρελκυστικές ερμηνείες – το γεγονός πως ο Α. Παπανδρέου εγκαινίασε τη συνθήκη της δημοκρατικής αμφισημίας ως ιδεολογικό καθεστώς της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Αυτό που χρήζει μεγαλύτερης προσοχής είναι ποιοι και γιατί ανοίγουν τόσο συχνά το «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» – για να θυμηθούμε μια φράση του ίδιου του Α. Παπανδρέου. Ποιοι είναι εκείνοι οι φορείς πολιτικού και δημόσιου λόγου που συστηματικά παρελθοντολογούν αποθεώνοντας ή κυνηγώντας φαντάσματα της συλλογικής μας μνήμης. Δεν θέλει πολλή προσπάθεια να διαπιστώσει κανείς ότι οι συχνότερες τάσεις πολιτικής παρελθοντολογίας προέρχονται από πρόσωπα της κυβερνώσας Αριστεράς είτε σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της ιδεολογικής (εθνικολαϊκιστικής) μετάλλαξής της είτε για να κατοχυρώσει το «μονοπώλιό» της στην αντιδεξιά ρητορική (ειδικά μετά τη μνημονιακή στροφή της). Ομως αν προσέξει κανείς λίγο περισσότερο, ακόμη και όταν η συζήτηση ξεκινάει από τα αριστερά, εύκολα διαχέεται σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Στις δημόσιες αντιμαχίες εντοπίζεται ένα διευρυμένο και εκ πρώτης όψεως ανεξήγητο ενδιαφέρον στην παρελθοντολογική προπαγάνδα της κυβέρνησης για τον Εμφύλιο, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα και τελευταία τον «προοδευτικό παπανδρεϊσμό» (φαίνεται ότι η χούντα μάλλον τελείωσε το ’74, παρά τα αντιθέτως λεχθέντα από τον Πρωθυπουργό λίγα χρόνια πριν…). Στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας μπαίνουν λίγο – πολύ όλοι, εάν αυτό μυρίζει βία, πόλεμο, ηρωισμό, εθνικές νίκες και ήττες, φανατισμό. Με κάποιον τρόπο όλοι δαγκώνουν το δόλωμα το οποίο αρέσκεται να ρίχνουν στη μιντιακή (παλιά και νέα) θάλασσα η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της.
Γιατί μια κοινωνία που βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση και αντιμετωπίζει ένα απολύτως αβέβαιο μέλλον στρέφει τη ματιά της συνέχεια στο παρελθόν; Και ειδικά στις εκφάνσεις τού παρελθόντος της που είναι όλο και μακρύτερα από την κατάσταση της δημοκρατικής ευημερίας που γνώρισε (το μεγαλύτερο μέρος αυτής της κοινωνίας) τις πρόσφατες δεκαετίες; Οσο και αν αυτή η διάθεση φαντάζει παράλογη, όσο και αν μπορεί να θεωρηθεί μία από τις αιτίες της αδυναμίας να αντιμετωπιστεί η νέα πραγματικότητα κατάματα και να βρεθούν οι πιο ρεαλιστικές λύσεις, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία της.
Γνωρίζουμε ότι οι μεγάλες κρίσεις ευνοούν την αναζήτηση παραδοσιακών προτύπων και παλιών, πιο σκληρών ταυτοτήτων. Η επιθυμία ασφάλειας σε συνθήκες αβεβαιότητας με αντανακλαστικό σχεδόν τρόπο στρέφεται στο παρελθόν, όχι τόσο πολύ για να αναστοχαστεί και να «μάθει» από αυτό αλλά για να το νοσταλγήσει. Το οδυνηρό στην περίπτωσή μας είναι ότι η νοσταλγία που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο δεν είναι για τη σχετικά ειρηνευμένη εποχή της σύγχρονης Ελλάδας αλλά για οτιδήποτε στο παρελθόν εμπεριείχε μίσος, διχασμό, μεγαλοϊδεατισμό. Το οδυνηρό είναι ότι οι επιδραστικότεροι παρελθοντολόγοι μάς οδηγούν σε μια νοσταλγία της ανέξοδης σύγκρουσης, στο ξύσιμο τραυμάτων, στο αναμάσημα αυταπατών, όχι στη θεραπεία και στο ξεπέρασμά τους.
Ετσι και η ανάκληση του Ανδρέα Παπανδρέου γίνεται στο όνομα των πολεμικών, μεγαλόστομων και αντιιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών του και όχι για την καθοριστική του συμβολή στην ομαλοποίηση της δημοκρατίας, στη συμφιλίωση παλαιών πολιτικών παθών, στην προετοιμασία της χώρας για ένταξη στην ΟΝΕ, στην προσπάθειά του για τη θεμελίωση ενός κοινωνικού κράτους και τα πολλά προβλήματα που αυτή συνεπαγόταν. Η αναπόληση ενός πολιτικού ηγέτη, ενός προτύπου του παρελθόντος, δεν έρχεται να καλύψει την έλλειψη ενός συμβολικού πατέρα που θα βάλει κάποιους κανόνες στην περιρρέουσα αταξία αλλά ενός όλα επιτρέποντος «πατερούλη» που θα ενισχύσει τις ναρκισσιστικές ακροβασίες μιας ηγεσίας που αγνοεί τις νέες παγκοσμιοποιημένες συνθήκες διακυβέρνησης.
Το κενό πειθαρχικής εξουσίας που βιώνει η σύγχρονη ελληνική κοινωνία από το οικογενειακό μέχρι το εκπαιδευτικό πλαίσιο, η αγχωτική ρευστότητα που βιώνει από το εργασιακό περιβάλλον μέχρι την παγκοσμιοποίηση ηθών και πληθυσμών, δικαιολογούν συναισθηματικά και λογικά μια επιστροφή στο παρελθόν, μια αναζήτηση παλιών πυξίδων και σταθερών αναφορών. Αυτό που δεν δικαιολογούν είναι η προσκόλληση σε εκείνες τις πτυχές του παρελθόντος που δεν είχαν σχέση με το μέλλον, που δεν το προετοίμασαν αλλά το εμπόδισαν. Οι αντίπαλοι του πολιτικού φανατισμού που επικαλείται διαρκώς περασμένα μεγαλεία έχουν ένα μεγάλο στοίχημα να κερδίσουν: να βγάλουν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας την Ελλάδα που, παρά τις όποιες αντιφάσεις, αδυναμίες και ιδιαιτερότητές της, πέτυχε δημοκρατικά και αναπτυξιακά άλματα. Τη σύγχρονη Ελλάδα που χάνεται και κανείς δεν μιλάει για αυτήν.
Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ