Το να κριτικάρεις νεκρούς θεωρείται αθέμιτο, γιατί αδυνατούν να απαντήσουν. Το έργο των σημαντικών ηγετών όμως πρέπει να συζητιέται, για να μαθαίνουμε από την εμπειρία τους, να αποφεύγουμε τα λάθη και να κρατάμε όσα έπραξαν ορθά. Στην περίπτωση του Κων/νου Μητσοτάκη εύκολα γίνεται δίκαιη οικονομική κριτική χωρίς να είναι ασεβής: ο πρωθυπουργός της χώρας από το 1990 έως το 1993 δικαιώθηκε σε σχεδόν κάθε κεντρική του οικονομική επιλογή. Το κυριότερο ίσως λάθος του, ότι ήταν τόσο μπροστά από την εποχή του και όχι επαρκώς «χαρισματικός» (όπως αρεσκόμαστε να χαρακτηρίζουμε τους δημαγωγούς;), ώστε δεν κατάφερε να πείσει αρκετούς σύγχρονούς του.
Πρώτα λίγο ιστορικό υπόβαθρο: για να κατανοήσει κανείς τι τιτάνιο έργο περίμενε τον έλληνα πρωθυπουργό του 1990, αναγκαία μια επισκόπηση των προηγούμενων δεκαετιών.
Το 1950 η Ελλάδα βγαίνει ρημαγμένη από δύο καταστροφικούς πολέμους. Βαθιά φτωχή χώρα, φανερό όχι μόνο στις στατιστικές, αλλά απλά και μόνο στα πρόσωπα των κομπάρσων των ταινιών της εποχής.
Η ανασυγκρότηση ήρθε στιβαρή, χάρη στο αίμα και τον ιδρώτα τον παππούδων μας, αλλά και ενός ιστορικού ατυχήματος. Βρεθήκαμε στη σωστή πλευρά των Ψυχρού Πολέμου, όχι μόνο ηθικά ανώτερη, αλλά (μην το κρύβουμε) και κοινωνικο-οικονομικά ωφελιμότερη. Ενας συνδυασμός αμερικανικών επιδοτήσεων, ελεύθερου εμπορίου με τον πλούσιο κόσμο και οργασμού ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων στην Ελλάδα έφερε τη χώρα μας δευτεραθλήτρια ανάπτυξης παγκοσμίως το 1960-1980, πίσω από την Ιαπωνία αλλά μπροστά από το γερμανικό Wirtschaftswunder.
Αν συνεχίζαμε έτσι, όχι εξίσου αλματωδώς, αλλά απλά στην αναπτυξιακή κορυφή της ΕΕ, θα ζούσαμε σήμερα σε μια Γερμανία με πολύ καλύτερο καιρό, ποιοτικότερο κρασί και χειρότερη μπίρα.
Το 1981 όμως η Ελλάδα, λες και νιώθει ενοχές για την καλή της τύχη, κλωτσάει την καρδάρα με το γάλα. Οντας χώρα μεσαίου εισοδήματος, αλλά με πολύ ανυπόμονους κατοίκους, αποφασίσαμε να παραστήσουμε τους πλούσιους πριν παράξουμε πλούτο, «εθνικά ανεξάρτητοι» πριν γίνουμε δυνατοί. Διόγκωση Δημοσίου, κρατισμός και αποξένωση της Δύσης οι βασικές κατευθύνσεις της εποχής.
Εγκαταλείποντας βασικά συστατικά της δυτικής φιλελεύθερης συνταγής, πετύχαμε το 1981-1989 το ακατόρθωτο αρνητικό ρεκόρ: καταχρεώσαμε το Δημόσιο χωρίς καν να έχουμε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη (έστω την πρόσκαιρη που φέρνει η δημόσια σπατάλη). Ακολουθούν πολιτική αστάθεια, διαδοχικές εκλογές και γενική απογοήτευση, με το αντίστοιχο οικονομικό κόστος. Στο τέλος της περιόδου το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί, οι οικονομολόγοι βρίσκονται σε απόγνωση.
Το 1990, επικεφαλής της πρώτης φυσιολογικής μετά-ανδρεϊκής αυτοδύναμης κυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, διαισθάνεται ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε έτσι. Φυλακισμένοι στην παγίδα του μεσαίου εισοδήματος, χρειαζόμαστε απελευθέρωση των δυνάμεων του ιδιωτικού τομέα για να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό πυρήνα. Ακολουθούν σαρωτικές αλλαγές στο Δημόσιο (μείωση υπαλλήλων κατά 30.000 από το 1989!), στο Ασφαλιστικό (όχι επαρκείς, αλλά στη σωστή κατεύθυνση), ιδιωτικοποιήσεις, η αρχή των αυτοχρηματοδοτούμενων μεγάλων έργων (Αττική Οδός, Γέφυρα Ρίου), άδειες κινητής τηλεφωνίας σε ιδιωτικές εταιρείες (ελλιπής μέθοδος παραχώρησης, αλλά θεαματική βελτίωση συγκριτικά με το μονοπώλιο του ΟΤΕ). Εως και ιδιωτική τηλεόραση πιθανώς δεν θα υπήρχε χωρίς τις πιέσεις του ΚΜ.
Μακροοικονομικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συμμάζεψε τη σπατάλη, με το έλλειμμα να μειώνεται από 19,8% του ΑΕΠ σε 13,8%. Το συνολικό χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ ανέβηκε, αλλά λόγω καταγραφής κρυμμένων δαπανών, και εν τέλει επειδή τέτοιο έλλειμμα απλά δεν μηδενίζεται σε έναν χρόνο (όπως ξεκάθαρα φάνηκε και το 2008). Παρά τη «λιτότητα», το εισόδημά μας ανέβηκε από 57% του ευρωπαϊκού μέσου στο 64%.
Ισως το πιο σημαντικό, η κυβέρνηση παρέλαβε πληθωρισμό 22,9% το 1990 και παρέδωσε 12% τα τέλη του 1993. Εσπασε έτσι τη ράχη του τέρατος των πληθωριστικών προσδοκιών, έναν φαύλο κύκλο αύξησης τιμών – υποτιμήσεων της δραχμής – νέων αυξήσεων τιμών που τροφοδοτούσε η κακή οικονομική πολιτική των περασμένων ετών. Οπως και στις ΗΠΑ επί Volcker προηγουμένως, η περιοριστική πολιτική κόστισε πολιτικά, γιατί συγκρατούσε τα εισοδήματα βραχυπρόθεσμα, αλλά επέτρεψε σπουδαία μακροπρόθεσμα οφέλη. Η πραγματική ανάπτυξη που απολαύσαμε επί χρόνια μετά έχει τις βάσεις της στον μόχθο αυτής της τριετίας.
Την ώρα που η κυβέρνηση ΚΜ έχτιζε την Ελλάδα προς μια κατεύθυνση που σήμερα θεωρούμε εντελώς αυτονόητη και δεδομένη, ομάδες συμφερόντων στο ευρύτερο Δημόσιο προσπαθούσαν να γκρεμίσουν τα πάντα. Συνεχείς απεργίες, βαριές κατηγορίες για «ξεπούλημα» έως και «προδοτική» οικονομική πολιτική (κυκλοφορούσε ως εύλογο το επιχείρημα π.χ. ότι ο ΟΤΕ δεν μπορεί να είναι ιδιωτικός για λόγους εθνικής ασφάλειας!).
Οι συνδικαλιστές της εποχής και τα συνθήματά τους έχουν μάλλον ξεχαστεί, οι ιδέες υπέρ ελεύθερης αγοράς που δεν καταλάβαιναν (δεν ήθελαν να καταλάβουν;) όμως όχι.
Η τελειωτική ένδειξη ότι ο ΚΜ τελικά είχε δίκιο δεν θα βρεθεί σε οικονομικές μελέτες, αλλά στις πράξεις των πολιτικών του αντιπάλων και (συχνά χυδαία λασπολογούντων) κατηγόρων (βλ. πρωτοσέλιδα της εποχής). Παραφράζοντας τον Οσκαρ Γουάιλντ «η μίμηση είναι η ειλικρινέστερη μορφή κολακείας που μπορούν οι μέτριοι να κάνουν στους μεγάλους» και δεν υπάρχει σχεδόν καμία οικονομική μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης Μητσοτάκη που να μη μιμήθηκαν οι μεταγενέστερες.
Μόνη ουσιαστική εξαίρεση οι ιδιωτικοποιήσεις αστικών συγκοινωνιών. Ενα μέτρο με τη χαμηλότερη ίσως επιστημονική στήριξη, που έφερε όμως τις χειρότερες συγκρούσεις (για μερικούς ο ΚΜ ορθώς ακολούθησε το θατσερικό παράδειγμα, αλλά επέλεξε τους λάθος ανθρακωρύχους).
Αναρωτιέται κανείς τι θα γινόταν αν ο ΚΜ επέλεγε πιο προσεκτικά (πονηρά;) τις μάχες του, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να ολοκληρώσει το έργο της, ώστε να φανούν τα οφέλη σε κάθε γειτονιά και καφενείο της χώρας. Αν στα μάτια των Ελλήνων «αποδεικνυόταν» από τότε ότι, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις, η φιλελευθεροποίηση Μητσοτάκη ήταν η πιο ειλικρινής και θαρραλέα προσπάθεια μεταρρύθμισης μιας χώρας που αμεταρρύθμιστη θα όδευε προς την καταστροφή, όπως ο ίδιος συνεχώς προειδοποιούσε προφητικά.
Εδώ είναι και το μεγάλο κρίμα, η πραγματική κατάρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που ενώ έβλεπε το μέλλον, δεν κατάφερε να το αποτρέψει.
Δεν ήταν τελικά παρά ένας άνθρωπος, με αδυναμίες και ελαττώματα της εποχής του. Πού θα βρισκόταν η πατρίδα μας όμως σήμερα αν την είχαν υπηρετήσει περισσότεροι τέτοιοι;
Ο κ. Σωτήρης Γεωργάνας είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο City University του Λονδίνου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ