Πολλές αναλύσεις και αντικρουόμενες ερμηνείες για το αποτέλεσμα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την επικράτηση του ρεπουμπλικάνου υποψήφιου Ντόναλντ Τραμπ έχουν δει το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά. Εδώ επιχειρείται μια προσέγγιση των εκλογών βασισμένη στην αμερικανική ιστορία.

Στην περίοδο της Αμερικανικής Επανάστασης, ο βρετανός μετανάστης Τόμας Πέην κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1776 ένα φυλλάδιο με τίτλο «Κοινή Λογική».Στο κείμενο αυτό, το οποίο αποτέλεσε ουσιαστικά τη θρυαλλίδα για την οριστική ρήξη των βρετανών αποίκων της Αμερικής με τον βασιλιά Γεώργιο Γ΄ και το Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα την έκρηξη της Επανάστασης, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ο αγώνας της Αμερικής είναι σε μεγάλο βαθμό αγώνας ολόκληρης της ανθρωπότητας… Έχουμε τη δύναμη να ξαναφτιάξουμε τον κόσμο από την αρχή».

Επίσης, το ζήτημα της δουλείας, που οδήγησε στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο Βορείων και Νοτίων στα μέσα του 19ου αιώνα (1861 – 1865) αποτέλεσε ορόσημο για την πολιτειακή συγκρότηση του σύγχρονου ομοσπονδιακού κράτους. Το μείζον αυτό ζήτημα αποτυπώθηκε με ενάργεια από τη Χάριετ – Μπήτσερ Στόου στο μπεστ – σέλλερ «Η καλύβα του Μπάρμπα – Θωμά» (1852), ένα πραγματικό «ευαγγέλιο» κατά της δουλείας.

Διατρέχοντας, λοιπόν, διάφορα γεγονότα – σταθμούς της αμερικανικής ιστορίας, σε δύο από τα οποία αναφερθήκαμε ακροθιγώς παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι αυτά διαδραμάτισαν, σε συνάρτηση βέβαια με τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, ρόλο στην πρόθεση ψήφου των Αμερικανών όπως αποτυπώθηκε στις πρόσφατες εκλογές, υπό τη μορφή βέβαια μιας αφυπνισμένης «ιστορικής συνείδησης».

Προφανώς αρκετοί από τους ψηφοφόρους που επέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων των Δημοκρατικών στον τομέα της οικονομίας, όπου οι ΗΠΑ παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια να ακολουθούν τον οικονομικό επεκτατισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και να έχουν απομακρυνθεί από την οικονομική ευμάρεια του 20ού αιώνα, κυρίως από τη δεκαετία του 1930 μετά το New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ.

Ταυτόχρονα, στη διεθνή πολιτική σκηνή, οι Ηνωμένες Πολιτείες φάνηκε ότι το τελευταίο διάστημα έχουν απολέσει σε σημαντικό βαθμό τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτιζαν σε παλιότερες εποχές. Η απουσία ισχύος και της επίδειξής της από την πλευρά των Αμερικανών επιτρέπει, για παράδειγμα, στον Βλάντιμιρ Πούτιν να «αλωνίζει» στη συριακή κρίση και να επιτυγχάνει τους στρατηγικούς στόχους της Ρωσίας στην εύφλεκτη αυτή περιοχή του πλανήτη.

Συνεπώς, η απώλεια του οικονομικού και στρατηγικού πλεονεκτήματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της δυνατότητάς τους «να ξαναφτιάξουν τον κόσμο από την αρχή» σύμφωνα με τη μεγαλόστομη επαναστατική διακήρυξη του Πέην δυόμισι αιώνες πριν, «μέτρησε» στις επιλογές κρίσιμης μάζας του εκλογικού σώματος και ευνόησε την επιθετική και σε πολλά σημεία ακραία ρητορεία του Τραμπ.

Η σταδιακή κατακρήμνιση των ΗΠΑ από το βάθρο της υπερδύναμης στο οποίο έστεκε από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και κυρίως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, ευνόησε τη βερμπαλιστική ρητορική του Τραμπ.

Επίσης, στο ζήτημα της εισδοχής και της ενσωμάτωσης των μεταναστών στην αμερικανική κοινωνία, το οποίο κατά κάποιον τρόπο συμβαδίζει με το θέμα της δουλείας στη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι ξενοφοβικές και ρατσιστικές απόψεις του Τραμπ εκπεφρασμένες σε ασταθές οικονομικό περιβάλλον, επικράτησαν τελικά έναντι της ισότητας των ευκαιριών, που είχε επιβληθεί σταδιακά στην αμερικανική ήπειρο μετά τον τερματισμό του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου.

Προφανώς στο ζήτημα των μεταναστών, υπό το βάρος των ανατροπών που επέφερε η οικονομική κρίση από το 2008 και μετά, η ρητορεία του Τραμπ αντηχεί τις ξενοφοβικές φωνές που φαίνεται ότι δυναμώνουν στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, και βρίσκεται στον αντίποδα των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών για την εποχή του θέσεων του Αβραάμ Λίνκολν.

Θα μπορούσαμε, βέβαια, να παραθέσουμε αρκετές άλλες πτυχές της αμερικανικής ιστορίας, κυρίως της σύγχρονης, οι οποίες επέδρασαν στο υποσυνείδητο των αμερικανών ψηφοφόρων και προσδιόρισαν σε κάποιο βαθμό την τελική τους απόφαση.

Ωστόσο, και για λόγους οικονομίας, παραθέτουμε στο τέλος αυτού του σημειώματος μια «ζωντανή» εικόνα από το παρελθόν, με έντονο όμως συμβολισμό στο σήμερα.

Κατά τη διεξαγωγή, λοιπόν, της προεκλογικής εκστρατείας των τελευταίων αμερικανικών εκλογών εξέλιπαν και από τις δύο παρατάξεις όχι μόνο οι παρελάσεις με πυρσούς που συνηθίζονταν στη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και οι μικρογραφίες ξύλινων καραβιών, που άλλοτε συμβόλιζαν την ταπεινή καταγωγή των υποψηφίων.

Τι σημαίνει αυτό; Απλούστατα, οι δύο «μονομάχοι» στις αμερικανικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου ήταν από τη μια ένας πάμπλουτος οιηματίας επιχειρηματίας, ο Ντόναλντ Τραμπ, που καυχιέται ότι κατοικεί σε ιδιόκτητο ουρανοξύστη με το όνομά του, και από την άλλη η εκπρόσωπος των διαφόρων οικονομικών και πολιτικών ελίτ της αμερικανικής ζωής, η Χίλαρι Κλίντον.

Από αυτή την ομοιότητα των δύο αντιπάλων ίσως να προοιωνίζεται κάτι για τις μελλοντικές επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ ως νεοεκλεγέντος προέδρου: φαντάζει πολύ πιθανό ο τελευταίος, τις ελίτ που «ξόρκισε» προεκλογικά, σε αυτές τις ίδιες να «ομνύει» μετεκλογικά.