Πρόσφατα ολοκληρώθηκε ο διαγωνισμός για την εκχώρηση αδειών παραγωγής περιεχομένου που θα εκπέμπεται από τον πάροχο μετάδοσης σήματος επίγειας ψηφιακής τηλεόρασης. Η διαδικασία διεξήχθη με τη μέθοδο του πλειστηριασμού που εξασφαλίζει αξιοπιστία και διαφάνεια και που έχει εφαρμοστεί κατ’ επανάληψη τόσο στη χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες πάντα για την εκχώρηση αδειών που αφορούσαν τη χρήση σπάνιων δημόσιων πόρων, δηλαδή πόρων σε περιορισμένη επάρκεια.

Εξ όσων μπορώ να γνωρίζω η χώρα μας, μετά τον διαγωνισμό αυτόν, είναι η πρώτη που εφάρμοσε αυτές τις τεχνικές σε άδειες που δεν αφορούν σπάνιους πόρους, δεδομένου ότι η παραγωγή περιεχομένου χρησιμοποιεί ως πόρους μυαλά και στούντιο που υποθέτω πως διαθέτουμε σε περίσσεια. Η διαδικασία κρινόμενη από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών υπήρξε απολύτως επιτυχής αφού προσπόρισε αναπάντεχα 246 εκατ. ευρώ.

Από την πλευρά του τηλεοπτικού τοπίου η διαδικασία ανέδειξε τους τέσσερις νέους «καναλάρχες» που μαζί με τα κανάλια της ΕΡΤ θα αναλάβουν πλέον την ενημέρωσή μας. Θέλω να πιστεύω ότι οι νέοι «καναλάρχες» γνωρίζουν τι πλήρωσαν και τι αγόρασαν. Ο ρόλος τους, θετικά ή αρνητικά, θα είναι σημαντικός στη διαμόρφωση απόψεων και αντιλήψεων που δρουν παιδευτικά στον πολίτη.

Δεδομένης της σημασίας που έχει η ενημέρωση – πληροφόρηση στην καθημερινή ζωή των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς και στο πώς επιδρά στη λειτουργία και ποιότητα της δημοκρατίας, θεωρώ ότι ενδιαφέρει όλους μας ποια θα είναι η επόμενη ημέρα στον χώρο της ελληνικής τηλεόρασης. Οι πρόσφατες εξελίξεις διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα εντός της οποίας καλούνται να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους οι νέοι «παίκτες».

Καλός ο πλουραλισμός, καλή η πολυφωνία, καλός και ο πολιτισμός, αλλά όταν έχεις να πληρώσεις 60 εκατ. ευρώ για την άδεια και πρέπει κάθε μήνα, πλέον των άλλων δαπανών, να καταβάλλεις μισθούς για τουλάχιστον 400 εργαζομένους, όπως απαιτεί η άδεια που έλαβες, τότε από κάπου πρέπει να έχεις έσοδα. Αυτή η ανάγκη επιβεβαιώνει ότι εκ των πραγμάτων μιλούμε όχι για τηλεοπτικό τοπίο αλλά για τηλεοπτική αγορά. Και βέβαια προϋπόθεση για τη λειτουργία της είναι η ανάπτυξή της με εξασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού.

Ομως θα μπορούσε κανείς να παραθέσει σημαντικά ζητήματα που θέτουν ερωτήματα για το πώς θα λειτουργήσει αυτή η αγορά, πόσο βιώσιμη είναι και κατά πόσο είναι απαλλαγμένη στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα:
Α. Οι τέσσερις νεοαδειοδοτηθέντες ενώ έχουν λάβει ίδιες ακριβώς μεταξύ τους άδειες εν τούτοις έχουν καταβάλει ποσά που διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά, έως και 30 εκατ. ευρώ. Η διαφορά αυτή στην αφετηρία προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε όποιον πλήρωσε τα λιγότερα.
Β. Τα έσοδα αυτής της αγοράς προέρχονται από δύο πηγές. Από τη διαφημιστική τηλεοπτική πίτα που είναι ετησίως της τάξης των 200 εκατ. ευρώ και από το ανταποδοτικό τέλος υπέρ της ΕΡΤ που είναι ετησίως της τάξης των 170 εκατ. ευρώ. Από την πρώτη πηγή διεκδικούν έσοδα οι νέοι «παίκτες» και η ΕΡΤ, ενώ η δεύτερη πηγή προορίζεται αποκλειστικά για την ΕΡΤ. Προκειμένου να αποκατασταθεί αυτή η ανισορροπία που επηρεάζει καθοριστικά τον ανταγωνισμό θα πρέπει να περιγραφούν και να κοστολογηθούν οι ιδιαίτερες υποχρεώσεις που έχει η ΕΡΤ σε σχέση με τους υπόλοιπους, όπως για παράδειγμα η παραγωγή περιεχομένου που ενδιαφέρει ειδικές ομάδες θεατών, η διάθεση δωρεάν περιεχομένου σε τρίτους, παραγωγές που εντάσσονται σε δημόσιες πολιτικές πολιτισμού. Και βέβαια θα πρέπει από τη ρύθμιση αυτή να προκύπτει ότι δεν καταστρατηγείται ο ανταγωνισμός και μάλιστα κάνοντας χρήση δημοσίων πόρων.
Γ. Οι πρόσφατες άδειες δόθηκαν χωρίς οι υπερθεματιστές να γνωρίζουν τι θα γίνει με τις περιφερειακές τηλεοπτικές άδειες. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της χώρας όπου το 75% του πληθυσμού της κατοικεί σε δύο περιφέρειες επιτρέπει την ανάδειξη ανταγωνιστών, που θα λάβουν περιφερειακή άδεια στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι δεν θα έχουν καταβάλει τα ποσά που αυτοί κατέβαλαν. Το ενδεχόμενο αυτό θα δράσει καθοριστικά στις δυνατότητές τους να διεκδικήσουν έσοδα από τη διαφημιστική πίτα και ως εκ τούτου στη βιωσιμότητά τους.
Δ. Το ενδεχόμενο ανάπτυξης ευρυζωνικών δικτυακών υποδομών στη χώρα σε συνδυασμό με τις δύο λειτουργούσες δορυφορικές πλατφόρμες θα αποτελέσει παράγοντα συρρίκνωσης της εν δυνάμει αγοράς των νέων αυτών αδειών τα επόμενα πέντε χρόνια και θα καθορίσει τον ρυθμό απαξίωσής τους.
Ε. Τέλος, το κτίσιμο μιας ψηφιακής Ευρώπης σε συνδυασμό με την προτίμηση των νέων στην πληροφόρηση μέσω Διαδικτύου, καθώς και η διεθνοποίηση της πληροφόρησης με την ανάδειξη διεθνών διαδικτυακών υπηρεσιών πληροφόρησης, προϊόντος του χρόνου θα απαξιώνει τις νέες αυτές άδειες.
Η αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου τηλεοπτικής μετάδοσης σε συνδυασμό με το τρόπο που έγινε, παρά τις επί μέρους επιτυχίες, θέτει ζητήματα για το μέλλον και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της τηλεοπτικής αγοράς στη χώρα μας. Μάλιστα, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές προκλήσεις και τα κενά πολιτικού σχεδιασμού και ρυθμιστικού πλαισίου που αντιμετωπίζει αυτή η αγορά, τίθενται και ζητήματα βιωσιμότητας των «παικτών» αυτής της αγοράς.

Σε κάθε περίπτωση είναι ανάγκη να υπάρξει κανονιστικό πλαίσιο και ισχυρός ρυθμιστής που θα διασφαλίσει τη λειτουργία της σε καθεστώς διαφάνειας, νομιμότητας και ανταγωνισμού, για τον πρόσθετο λόγο ότι αποτελεί «κλειστή» αγορά όπου δεν υπάρχει ελευθερία εισόδου νέων «παικτών», αφού οι άδειες είναι συγκεκριμένες και περιορισμένες σε αριθμό.

Με τον τρόπο αυτόν είναι πιθανή η δημιουργία υγιών επιχειρηματικών σχημάτων που δεν θα ρέπουν σε «κακές συναναστροφές» και θα υπηρετούν «την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλουν η κοινωνική αποστολή της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας».



*Ο κ. Εμμανουήλ Γιακουμάκης είναι πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρόεδρος ΕΕΤΤ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ