Και μόνο στο άκουσμα της λέξης «κρίση», οι πρώτες σκέψεις που συνειρμικά γεννώνται στο μυαλό μας είναι «τα λιγοστά χρήματα», «η ανέχεια», «οι μειώσεις μισθών».Το φίλτρο υπό το οποίο πλέον αξιολογούμε τα ερεθίσματα που δεχόμαστε έχει την υπογραφή της οικονομίας και των οικονομικών, γεγονός δικαιολογημένο, άκρως ρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα και τόσο ελλιπές. Η λέξη κρίση (εκ του κρίνω), σταδιακά απώλεσαι την πρωταρχική της έννοια, δηλαδή «τη διανοητική διεργασία που καταλήγει σε εκτιμήσεις, σκέψεις και αποφάσεις» και πλέον κατέχει την πρωτοκαθεδρία του καθημερινού μας λεξιλογίου ως περίφραση βέβαια, ως οικονομική κρίση. Η μονοδιάστατη προσέγγιση εννοιών και κοινωνικών φαινομένων, παρά τη βαθεία ερμηνεία και κατανόηση που δύναται να προσφέρει επ’αυτών, εντούτοις θέτει στο περιθώριο εξίσου μείζονα προβλήματα, τα οποία στα πλαίσια της σημερινής γενικευμένης κρίσης δε θα πρέπει επ’ουδενί να παραβλέπονται.
Μιλώντας για την υφιστάμενη οικονομική κρίση, η οποία αποτελεί υπαρκτό και μείζον κοινωνικό πρόβλημα, θα αποτελούσε ταυτόχρονα και τροχοπέδη η παράβλεψη και άλλων μορφών κρίσεων που βιώνει καθημερινά το άτομο, τόσο ως μονάδα όσο και ως αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού συνόλου. Η δομή μίας κοινωνίας δεν απαρτίζεται μόνο από πολιτικούς, οικονομικούς, νομοθετικούς κανόνες από τους οποίους και διέπεται, αλλά πρωτίστως από το σύνολο των ατόμων και ακόμη περισσότερο, από τα εξατομικευμένα εκείνα προβλήματα και ανησυχίες τους, που αναδύονται ως κοινωνικές παθογένειες, ως κοινωνικές κρίσεις. Συνεπώς, θα ήταν σώφρον μία κρίση να μην εξετάζεται παρωπιδιστικά αλλά υπό το πρίσμα όλων των πιθανών προεκτάσεων και εκδηλώσεών της.
Παραμερίζοντας την κρίση της οικονομίας και της τσέπης για λίγο, θα αποτελούσε γόνιμο προβληματισμό η αναζήτηση και άλλων μορφών κρίσεων, καθώς η πλήρης ίαση μίας χρόνιας ασθένειας επιτυγχάνεται με την εξάλειψη όλων των παθογενετικών παραγόντων της και όχι επιλεκτικά μόνο κάποιων. Έτσι, εξίσου σημαντικό σημείο κοινωνικής χωλότητας αποτελεί και η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων, και είναι ιδιαίτερα οξύμωρο σε μία εποχή μάλιστα που η τεχνολογία τάσσεται υπέρ των ατόμων, εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις και φέρνοντάς τα πιο κοντά. Ωστόσο, η σύγχρονη «σοσιαλμιντιακή» εποχή έχει επιβάλλει έναν ηλεκτρονικό τρόπο σκέψης, ο οποίος στηρίζεται στη συντομία, τη συντομογραφία και στην ταχύτητα. Τρία χαρακτηριστικά τα οποία καταστρατηγούν τη διεξαγωγή ενός πραγματικού διαλόγου, ενός διαλόγου υπό συνθήκες γόνιμης σκέψης και προβληματισμού, ενός διαλόγου με ανταλλαγή επιχειρημάτων και συναισθημάτων. Το απρόσωπο και παγερό γυαλί της οθόνης ενός υπολογιστή ή ενός κινητού τηλεφώνου καταργεί την αμεσότητα και την ένταση μίας συζήτησης, καθιστώντας την αν όχι νεκρή, σίγουρα όμως επιφανειακή και στερούμενη ενέργειας και ποιότητας.
Άμεσα συνυφασμένη με την απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας είναι και η πνευματική κρίση της κοινωνίας με την απαρχή της να εντοπίζεται στον ίδιο το άτομο. Και λέγοντας πνευματική κρίση δεν εννοείται η μόρφωση ή η εκπαίδευση που λαμβάνει το άτομο στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο αλλά κυρίως η ευρύτερη καλλιέργειά του σε θέματα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά. Όταν κάθε άνθρωπος ως αυτοτελής μονάδα γίνεται κοινωνός τέτοιων γνωστικών αντικειμένων, διερύνει τη σκέψη του, οξύνει το νου του, «οπλίζετα» πνευματικά έναντι των κοινωνικών νοσηροτήτων και παθογενειών και οπωσδήποτε αντιμετωπίζει καλύτερα τις σύγχρονες προκλήσεις. Η απουσία, όμως, τέτοιων ουσιαστικών ενδιαφερόντων, η έφεση στον «ωχαδελφισμό» και στη διασκέδαση (εκ του δια – σκεδάννυμι <διασκορπίζω, διαλύω) του μυαλού, καθώς και η ευρύτερη απάθεια και έλλειψη αισθήματος κοινωνικής ευθύνης, διαπλάθουν άτομα εξαιρετικά μορφωμένα, με αξιοσημείωτη εκπαιδευτική διαδρομή, αλλά ταυτόχρονα –δυστυχώς – πνευματικά πένητες.
Βαρύνουσας σημασίας αλλά και πιο οικεία στο άκουσμα παραφυάδα της ευρύτερης κρίσης αποτελεί η ανθρωπιστική κρίση. Ο χαρακτηρισμός «βαρύνουσας σημασίας» βέβαια, ενδέχεται να είναι μία πολύ μετριοπαθής προσέγγιση του ζητήματος, καθώς ο άνθρωπος αποτελεί το θεμέλιο και συνάμα το επίκεντρο μίας κοινωνίας, χωρίς τον οποίο η τελευταία δεν έχει ουσιαστική υπόσταση. Ως ανθρωπισμός χαρακτηρίζεται «το σύνολο των ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων που προσιδιάζουν στον άνθρωπο και τον διακρίνουν από τα ζώα» καθώς και «ο τρόπος συμπεριφοράς που (πρέπει να) επιδεικνύει ο άνθρωπος στον συνάνθρωπό του». Αναλογιζόμενοι τη διττή ερμηνεία του όρου, εύκολα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως τέτοιες εκδηλώσεις σήμερα απουσιάζουν τόσο από το ίδιο το άτομο όσο και στις κοινωνικές του αλληλεπιδράσεις με άλλα άτομα. Έννοιες όπως η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη και η συμπόνοια, ενώ κάποτε ήταν όχι μόνο αυτονόητες αλλά και ατομικό κτήμα των ανθρώπων, πλέον θεωρούνται είτε απαρχαιωμένες αντιλήψεις είτε ένδειξη αδυναμίας. Η αποθέωση του «εγώ» και η απεμπόληση τέτοιων θεμελιωδών αρχών και αξιών αφενός επιτείνει κάθε μορφή κρίσης και αφετέρου αφοπλίζει την κοινωνία και το άτομο από οποιαδήποτε απόπειρα αυτοḯασης.
Συμπερασματικά, αξίζει να καταγραφεί και μια σπουδαία και τόσο επίκαιρη φράση, χιλιάδων ετών πριν, του Πρωταγόρα του Αβδηρίτη, κορυφαίου σοφιστή: «Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντως ως εστίν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν», δηλαδή, «όλα καθορίζονται από τον άνθρωπο, πραγματική υπόσταση έχουν όσα βλέπει, όσα πιάνει και όσα αντιλαμβάνεται». Είναι έκδηλο, πως η υφιστάμενη κρίση δεν αφορά μόνο στην οικονομία, αλλά επεκτείνεται εξίσου και στο άτομο ως κοινωνική και πνευματική οντότητα. Συνεπώς, το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση τέτοιων κοινωνικών φαινομένων είναι η εμφιλοχώρηση από πλευράς ατόμου της λογικής ενός αισθήματος υψηλής κοινωνικής ευθύνης τόσο ως προς τον εαυτό του όσο και ως προς το συνάνθρωπό του. Το εγχώριο αυτοφυές φυτό που ονομάζεται φθόνος καθώς και το βαρύγδουπο «εγώ» αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα έξαρσης και επέκτασης της κρίσης. Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, όλοι τις ευθύνες μας και ας παραμερίσουμε για μία στιγμή το άκρατο εγωκεντρικό συμφέρον και αντ’αυτού ας προβάλλουμε το συλλογικό, το κοινό συμφέρον.