Χαρακτηριστικό γνώρισμα των Ελλήνων, ιδίως τα τελευταία χρόνια, είναι το διαζύγιό μας από τη λογική· η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα και η μόνιμη σύγκρουση με τις «συνθήκες αληθείας». Παρανοούμε απλές αλήθειες. Παραλογιζόμαστε. Κατ’ επέκταση, παράγουμε μια μορφή γλωσσικής επικοινωνίας που γέμει αντιφάσεων και χαρακτηρίζεται από σύγχυση εννοιών η οποία εγγίζει τα όρια τής παράνοιας. Θέτουμε παράλογα ερωτήματα και ενθουσιαζόμαστε με παράλογες απαντήσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση το πρόσφατο δημοψήφισμα, το οποίο χρήζει γλωσσικής -νοηματικής αναλύσεως. Θα το επιχειρήσω, δηλώνοντας εξ αρχής ότι δεν προτίθεμαι να κρίνω το δίλημμα ΝΑΙ/ΟΧΙ με πολιτικούς όρους ούτε φυσικά να αμφισβητήσω τη βαρύτητα που έχει μια τόσο καθαρή θέση τής συντριπτικής πλειονοψηφίας. Θα κρίνω, κατά το δυνατόν, τη γλωσσική –επικοινωνιακή –νοηματική πλευρά τού δημοψηφίσματος σε σχέση με τον ισχυρισμό μου ότι τελούμε σε συγκρουσιακή σχέση με τη λογική και την πραγματικότητα και σε σύγχυση εννοιών.
Οσοι κλήθηκαν να ψηφίσουν ΝΑΙ κλήθηκαν στην πραγματικότητα να υπερψηφίσουν ένα μη υπαρκτό (πάλι στην πραγματικότητα) σχέδιο συμφωνίας των εταίρων, αφού το σχέδιο τελούσε ακόμη υπό διαπραγμάτευση, αλλά μια διαπραγμάτευση από την οποία η χώρα μας είχε αποχωρήσει (είχαν ξεμείνει μόνο κάποια μέλη τής διαπραγματευτικής ομάδας από μειωμένες πληροφορίες που είχαν περί τής πορείας τής διαπραγμάτευσης…). Κλήθηκαν δηλ. να υπερψηφίσουν μια εικονική πραγματικότητα με μια υπό διαπραγμάτευση συμφωνία «φάντασμα» (η οποία κατά τη διεξαγωγή τού δημοψηφίσματος μετεξελίχθηκε σε «βδέλυγμα»).
Οσοι κλήθηκαν να ψηφίσουν ΟΧΙ κλήθηκαν στην πραγματικότητα να καταψηφίσουν μια ανύπαρκτη συμφωνία, η οποία όμως θα νεκρανασταινόταν στο πλαίσιο ενός επικού αγώνα που θα αναλαμβανόταν εναντίον των εταίρων με τον ανυποχώρητο όρο να γίνει καλύτερη. Κλήθηκαν δηλ. να διαφοροποιηθούν… ριζικά από τους άλλους τού ΝΑΙ (που επίσης υπερψήφιζαν μια ανύπαρκτη συμφωνία) επί τη βάσει ενός επιθετικού προσδιορισμού, τού «καλύτερη», ο οποίος όμως γλωσσικά και νοηματικά δεν ισχύει, αν δεν υπάρχει ουσιαστικό και ουσία (δηλ. συμφωνία) στην οποία να αναφέρεται και να προσδιορίζει. Εξειδίκευση (καλύτερη) χωρίς εξειδικευόμενο (συμφωνία) δεν υπάρχει, αφού η συμφωνία –στην αόριστη και υπεργενικευμένη στάση που πήρε στην πραγματικότητα το ΟΧΙ, ένα ΟΧΙ κατά πάντων και διά πάντα –απορρίπτεται. Η σύγκρουση με την πραγματικότητα οδήγησε μάλιστα σε περαιτέρω αντιφατικά ερωτήματα. Η μη αποδοχή από τους εταίρους «τής καλύτερης συμφωνίας» συνεπάγεται άραγε και την αποδοχή μιας «κακής συμφωνίας» (άρα ταύτιση με όσους υπερψηφίζουν το ΝΑΙ) ή επιβάλλει την απόρριψή της και την αυτόματη (έως μοιραία) μετάβαση σε επαναστατικές λύσεις (νέου νομίσματος, πιθανόν και δραχμής);
Η διεξαγωγή τού δημοψηφίσματος με το συγκεκριμένο στην αοριστία του περιεχόμενο δείχνει πώς και ο πιο δημοκρατικός θεσμός –που είναι πράγματι το δημοψήφισμα ως πράξη τής άμεσης δημοκρατίας –μπορεί να μη λειτουργήσει δημιουργικά, όταν τα ερωτήματα είναι από ασαφή έως αντιφατικά και εν πάση περιπτώσει σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Τέτοια ερωτήματα –με δημοκρατική επαναστατική επίφαση –υποτάσσουν τη λογική στο συναίσθημα, την πραγματικότητα στην επιθυμία, το μακροχρόνιο στο προσωρινό και οδηγούν σε πύρρειες νίκες.
Ενα κατανοητό από όλους και λειτουργικό δημοψήφισμα για ιστορικές αποφάσεις θα έπρεπε να περιλαμβάνει δύο κύρια ερωτήματα: α) ένα ολοκληρωμένο σχέδιο συμφωνίας των εταίρων και ένα πλήρως επεξεργασμένο σχέδιο συμφωνίας τής κυβερνήσεως, με ερώτημα προς τον λαό να ψηφίσει το ένα από τα δύο ή και κανένα· β) ένα σαφές ερώτημα τι προκρίνει ο λαός σε περίπτωση διαφωνίας και απόρριψης τού κυβερνητικού σχεδίου: (i) εξουσιοδότηση τής Κυβέρνησης για συνέχιση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους και για κυβερνητικές υποχωρήσεις ώστε να επιτευχθεί συμφωνία έστω και επώδυνη ή (ii) εξουσιοδότηση για ρήξη με τους εταίρους, αποχώρηση από την ευρωζώνη και μετάβαση σε νέο νόμισμα ή στη δραχμή. Ενα τέτοιο (ή παρόμοιο) συνετό, σαφές και ουσιαστικό περιεχόμενο δημοψηφίσματος θα απέκλειε τις ασάφειες, τις παρερμηνείες και τις αντιφάσεις και θα βοηθούσε την Κυβέρνηση (σε συνεργασία με την αντιπολίτευση για αυτονόητους λόγους) να βαδίσει με ξεκαθαρισμένο το τοπίο και με ελευθερία κινήσεων σε μια οριστική διευθέτηση τής οικονομικής μας κρίσης.
Αλλά αυτά προϋποθέτουν επαφή και όχι σύγκρουση με την πραγματικότητα και με τη λογική· προϋποθέτουν ξεκαθαρισμένες έννοιες και γενναίες αποφάσεις αντί για αντιφάσεις.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ