Από τη Mεταπολίτευση και μετά ζούσαμε σε ένα μικρό απομονωμένο χωριό και, όπως οι Γαλάτες των Κοσινί και Ουντερζό, το μόνο που φοβόμασταν ήταν μη μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Μάλιστα στην περίπτωσή μας ο φόβος είχε ρίζες λιγότερο μεταφυσικές και πιο εκλογικευμένες: ήταν ο τουρκικός επεκτατισμός.
Ολα θα πήγαιναν καλά και θα ζούσαμε ευτυχισμένοι με αλλεπάλληλες υποτιμήσεις του πανάρχαιου εθνικού μας νομίσματος αν δεν υπήρχε το διεθνές εμπόριο. Οι Γαλάτες δεν αγόραζαν σχεδόν τίποτα από τον περίγυρό τους. Οταν, σπάνια, έβγαιναν από το χωριό τους ήταν για να σκοτώσουν κανέναν αγριόχοιρο στα γειτονικά δάση. Εμείς όμως οφείλουμε την εθνική μας ύπαρξη στην κοινή δράση –εντελώς εξαιρετική και σπάνια –των μεγάλων δυνάμεων της εποχής που συνέτριψαν τον οθωμανικό στόλο στο Ναβαρίνο και εξανάγκασαν τον ως τότε θριαμβευτή Ιμπραήμ να εκκενώσει τα εδάφη του πρώτου εθνικού μας πυρήνα. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με δράσεις θετικές αλλά και εκδηλώσεις εκμετάλλευσης και απόπειρες κυριαρχίας, όλες οι μεγάλες και μερικές φορές μικρότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις έπαιξαν τον ρόλο τους στη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους και της κοινωνίας που μας περιβάλλει.
Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού ήταν η εξάρτηση από το εξωτερικό και ιδιαίτερα από την Ευρώπη. Η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και αργότερα στην ενιαία αγορά ενώ η αγροτική μας πολιτική είναι ολοκληρωτικά ευρωπαϊκή και μετά τη δημιουργία της την ενεργό συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση που έφερε την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ είναι καθαρά παρανοϊκή. Και για αυτόν τον λόγο για μακρά χρονικά διαστήματα αφορούσε μόνο τα άκρα των άκρων που είχαν όλα τα χαρακτηριστικά θρησκευτικής αίρεσης. Δηλαδή, το ΚΚΕ και τα κατάλοιπα των νοσταλγών του Χίτλερ και της απριλιανής δικτατορίας.
Για μακρό χρονικό διάστημα η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, με τα θετικά και τα αρνητικά της, είχε την υποστήριξη συντριπτικών πλειοψηφιών του ελληνικού λαού που συχνά ξεπερνούσαν το 80% και τα κόμματα που εκπροσωπούσαν γνήσια την ευρωπαϊκή προοπτική, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία και το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, διαγκωνίζονταν για να αποδείξουν ότι αυτοί και όχι οι άλλοι είναι οι γνήσιοι φορείς της προοπτικής της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Υπήρχαν δύο βασικές προϋποθέσεις για να μείνει κανείς στο πλαίσιο του ευρώ. Η πρώτη ήταν ένα δημόσιο έλλειμμα που δεν θα έτεινε να ξεπεράσει το όριο του 3%. Η δεύτερη, ότι το δημόσιο χρέος της συγκεκριμένης οικονομίας θα είχε μια μειωτική τάση.
Σιγά-σιγά και για λόγους που αφορούν τη γενικότερη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι δύο αυτοί περιορισμοί έμπαιναν στο περιθώριο. Η ελληνική οικονομία είχε να αντιμετωπίσει δύο ενδογενείς πάγιες αδυναμίες. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα οδηγούσε σε ελλειμματικά εξωτερικά ισοζύγια. Ο υπερτροφικός και ανίκανος δημόσιος τομέας, που οφειλόταν στο πελατειακό πολιτικό σύστημα, έτρεφε τον ελλειμματικό χαρακτήρα των κρατικών προϋπολογισμών και η διατήρηση της διαχείρισης των λεγόμενων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, που σε όλη την άλλη Ευρώπη είχαν ιδιωτικοποιηθεί, ενίσχυε ένα ευρύτερο έλλειμμα του δημόσιου τομέα. Υπήρχε ένας μόνο τρόπος να ξεπεραστούν τα προβλήματα που έθετε αυτή η κατάσταση: ο εξωτερικός δανεισμός.
Οταν λοιπόν μας έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι, δηλαδή αρνήθηκαν οι διεθνείς αγορές να μας χρηματοδοτήσουν με στοιχειωδώς ανεκτούς όρους, ήταν φυσικό η κοινωνία μας να ψάξει να βρει άλλες αιτίες από τις πραγματικές από τις οποίες λίγο-πολύ είχαμε όλοι επωφεληθεί. Αλλοι, λίγοι, διόριζαν, άλλοι, πολλοί, διορίζονταν, όλοι δεν πλήρωναν τους φόρους που τους αναλογούσαν, λίγους ή πολλούς, και όσοι τόλμησαν να αναδείξουν την παθογένεια του συστήματος εξοβελίζονταν από την πολιτική και δημόσια ζωή και έχαναν κάθε αντιπροσωπευτικότητα. Η εύκολη λύση –ο ουρανός που μας έπεσε στο κεφάλι –ήταν η όντως υπαρκτή και εξελισσόμενη γενικότερη κρίση της Ευρώπης.
Σκοπός μας εδώ δεν είναι να αποδείξουμε ότι η ευρωπαϊκή κρίση δεν επηρέασε επί το δυσμενέστερο την κρίση της ελληνικής οικονομίας. Σκοπός μας είναι να αποδείξουμε ότι, αν η δημοσιονομική εξυγίανση που φαίνεται να έχει επιτευχθεί από τις κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά δεν είναι αρκετή προϋπόθεση για να λυθούν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, είναι όμως απαραίτητη προϋπόθεση. «Conditio sine qua non». Οπως θα έλεγαν ο Οβελίξ και ο Αστερίξ αν ήξεραν λατινικά.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ