Ποιος θυμάται τη Σουηδέζα Σέλμα Λάγκερλεφ και τις γλυκερές ανθρωπιστικές σελίδες της, τον Ισπανό Χοσέ Ετσεγκαράι υ Εϊζαγκίρε, τότε σπεσιαλίστα του μελοδράματος, τον γερμανό φιλόσοφο Ρούντολφ Οϊκεν, τη γερμανίδα αντιναζίστρια Νέλι Ζαχς και άλλους, ων ουκ έστιν αριθμός, που τιμήθηκαν με το Νομπέλ Λογοτεχνίας αλλά πέρασαν στη λήθη της ιστορίας της λογοτεχνίας; Ακόμη και σήμερα τι μπορεί να λέει το όνομα Λε Κλεζιό σε έναν Γερμανό και το όνομα του Ελύτη σε έναν Καναδό;
Το Νομπέλ Λογοτεχνίας έχει θεωρηθεί το πιο απρόβλεπτο βραβείο παγκοσμίως. Ποτέ κανείς δεν ξέρει από τι επηρεάζονται οι «σοφοί» σουηδοί ακαδημαϊκοί κριτές. Είναι το λόμπινγκ; Είναι η πολιτική; Είναι οι προσωπικές προτιμήσεις; Είναι κάποιο γενικό σχέδιο στο οποίο υπακούει κάθε φορά η επιτροπή των μελών της Σουηδικής Ακαδημίας; Αραγε η καλή λογοτεχνία παίζει κάποιον ρόλο; Για το τελευταίο υπάρχουν πολλές αμφιβολίες, αφού μια ματιά στον μακρύ κατάλογο των βραβευθέντων κατά καιρούς θα μας οδηγήσει σε ονόματα το έργο των οποίων ουδόλως επηρέασε την παγκόσμια λογοτεχνία και κάποια από αυτά παραμένουν στις σημειώσεις των ιστοριών λογοτεχνίας των χωρών τους και μόνο.
Πριν από μερικά χρόνια είχε δημοσιευθεί στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde» η αλληλογραφία μελών της Σουηδικής Ακαδημίας για το Νομπέλ Λογοτεχνίας του 1954. Η μάχη ήταν μεταξύ του Αντρέ Μαλρό και του Αλμπέρ Καμύ, ενώ συνυποψήφιοί τους, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ήταν ο Αμερικανός Ερνεστ Χεμινγκγουέι και ο ΙσπανόςΡαμόν Μενέντεθ Πιδάλ. Το Νομπέλ πήγε στον Χεμινγκγουέι και οι Καμύ και Μαλρό έμειναν για αργότερα.
Το 1955, παρ’ ότι Μαλρό και Καμύ ήταν και πάλι υποψήφιοι, το πήρε ο άσημος ΙσλανδόςΧάλντορ Λάξνες. Για τον Καμύ είπαν ότι «δεν είχε κάτι καινοτόμο να παρουσιάσει», ενώ για τον Μαλρό, ότι το έργο του «πρέπει να πάρει πιο μυθιστορηματικό χαρακτήρα». Τελικά ο Καμύ θα πάρει το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1957, ενώ ο Μαλρό δεν θα τιμηθεί ποτέ με αυτό.
Τα αμφιλεγόμενα κριτήρια εγείρουν ερωτήματα και για το πώς βραβεύθηκε από το πουθενά με αυτή την ανώτερη διάκριση η Ρουμανογερμανίδα Χέρτα Μίλερ (2009), την οποία θα ξεχάσουμε πολύ γρήγορα, όπως φαίνεται, αλλά και ο Κινέζος Γκάο Ζινγιάν (2000). Πολλοί λένε ότι τα κριτήρια ήταν αμιγώς πολιτικά. Οπως πολιτικά ήταν τα κριτήρια της απονομής του Νομπέλ στον Τσόρτσιλ (1953) για τα Απομνημονεύματά του και στον ειρηνιστή φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ (1950). Και γιατί άραγε κυριάρχησαν αυτά τα πολιτικά κριτήρια τότε και όχι το 2010, που το πήρε ο πολύ καλός περουβιανός πεζογράφος Μάριο Βάργκας Λιόσα;
Αν υπολογίσουμε ότι λογοτεχνικά μεγέθη που επηρέασαν την παγκόσμια λογοτεχνία (Κάφκα, Μπροχ, Πάουντ, Μούζιλ, Τζόις, Μπόρχες, Πεσόα, Καλβίνο, και από τους ζώντες ο Ροθ, ο Κούντερα, ο Οστερ, ο Πίντσον και άλλοι πολλοί) δεν έχουν τιμηθεί, αλλά και πόσο μικρά είναι τα μεγέθη του Ισραηλινού Σμούελ Γόσεφ Ανιον (1966), των Σουηδών Χάρι Μάρτινσον και Εϊβιντ Γιόνσον που έλαβαν το Νομπέλ από κοινού το 1974, ενώ ζούσαν π.χ. ο Μπόρχες, ο Καλβίνο κ.ά., εκτός από τα πολιτικά αμφισβητούνται και τα λογοτεχνικά κριτήρια των σουηδών ακαδημαϊκών. Πώς είναι δυνατόν να δίνεις το μεγάλο αυτό βραβείο στον Λε Κλεζιό (2008) όταν στη Γαλλία γράφει πολιτογραφημένος ως Γάλλος ο Τσέχος Μίλαν Κούντερα, κορυφαίος λογοτέχνης που επηρέασε με τα μυθιστορήματά του αλλά και τη σκέψη του το σύγχρονο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα;
Οι άγνωστοι
Τα ονόματα των βραβευμένων στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα φανερώνουν ότι ελάχιστοι από αυτούς επηρεάζουν σήμερα τη λογοτεχνία, τον τρόπο γραφής, το στυλ, ή ότι διασώζεται από αυτούς κάτι ιδιαίτερο και προσωπικό. Για παράδειγμα: Τέοντορ Μόμσεν, γερμανός κλασικιστής με βασικό έργο στο ρωμαϊκό δίκαιο. Φρεντερίκ Μιστράλ, κυριότερο έργο του η λεξικογραφία –υπάρχει και προτομή του (για λόγους που αγνοώ) στην Καλλιθέα. Ρούντολφ Οϊκεν, γερμανός φιλόσοφος. Πάουλ Γιόχαν Λούντβιχ φον Χάιζεν, με σπουδαιότερο έργο του τα Παιδιά του κόσμου – στα ελληνικά κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Αντρέα Ντέλφιν, μια βενετσιάνικη νουβέλα. Καρλ Γκούσταβ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, με κυριότερο μυθιστόρημά του Το δέντρο των Φόλκουνγκς, επική ιστορία μιας ομάδας σουηδών οπλαρχηγών του Μεσαίωνα. Καρλ Αδόλφος Γκγιέλερουπ, δανός ποιητής. Βλάντισλαβ Ρέιμοντ, πολωνός συγγραφέας κτλ.
Στο δεύτερο μισό του αιώνα υπάρχουν πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα, αλλά ανάμεσά τους πολλά που δεν κατάφεραν τίποτε περισσότερο από το να απασχολήσουν τα μέσα ενημέρωσης για λίγες ημέρες μετά τη βράβευσή τους. Τέτοια είναι: Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, ισπανός συμβολιστής ποιητής. Νέλλυ Ζαχς, γερμανίδα ποιήτρια που βραβεύτηκε μαζί με τον Ισραηλινό Σμούελ Γιόσεφ Ανιον το 1966 σε μια εμφανή προσπάθεια πολιτικής σημειολογίας από μέρους της Σουηδικής Ακαδημίας. Η ίδια κατά κάποιον τρόπο επιβεβαίωσε την πολιτική σκοπιμότητα λέγοντας πως «ο Ανιον εκπροσωπεί το Ισραήλ, ενώ εγώ εκπροσωπώ την τραγωδία του εβραϊκού λαού». Γιάροσλαβ Σέφερτ, τσεχοσλοβάκος αντιφρονών ποιητής.
Ακόμη και οι πρόσφατες βραβεύσεις της αυστριακής συγγραφέως Ελφρίντε Γέλινεκ, της Ρουμανογερμανίδας Χέρτα Μίλερ, του Γάλλου Λε Κλεζιό, του Βιντιαντάρ Νάιπολ από το Τρινιντάντ και Τομπάγκο και η περυσινή του σουηδού ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ δεν άφησαν ικανοποιημένη την παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα καθώς υπάρχουν ισάξιοι αλλά και πολύ καλύτεροι συγγραφείς από αυτούς σε όλο τον κόσμο.
Βεβαίως κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα τιμήθηκαν μεγάλοι και σπουδαίοι για το έργο τους συγγραφείς, όπως ο μεξικανός ποιητής Οκτάβιο Πας, ο γιαπωνέζος μυθιστοριογράφος Κενζαμπούρο Οε, ο ρώσος ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι, ο δημοφιλής κολομβιανός πεζογράφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο αγγλικής υπηκοότητας, εβραϊκής καταγωγής και γερμανόφωνος Ελίας Κανέτι, ο Ούγγρος Ιμρε Κέρτες, που το εξαιρετικό έργο του διαδόθηκε πολύ μετά το βραβείο κ.ά.
Αυτοί όμως δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα είχε κυρίως ελάσσονες συγγραφείς, προξενώντας πολλά ερωτηματικά σχετικά με τα κριτήρια της Σουηδικής Ακαδημίας. Τέτοια που δικαιώνουν ίσως τα δύο μέλη της που είχαν παραιτηθεί όταν πρωτοθεσπίστηκε το βραβείο Νομπέλ λέγοντας ότι θα καταντήσει ένα «κοσμοπολίτικο λογοτεχνικό δικαστήριο», υπονοώντας την επικράτηση αμφιλεγόμενων κριτηρίων.

Οι Ελληνες και το παρασκήνιο
Από τις λίγες φορές που είχαν προταθεί Ελληνες ήταν: το 1929, όταν υποψήφιος ήταν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, αλλά το Νομπέλ πήγε στον Τόμας Μαν. Το 1950 υπήρχαν δύο υποψηφιότητες, του Αγγελου Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη, αλλά ενώ συνυποψήφιοί τους ήταν σπουδαίοι λογοτέχνες, όπως ο Φόκνερ, ο Καμύ, ο Γκράιαμ Γκριν, ο Χεμινγκγουέι, η Κάρεν Μπλίξεν, το πήρε για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ο Ράσελ. Ακόμη και το Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη (1979) λέγεται ότι ενείχε πολιτική σκοπιμότητα. Τέλος, το 1963 Νομπέλ Λογοτεχνίας είχε απονεμηθεί στον Γιώργο Σεφέρη.
Η περίπτωση Καζαντζάκη ήταν ξεχωριστή, καθώς ήταν πολύ γνωστός και παραμένει ο πιο αναγνωρίσιμος έλληνας πεζογράφος του προηγούμενου αιώνα. Η Ελληνική Ακαδημία δεν θα μπορούσε να τον προτείνει, αφού την προηγούμενη χρονιά είχε απορρίψει την υποψηφιότητά του για μέλος της και είχε προκρίνει τον Σωτήρη Σκίππη. Εξάλλου θεωρούσε τον Καζαντζάκη και τον συνυποψήφιό του Σικελιανό κομμουνιστές και υπόλογους για τα Δεκεμβριανά. Αντί για τον Καζαντζάκη είχε προτείνει στη Σουηδική Ακαδημία τον Γεώργιο Βουγιουκλάκη.
Γράφει για τον τελευταίο ο Πάτροκλος Σταύρου: «Στην Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει δελτίο με τα έργα του: «Το φάντασμα της γυμνής γυναίκας» το 1930, «Το φιδίσιο βλέμμα» το 1931, «Ο ξένος» το 1936, «Η Μαντάμ Εύα» και «Οι πουλητές» το 1946 και «Η πράσινη οχιά» το 1962. Φιδίσια βλέμματα και γυμνά φαντάσματα και πράσινες οχιές. Για πράσινα άλογα δεν ξέρω αν έγραψε. Δεν είναι δυνατό να ήταν άμοιρος της ατιμίας κατά του Καζαντζάκη».
Για να αποτραπεί ένα κλίμα που είχε διαμορφωθεί υπέρ της υποψηφιότητας του Καζαντζάκη (τον υποστήριζε η Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, αρκετά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, ο Αλμπέρ Καμύ και άλλες προσωπικότητες) είχε μεταβεί στη Σουηδία ο υπερσυντηρητικός ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, σφόδρα πολέμιος του κρητικού συγγραφέα, που όπως λέγεται κατάφερε με τη βοήθεια του τότε έλληνα πρεσβευτή στη Σουηδία να ματαιώσει τη βράβευση του κρητικού συγγραφέα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ