Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε, όχι όμως και η αντιπαλότητα των υπερδυνάμεων. Ως εκ τούτου, η διεθνής κοινότητα αδυνατεί περισσότερο παρά ποτέ να παραμείνει ενωμένη απέναντι στις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις.

Η Συρία είναι το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης. Η συντονισμένη προσπάθεια για την προστασία των πολιτών από την κατάφωρη καταπίεση και για την προώθηση της ειρηνικής μετάβασης σε ένα δημοκρατικό καθεστώς – το σχέδιο δηλαδή του πρώην Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν – εξελίχθηκε σε πόλεμο διά αντιπροσώπων, μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ρωσίας.

Οι ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας προσπαθούν να υποστηρίξουν ένα διεθνές σύστημα που βασίζεται στο απαραβίαστο της κυριαρχίας των κρατών και απορρίπτει το δυτικής έμπνευσης δικαίωμα παρέμβασης. Υπό τον φόβο ότι οι άραβες επαναστάτες θα ξεσηκώσουν τις δικές τους καταπιεσμένες μειονότητες, δεν επέτρεψαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να προωθήσει επαναστατικές αλλαγές στον αραβικό κόσμο. Η Συρία είναι ένα δυνατό χαρτί για το Κρεμλίνο και θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να το διατηρήσει.

Η Ρωσία και η Κίνα όμως δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα. Μεγάλες αναδυόμενες δημοκρατίες όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Νότιος Αφρική δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Αραβικής Άνοιξης. Όλες αυτές οι χώρες σπεύδουν να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να καταδικάσουν αμυντικές επιθέσεις των Ισραηλινών στη Γάζα ως «γενοκτονίες», αλλά εξίσου πρόθυμα αντιτίθενται στην επιβολή κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας στη Συρία, μολονότι η καταπίεση εκεί παίρνει ολοένα και πιο τρομακτικές διαστάσεις. Οι εξεγέρσεις του αραβικού κόσμου είτε συγκρούστηκαν με την πίστη τους στο απαραβίαστο της εθνικής κυριαρχίας, είτε τροφοδότησαν το φόβο ότι η «ανθρωπιστική στρατιωτική επέμβαση» θα είναι ένα ακόμη εργαλείο κυριαρχίας του Βορρά.

Η στάση της Δύσης απέναντι στις προσδοκίες των Αράβων υπήρξε πολύ περισσότερο υποστηρικτική, αλλά ταυτόχρονα αντιφατική και ενίοτε ασυνεπής. Επί σειρά ετών, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη επιδίδονται σε μνημειώδη επίδειξη πολιτικής υποκρισίας, αφενός εξαίροντας τη σημασία του εκδημοκρατισμού, αφετέρου υποστηρίζοντας τους άραβες τύραννους.

Όντως, από τις αρχές τις Αραβικής Άνοιξης, ουδέποτε κατάφερε να διακρίνει κανείς κάποια συνεκτική στρατηγική της Δύσης για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των αβεβαιοτήτων. Κάθε περίπτωση χρειάστηκε διαφορετική αντιμετώπιση, είτε λόγω των εμποδίων της διεθνούς πολιτικής ισχύος – όπως συμβαίνει τώρα στην περίπτωση της Συρίας – είτε λόγω οικονομικών και στρατηγικών ενδιαφερόντων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας και του Μπαχρέιν.

Οι ΗΠΑ, από τη μεριά τους, δεν εγκατέλειψαν αμέσως τους αυταρχικούς συμμάχους τους, τον Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο και τον Ζίν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι στην Τυνησία. Μάλιστα, εάν ήταν ταχύτερες και αποτελεσματικότερες ως προς την καταστολή των μαζικών διαδηλώσεων κατά των καθεστώτων σε αυτές τις δύο χώρες, οι ηγέτες αυτοί μπορεί να ήταν ακόμη στην εξουσία. Οι ΗΠΑ στράφηκαν εναντίον τους, όχι επειδή ήταν δικτάτορες, αλλά επειδή ήταν ανεπαρκείς δικτάτορες.

Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη έχει παραλύσει λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, η οποία φαίνεται να απειλεί πλέον την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα παραδοσιακά εργαλεία εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ – «η πορεία προς την κοινωνία των πολιτών» και η «ενθάρρυνση του εμπορίου» – δεν μπορούν να αποτελέσουν υποκατάστατο στρατηγικής για την αντιμετώπιση των παιγνίων ισχύος που εκτυλίσσονται στη Μεσόγειο.

Η Ευρώπη δεν έχει τα περιθώρια να απέχει. Η νατοϊκή επιχείρηση «Ενοποιημένος Προστάτης» στη Λιβύη ήταν μεγάλη επιτυχία για τη συμμαχία, η απόφαση όμως της Αμερικής να αφήσει την Ευρώπη να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο σηματοδότησε επίσης την πρόθεσή της για «εξισορρόπηση» των παγκόσμιων προτεραιοτήτων της. Με τις ΗΠΑ να στρέφουν πλέον την προσοχή τους από τη σφαίρα ζωτικών συμφερόντων της Ευρώπης, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, προς στην Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα ασχοληθούν ηγετικά με την επίλυση κρίσεων στη Γηραιά Ήπειρο.

Όντως, η Αμερική δεν καταστρώνει πλέον μεγαλεπήβολα σχέδια για τη Μέση Ανατολή. Από τότε που αναδείχθηκε νικητήρια δύναμη από τον Ψυχρό Πόλεμο, η ηγεμονία της στη Μέση Ανατολή τής κόστισε αίμα, ιδρώτα και χρήμα, δίχως ποτέ να λάβει αντάλλαγμα για όλα αυτά. Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ πλέον αναμένεται να κάνει στροφή προς το ρεαλισμό, όπως δείχνει και η πρόσφατη συνάντηση της υπουργού εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον με τον ισλαμιστή πρόεδρο της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι.

Οι επιπτώσεις αυτής της στροφής είναι εκτεταμένες. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι ΗΠΑ βλέπουν τον ισλαμικό κόσμο σχεδόν αποκλειστικά υπό το πρίσμα του «παγκόσμιου πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία». Τώρα, ωστόσο, όσοι χαράσσουν εξωτερική πολιτική παραδέχονται ότι τα μακροχρόνια δικτατορικά καθεστώτα ήταν αυτά που τροφοδοτούσαν την τρομοκρατία των ισλαμιστών.

Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ φοβούνται ότι τυχόν απώλεια εμπιστοσύνης των ισλαμιστών στη διαδικασία του εκδημοκρατισμού θα μπορούσε να επιφέρει αρνητικές συνέπειες και ότι η επανεγκαθίδρυση των παλαιών καθεστώτων θα μπορούσε να απειλήσει τα συμφέροντα της Δύσης περισσότερο από μία κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Η Αμερική πλέον συνάπτει σχέσεις συνεργασίας με τους νέους ισλαμιστές ηγέτες, ευελπιστώντας ότι, με αυτόν τον τρόπο, δε θα θέσουν σε κίνδυνο τις συμφωνίες ειρήνης οι οποίες έχουν επιτευχθεί διά της μεσολάβησής της (Ισραήλ-Ιορδανίας και Ισραήλ-Αιγύπτου) ούτε θα σταθούν εμπόδιο στις προσπάθειές της να μετριάσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν.

Η αναταραχή στις αραβικές χώρες δεν αναμένεται να κοπάσει σύντομα και οι αναδυόμενες περιφερειακές και παγκόσμιες δυνάμεις θα επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν την κατάσταση αυτή προς όφελός τους. Με την Ευρώπη αποδιοργανωμένη και την πυρηνική κρίση του Ιράν να αντιστέκεται σθεναρά σε οποιαδήποτε διπλωματική επίλυση, η στροφή της Αμερικής στο ρεαλισμό θα μπορούσε να σηματοδοτεί κάλλιστα μία επανεξέταση της «στρατηγικής εξισορρόπησης».
* Ο Σλόμο Μπεν Άμι είναι ο ισραηλινός υπουργός εξωτερικών που έφτασε πιο κοντά στην επίτευξη βιώσιμης συμφωνίας ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστίνης. Γνωστός ιστορικός του φασισμού και έμπειρος διπλωμάτης, υπηρέτησε ως πρέσβης του Ισραήλ στην Ισπανία και στη συνέχεια εξελέγη στην Κνεσέτ, όπου διετέλεσε μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων. Πριν γίνει Υπουργός Εξωτερικών το 2000, είχε διατελέσει Υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Scars of War, Wounds of Peace: The Israeli-Arab Tragedy.