Πριν από είκοσι χρόνια κανείς ενδεχομένως δεν θα φανταζόταν ότι θα υπήρχε ξένος διηγηματογράφος ο οποίος θα προκαλούσε τέτοιο ενδιαφέρον στη χώρα μας όσο ο Ρέιμοντ Κάρβερ (με την εξαίρεση ίσως του Χόρχε Λουίς Μπόρχες και σε πολύ μικρότερο βαθμό του Τσαρλς Μπουκόφσκι). Βέβαια, επί του προκειμένου καταλυτικό ρόλο έπαιξε η θαυμάσια ταινία Επεισόδια του Ρόμπερτ Αλτμαν που είναι βασισμένη σε διηγήματα του Κάρβερ. Είκοσι τρία χρόνια μετά τον θάνατό του ωστόσο ο συγγραφέας αυτός, που δυστυχώς πέθανε στην παραγωγικότερη και ωριμότερη συγγραφική του περίοδο, εξακολουθεί να διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον και να αποτελεί το πρότυπο νέων συγγραφέων.

Η συλλογή των διηγημάτων του Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;, που κυκλοφόρησε το 1976, καθιέρωσε αμέσως σε παναμερικανικό επίπεδο τον Κάρβερ ως συγγραφέα πρώτης γραμμής που ανανέωνε την τέχνη του διηγήματος και για ορισμένους δημιουργούσε μια νέα σχολή την οποία αποκάλεσαν «βρώμικο ρεαλισμό» ή «μινιμαλισμό». Τα είκοσι δύο λακωνικά διηγήματα που την αποτελούν διαβάζονται με κομμένη ανάσα χωρίς στην πραγματικότητα να συμβαίνει σε οποιοδήποτε από αυτά κάτι συνταρακτικό. Στη Γυναίκα του φοιτητή λ.χ. η ηρωίδα περνάει απλώς μια νύχτα αϋπνίας- αλλά η νύχτα αυτή δεν είναι παρά μια αλληγορία της δυστυχισμένης ζωής της. Στον Πατέρα, ένα λακωνικό αριστούργημα δυόμισι σελίδων, έχουμε τη σκηνή σε μια μικροαστική οικογένεια όπου ο παππούς, η γιαγιά, η μητέρα και η κόρη παρατηρούν και κάνουν χαρές στο νεογέννητο της οικογένειας το οποίο αναπαύεται στο καλαθάκι του δίπλα στο κρεβάτι. Κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αναρωτιούνται με ποιον μοιάζει το μωρό. Με τον πατέρα φυσικά, αποφαίνονται, αφού είναι αγοράκι. Και τότε η κόρη υποβάλλει το ερώτημα: ο πατέρας όμως με ποιον μοιάζει; Στρέφονται και τον παρατηρούν, ενώ εκείνος δεν λέει τίποτε. Δεν μοιάζει με κανέναν, διαπιστώνει απορημένα

Τα μαύρα πρόβατα της κοινωνίας

Παρόμοιοι είναι οι χαρακτήρες και στα υπόλοιπα διηγήματα. Προέρχονται από την κοινωνία των μαύρων προβάτων, των περιθωριακών, των από κάτω, αυτών που δεν βλέπουν κανένα μέλλον μπροστά τους και αισθάνονται σαν να παρασιτούν σε μια η κόρη (γιατί είναι κανένας, μοιάζει σαν να μας λέει ο Κάρβερ).

ζωή που δεν τη διάλεξαν και δεν ξέρουν πώς να τη ζήσουν. Είναι καθημερινοί, αληθινοί. Ευαίσθητοι χωρίς να το δείχνουν, αισθηματίες αλλά τυλιγμένοι σε ένα κουκούλι σιωπής που σε όλο το έργο του Κάρβερ είναι η σκιά των μικρών δραμάτων τα οποία συνθέτουν τελικά το μεγάλο δράμα των δευτεροκλασάτων, των άσημων και των απόκληρων. Δεν τους λείπει το πάθος, απλώς είναι θαμμένο βαθιά μέσα τους. Γι΄ αυτό και ένα ασήμαντο γεγονός μπορεί να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή τους μέσα σε μια στιγμή. Μια απλή συνάντηση, μια κουβέντα, ένα τυχαίο τηλεφώνημα, μια συζήτηση, ή η αποκάλυψη ενός γεγονότος, όπως συμβαίνει και στο διήγημα που δίνει τον τίτλο της συλλογής, όπου δύο σπουδαστές παντρεύονται και γίνονται δάσκαλοι. Ο άντρας όμως δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ιδέα ότι η γυναίκα του τον απάτησε κάποτε κατά το παρελθόν. Οταν το επιβεβαιώνει μεθάει και νιώθει πως όλη του η ζωή έχει αλλάξει. Δεν είναι πλέον ο ίδιος άνθρωπος αλλά ούτε και ξέρει ποιος είναι ή, ακόμη χειρότερα, αν πράγματι είναι κάτι.

Τον αποκάλεσαν «Τσέχοφ της Αμερικής»

Ο Κάρβερ θεωρούσε δάσκαλό του στο διήγημα τον Τσέχοφ- και αυτό έφτανε για να τον αποκαλέσουν «Τσέχοφ της Αμερικής».Αλλά τον ίδιο χαρακτηρισμό είχαν δώσει παλαιότερα και σε έναν άλλο μείζονα διηγηματογράφο του Νέου Κόσμου,τον Τζον Τσίβερ.Χωρίς αμφιβολία ωστόσο οι σύντομες αφηγήσεις του Κάρβερ τον τοποθετούν ως διηγηματογράφο δίπλα στους σημαντικότερους του είδους στον αιώνα που μας πέρασε: στη Φλάνερι Ο΄ Κόνορ,τον Χεμινγκγουέι,την Κάθριν Αν Πόρτερ, τον Φόκνερ,τη Γιουντόρα Γουέλτι.Ο συγγραφέας αυτός είχε μια πολύ δύσκολη ζωή και άλλαξε πλήθος επαγγέλματα.Για χρόνια ήταν αλκοολικός και παρ΄ ότι το πρώτο του διήγημα το δημοσίευσε το 1961, η επιτυχία τον συνάντησε αργά.Επρεπε να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες ώσπου να καθιερωθεί και τη διασημότητα και τα χρήματα που τη συνόδευαν δεν πρόλαβε να τα χαρεί για πολύ αφού όταν πέθανε το 1988 από καρκίνο ήταν μόνο 50 ετών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ