Καθώς έκανα βόλτες πριν λίγες μέρες στους διαδρόμους του Ελευθέριος Βενιζέλος, είδα δυο μεσόκοπους κυρίους, υπαλλήλους εδάφους Ελληνικής αεροπορικής εταιρίας να μεταφέρουν μερικά καρότσια. Μπροστά τους περπατάει ένα ζευγάρι βορειοευρωπαίων: Ορειβατικά σακίδια, σανδάλια, ράστα, υπνόσακος δεμένος πάνω στο σακίδιο, σόρτς, χέρι-χέρι. Οι κύριοι περπατούν πίσω τους και τους παρατηρούν για ώρα, μέχρι που λεει ο ένας στον άλλο: «Κάποτε, φορούσες τα καλά σου για να έρθεις στο αεροδρόμιο». Κι ο άλλος απαντά: «ΚΤΕΛ γινήκαμε!»

Είναι περίεργος ο τρόπος που εξοικειώνεται κανείς με τα αεροδρόμια όσο περνούν τα χρόνια και συσσωρεύονται τα μίλια. Αν όχι για εκείνους με ηλικία γύρω στα τριάντα, τότε σίγουρα για την επόμενη γενιά. Θαυμάζω τους νέους που θεωρούν το αεροπλάνο ένα μεταφορικό μέσο ισάξιο με το τρένο, αλλά πιο γρήγορο. Ήταν καιρός να εξαφανιστεί η ψευτο-γκλαμουριά του αεροπορικού ταξιδιού και οι νέοι τα καταφέρνουν μια χαρά, με τη βοήθεια των low cost, της μάχης των προσφορών και των last minute.

Το πιο ενδιαφέρον βέβαια είναι πως μαζί με το μεταφορικό μέσο απομυθοποιούνται και οι αποστάσεις που καλύπτει. Όταν οι γονείς μας έφευγαν στην Γερμανία, στη Σουηδία και στην Ολλανδία, απείχαν χιλιάδες χιλιόμετρα από τα παιδιά τους. Όταν όμως τα παιδιά τους έφυγαν για σπουδές, απείχαν μόνο 3 ώρες.

Η γενιά που τώρα κάνει τις πρώτες τις πτήσεις είναι πολύ πιθανό, τελειώνοντας τις σπουδές της να πηγαινοέρχεται στην πρώτη της δουλειά με αεροπλάνο. Οι σημερινοί καθηγητές τους ίσως ακόμα να θεωρούν πως στο αεροπλάνο φοράμε πάντα σακάκι.