«Καλωσήλθατε στην 68η απονομή των Χρυσών Σφαιρών» λέει με καθαρή, βροντερή φωνή ο εκφωνητής. «Να και ο οικοδεσπότης της βραδιάς, ο Ρίκι Τζερβές». Χειροκρότημα. Η κάμερα ζουμάρει στην Αντζελίνα Τζολί που χτυπάει παλαμάκια, χαμογελαστή, με τον Μπραντ Πιτ στο πλάι της. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ δείχνει μάλλον cool, ενώ, μερικά τραπέζια πιο πέρα, η Νικόλ Κίντμαν μειδιά χωρίς το μέτωπό της να φανερώνει καμία ένταση, πώς θα μπορούσε άλλωστε με τόσο μπότοξ; Πέντε λεπτά αργότερα, όλοι τους – και μαζί τους και η πλειονότητα των παρευρισκομένων στην τελετή – θα είναι παγωμένοι, σαν το μέτωπο της Κίντμαν. Διότι ο οικοδεσπότης, ο κύριος Τζερβές, αποφάσισε εφέτος στον μονόλογό του να μην αφήσει κανέναν σε χλωρό κλαρί. «Γεια σας, ευχαριστώ, καλωσορίσατε», είναι τα πρώτα του λόγια, «αυτή θα είναι μια βραδιά γλεντιού και μπεκρουλιάσματος, αυτό δηλαδή που αποκαλεί ο Τσάρλι Σιν πρωινό», το πρώτο αστείο αναφέρεται στα προβλήματα του ηθοποιού με το αλκοόλ και την κοκαΐνη. Ο Σιν, τουλάχιστον, δεν ήταν εκεί να το ακούσει από πρώτο χέρι.
{{{ moto }}}
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τζερβές φοβήθηκε αυτούς που ήταν παρόντες και τον κοίταζαν από τα πολυτελώς διακοσμημένα τραπέζια τους. Ούτε την Ενωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου φοβήθηκε – και ας ήταν αυτή που τον κάλεσε και τον πλήρωσε για να παρουσιάσει την εκδήλωση. Αυτός δεν είναι άλλωστε ο ρόλος ενός κωμικού; Να μην αφήνει κανέναν στο απυρόβλητο, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του εαυτού του. Πείτε τον εκκεντρικό, αναίσθητο, πολιτικά εσφαλμένο. Ποσώς τον ενδιαφέρει. Τι και αν ο Τζόνι Ντεπ και η Αντζελίνα βρίσκονταν σε απόσταση μόλις μερικών μέτρων; Ο Ρίκι είπε αυτό που είχαν όλοι σκεφτεί: Οτι ο «Τουρίστας», η ταινία στην οποία ο Ντεπ και η Τζολί συμπρωταγωνιστούν, είναι μια αποτυχία καλλιτεχνικά και εμπορικά, με «μονοδιάστατους χαρακτήρες σε μια χρονιά που το Χόλιγουντ ύμνησε το 3D» και, για να βρέθηκαν υποψήφιοι για βραβεία, μάλλον οι παραγωγοί «λάδωσαν» αυτούς που ψηφίζουν για τα βραβεία! Είχε καμία σημασία αν ο Mr. Big (κατά κόσμον Κρις Νορθ) παρευρισκόταν στην εκδήλωση; Ο Τζερβές, χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος για σάτιρα, δηλώνει από το πόντιουμ της υπέρλαμπρης χολιγουντιανής αίθουσας: «Πολλές μεγάλες ταινίες δεν προτάθηκαν εφέτος. Καμία υποψηφιότητα για το “Sex and the City 2”. Και ήμουν σίγουρος ότι η Χρυσή Σφαίρα για τα σπέσιαλ εφέ θα πήγαινε στην ομάδα που έκανε το ρετούς στην αφίσα. Κορίτσια, ξέρουμε πόσων ετών είστε. Εχω δει μάλιστα μία από εσάς σε ένα επεισόδιο του “Μπονάνζα”».

Δεν σταμάτησε φυσικά εκεί. Μπήκε και σε χωράφια στα οποία άνετα θα μπορούσε να βρεθεί με μερικές μηνύσεις στο όνομά του. «Στο φιλμ “I Love You Phillip Morris” ο Τζιμ Κάρεϊ και ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, δύο στρέιτ ηθοποιοί, υποδύονται τους γκέι. Το αντίθετο δηλαδή από κάποιους διάσημους σαϊεντολόγους. Οι δικηγόροι μου με βοήθησαν να διατυπώσω σωστά την τελευταία φράση». Για ποιους χτύπησε η καμπάνα; Για τον Τομ Κρουζ, τον Γουίλ Σμιθ ή τον Τζον Τραβόλτα; Ειρήσθω εν παρόδω, για τον τελευταίο δήλωσε πρόσφατα η Κάρι Φίσερ σε συνέντευξή της: «Η αίσθησή μου είναι ότι όλοι ξέρουμε (ότι είναι γκέι) και δεν μας νοιάζει. Λυπάμαι που δεν νιώθει άνετα με αυτό, και αυτά είναι όλα όσα θα πω». Ας επιστρέψουμε όμως στον προκλητικό Βρετανό.

Ο Ρίκι Τζερβές γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου του 1961 στο Ρέντινγκ κοντά στο Λονδίνο και μεγάλωσε σε οικογένεια περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Το 1979 γράφτηκε στο University College London για να σπουδάσει βιολογία, δύο εβδομάδες αργότερα άλλαξε σχολή και σε τρία χρόνια βρέθηκε με ένα πτυχίο Φιλοσοφίας στα χέρια του. Εκείνη την εποχή γνώρισε και την Τζέιν Φάλον, με την οποία είναι ακόμη μαζί, αχώριστοι από το 1982. Συζούν στο λονδρέζικο Χάμστεντ, δεν έχουν όμως παντρευτεί, διότι «δεν υπήρχε λόγος να πραγματοποιηθεί κάποια τελετή ενώπιον του Θεού, αφού Θεός δεν υπάρχει». Ούτε παιδιά έχουν κάνει: «Δεν θέλαμε να αφιερώσουμε 16 χρόνια από τη ζωή μας για την ανατροφή τους. Υπάρχουν άλλωστε τόσα παιδιά στον κόσμο». Την αθεΐα του – έχει δηλώσει ότι έχασε την πίστη του όταν ήταν οκτώ ετών και δεν την ξαναβρήκε έκτοτε – την επανεπιβεβαίωσε στην τελετή των Χρυσών Σφαιρών («Ευχαριστώ τον Θεό· που με έκανε άθεο» είπε στο τέλος της ζωντανής μετάδοσης), αλλά και στη μεγάλη συνέντευξη που παραχώρησε στον Πίερς Μόργκαν (τον – επίσης βρετανό – αντικαταστάτη του Λάρι Κινγκ στο CNN) λίγες ημέρες μετά τον σάλο που προκάλεσαν τα σχόλιά του στις Χρυσές Σφαίρες.

Μετά το πανεπιστήμιο έφτιαξε μαζί με τον φίλο του Μπιλ Μακ Ρέι το ποπ ντούο Seona Dancing, μία μπάντα τύπου Spandau Ballet, που όμως δεν γνώρισε ποτέ καμία επιτυχία. Ακολούθησαν σχετικά δημοφιλείς ραδιοφωνικές εκπομπές, stand-up παραστάσεις, εμπειρία στη διοργάνωση εκδηλώσεων. Η καθολική αποδοχή και η αναγνωρισιμότητα ήρθαν αρκετά χρόνια αργότερα, το 2001 συγκεκριμένα, μετά την προβολή της σειράς «The Office», την οποία δημιούργησε με τον κολλητό του Στίβεν Μέρτσαντ. Αν και στην πρώτη προβολή της δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο, επεισόδιο το επεισόδιο, το ψευδοντοκυμαντέρ απέκτησε πολυπληθές (και) φανατικό κοινό. Ο Τζερβές κράτησε για τον εαυτό του τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτόν του Ντέιβιντ Μπρεντ, ενός άχρηστου προϊσταμένου των γραφείων μιας αγγλικής εταιρείας. Επρόκειτο για έναν ουσιαστικά κωμικοτραγικό ήρωα. Το σίριαλ μεταφέρθηκε σε διάφορες χώρες, στην (επίσης υπερεπιτυχημένη) αμερικανική βερσιόν του πρωταγωνιστεί μάλιστα ο Στιβ Καρέλ.

«Δεν βρίσκω τίποτε κακό στο να έχει κανείς 20 εκατομμύρια θεατές, ωστόσο νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα στο να στοχεύεις στα 20 εκατομμύρια θεατές, διότι τότε θα πρέπει να αφαιρείς οτιδήποτε θα μπορούσε δυνητικά να προσβάλει κάποιον και καταλήγεις με κάτι τόσο ανώδυνο, που απλώς είναι σαν να πέρασε και να μην ακούμπησε. Φαντάζομαι ότι το “Office” υπήρξε και μία από τις πιο μισητές σειρές στην τηλεόραση, ότι υπήρχαν και τηλεθεατές που το απεχθάνονταν με πάθος. Για εμένα, αυτό είναι καλύτερο. Ο Ντέιβιντ Μπάουι έχει πει ότι μετά το “Let’s Dance”, που ήταν το πιο επιτυχημένο άλμπουμ του και προφανώς όχι το καλύτερό του, έκανε συναυλίες σε μεγάλα στάδια και κοιτώντας το κοινό συνειδητοποίησε ότι έβλεπε μπροστά του “θαυμαστές του Φιλ Κόλινς και όχι του Ιγκι Ποπ”. Ετσι νιώθω και εγώ για οτιδήποτε και αν κάνω: Θέλω να απευθύνομαι στους θαυμαστές του Ιγκι Ποπ». Η φιλοσοφία του Ρίκι Τζερβές είναι ξεκάθαρη. Δεν ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να είναι αγαπητός, αλλά για να προβοκάρει.

Στο blog του, στα podcasts που έκανε σε συνεργασία με την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας «The Guardian» (τα οποία ήταν τόσο δημοφιλή, που μπήκαν στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες για τον αριθμό των downloads τους), δεν προσπαθεί να κολακέψει το κοινό του: «Σιχαίνομαι την αργοπορία. Μισώ τους ανθρώπους που αργούν. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για αυτό. Δεν έχω αργήσει ποτέ στη ζωή μου και για κανέναν λόγο. Μάλιστα, γεννήθηκα μία εβδομάδα νωρίτερα επειδή ήθελα να βρίσκομαι από νωρίς στη γέννησή μου. Το να με “στήνουν” με προσβάλλει. Με ενοχλούν ωστόσο και άλλα πράγματα. Δεν αντέχω τους ανθρώπους που ρουφάνε τη σούπα τους ή γρατσουνίζουν το πιάτο τους. Δεν αντέχω την αναμονή σε ουρά. Δεν μπορώ αυτούς που μιλάνε ακατάπαυστα για τον “Αρχοντα των δαχτυλιδιών”. Μισώ αυτούς που σφυρίζουν. Δεν είμαι έτσι επειδή είμαι διάσημος. Πάντα ήμουν ένας γκρινιάρης μπάσταρδος».

Μετά την επιτυχία της σειράς «The Office», ο Τζερβές, διάσημος και πλούσιος πλέον, έκανε το κέφι του με το σίριαλ «Εxtras», όπου έβαζε μεγάλους σταρ να παίζουν με την εικόνα τους. Για παράδειγμα, την Κέιτ Γουίνσλετ να βρίζει χυδαία φορώντας στολή καλόγριας. Η ζωή ενός τυπικού σελέμπριτι δεν τον απασχόλησε ποτέ: «Είναι πολύ φασαριόζικη για εμένα. Μάλλον επειδή είμαι χοντρός και τεμπέλης και γέρος». Λόγω της αντισυμβατικής παρουσίασης της απονομής των Χρυσών Σφαιρών έχει γίνει πια πασίγνωστος και στις ΗΠΑ και δέχεται δεκάδες προτάσεις καθημερινά για να εμφανιστεί στην ΤV. Οι Αμερικανοί τον κατηγορούν ότι υπερέβη τα όρια, ενώ οι συμπατριώτες του χαίρονται που η χαρακτηριστική αίσθηση του χιούμορ τους βρήκε τον τέλειο εκφραστή της και που ένας νέος αντιήρωας γεννήθηκε, στον αντίποδα του μειλίχιου Κόλιν Φερθ, που παρέλαβε το βραβείο του με τέλεια posh προφορά. Ο ίδιος ο Τζερβές δεν γνωρίζουμε τι σκέφτεται για όλα αυτά. Στο παρελθόν πάντως εξέφρασε μια γνώμη για το πού θα καταλήξει: «Οταν βλέπω έναν ταυρομάχο να τραυματίζεται στην αρένα, σκέφτομαι: “Ωραία, διότι δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί”. Ποια είναι η απόλαυση στο να βλέπεις ένα ζώο να λογχίζεται μέχρι θανάτου; Είναι το ίδιο και με το κυνήγι της αλεπούς. Είναι ψυχοπαθείς. Εγώ μάλλον θα καταλήξω κάνοντας κάτι για τα ζώα, διευθύνοντας ένα καταφύγιο ή κάτι τέτοιο»

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 30 Ιανουαρίου 2011