Ο Διάβολος, λέει, κρύβεται στις λεπτομέρειες. Μια λεπτομέρεια λοιπόν: η Εξεταστική Επιτροπή για τη Siemens διερεύνησε (υποτίθεται) την υπόθεση και άνοιξε τους λογαριασμούς διαφόρων πολιτικών προσώπων που κατείχαν δημόσιες θέσεις την εποχή που η γερμανική εταιρεία προωθούσε τις υποθέσεις της. Ανευ αποτελέσματος, φυσικά.

Η ίδια επιτροπή όμως δεν άνοιξε τους λογαριασμούς των κομμάτων, ούτε εκείνων που είχαν την ευθύνη των οικονομικών των κομμάτων κατά την ίδια περίοδο. Λέτε να έβρισκαν κάτι; Δεν ξέρω και δεν το νομίζω. Αυτή η παράλειψη όμως δείχνει (μεταξύ άλλων) και την προχειρότητα και τη σκοπιμότητα της έρευνας.

Ετσι, μετά το φιάσκο του Βατοπαιδίου, όπου διαπιστώθηκε απλώς η παραγραφή όλων των αδικημάτων, ο πολιτικός κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με το φιάσκο της Siemens. Κυρίως όμως βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτό που μπορούμε πλέον ανεπιφύλακτα να ονομάσουμε «η φούσκα της κάθαρσης».

Πάρτε για παράδειγμα τον υπουργό Δικαιοσύνης.

Σε μακροσκελείς (όπως συνηθίζει…) δηλώσεις ανακοίνωσε για πολλοστή φορά την πρόθεση της κυβέρνησης να αναμορφώσει τη νομοθεσία ποινικής δίωξης πολιτικών προσώπων. Μάλιστα!..

Πρόκειται προφανώς για ανακοινώσεις προσχηματικές. Διότι η υφιστάμενη διαδικασία δέχεται δικαιολογημένη κριτική για δύο συγκεκριμένες πλευρές της.

Πρώτον

, για την εμπλοκή της Βουλής, άρα των κομμάτων, στη διαδικασία της διερεύνησης και της παραπομπής. Μια εμπλοκή που την τοποθετεί στον αστερισμό της πολιτικής σκοπιμότητας.

Δεύτερον

, για τις προκλητικές προϋποθέσεις της παραγραφής. Προϋποθέσεις που οργανώνουν ουσιαστικά το κουκούλωμα των υποθέσεων.

Σκοπιμότητα και κουκούλωμα λοιπόν. Μόνο που και η σκοπιμότητα και το κουκούλωμα δεν προκύπτουν από τη νομοθεσία αλλά από το Σύνταγμα. Το οποίο δεν μπορεί να αναθεωρηθεί πριν από το 2013. Και τότε τι νόημα έχει να περιφέρει ο αρμόδιος υπουργός διάφορες άσχετες επιδιορθώσεις της νομοθεσίας; Κανένα νόημα.

Διότι η ωμή και πικρή αλήθεια είναι ότι όλες οι ευθύνες για την υπόθεση της Siemens (αν υποθέσουμε ότι προκύψουν ευθύνες, διότι ως τώρα δεν έχουμε δει και πολλά πράγματα…) έχουν παραγραφεί προ πολλού _ όπως ακριβώς έγινε και με το Βατοπαίδι. Οτι οι μόνοι που μπορούν ακόμη να ελεγχθούν είναι ο Πρ. Παυλόπουλος και ο Χρ. Μαρκογιαννάκης για όσες πράξεις που αφορούν την παραλαβή του C4I έγιναν μετά τις εκλογές του 2007, και αυτό ως τον προσεχή Ιούνιο. Και ότι όλα τα άλλα είναι μια προσχηματική συζήτηση που κοροϊδεύει την κοινωνία.

Γιατί λοιπόν αυτό το επαίσχυντο παζάρι της Εξεταστικής Επιτροπής;

Διότι για άλλη μία φορά η πολιτική τάξη στο σύνολό της αποδεικνύεται πολύ κατώτερη των περιστάσεων και χωρίς συνείδηση των κινδύνων που την απειλούν.

Διαγωνίζονται σε μεγαλοστομίες του τύπου «όλα στο φως» και «όποιος φταίει να πληρώσει» όταν ξέρουν ότι ούτε το ένα μπορούν να κάνουν ούτε το άλλο. Εκτρέφουν μια υπέρμετρη προσδοκία κάθαρσης, την οποία δεν μπορούν να υπηρετήσουν. Και όταν η φούσκα σκάει στα χέρια τους περιφέρονται στα κανάλια απολογούμενοι ή προκλητικοί, ανάλογα με το μυαλό που κουβαλάει ο καθένας…

Είναι χαρακτηριστικό πώς εξελίχθηκε το παζάρι των ευθυνών.

Ελλείψει πραγματικών δεδομένων, το κάθε κόμμα έμπλεξε στην υπόθεση όσους δεν γουστάρει ή όσους έκρινε ότι το συμφέρουν. Σε σημείο που, αν τους πιστέψουμε, θα πρέπει να δεχθούμε ότι καμιά εικοσαριά υπουργοί και των δύο κομμάτων ήταν διαχρονικά στη δούλεψη της Siemens!

Η ΝΔ, ας πούμε, απέδωσε ευθύνες στον Κ. Σημίτη για την πολιτική των προγραμματικών συμβάσεων, η οποία απετέλεσε επίσημη και ρητή πολιτική τής τότε κυβέρνησης σε εφαρμογή κοινοτικής οδηγίας που εφαρμόστηκε σε πολλούς τομείς και σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, συνήθως και με κοινοτικά χρήματα. Αναρωτιέμαι γιατί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν προσέθεσε στον κατάλογο και τον Ζακ Ντελόρ ή τον Ζακ Σαντέρ!

«Θα μας πάρουν με τις πέτρες!»

είχε προειδοποιήσει κάποτε ο σημερινός Πρωθυπουργός. Δεν ξέρω αν ήξερε πόσο δίκιο είχε. Ούτε ξέρω με ποιον τρόπο προτίθεται να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο. Διότι από τότε που το είπε η κατάσταση έχει επιδεινωθεί: ο κόσμος αισθάνεται πλέον όχι μόνο ότι τον κλέβουν αλλά και ότι τον κοροϊδεύουν.

Εκτός και αν τελικά είχε δίκιο ο ποιητής: «Δεν φταίνε αυτοί, τόσοι ήταν…».

Πόλεμος στην κοινωνία

Ας υποθέσουμε ότι ένας πολίτης έχει μια μικρή προσωπική εταιρεία. Μόνο μέσα στο τελευταίο εξάμηνο ο άνθρωπος αυτός έχει κληθεί:

+ Να πληρώσει φόρο για τα κέρδη της εταιρείας.

+ Να πληρώσει φόρο για τα εισοδήματα που προέρχονται από τα κέρδη της εταιρείας.

+ Να πληρώσει για την περαίωση.

+ Να πληρώσει έκτακτη εισφορά για τα κέρδη της εταιρείας.

+ Να πληρώσει έκτακτη εισφορά για τα εισοδήματα από τα κέρδη της εταιρείας.

Με άλλα λόγια, το ίδιο οικονομικό αντικείμενο (τα όποια κέρδη μιας μικρής προσωπικής εταιρείας) έχει φορολογηθεί… πέντε φορές! Θα πρέπει να είναι το παγκόσμιο ρεκόρ φορομπηχτικής πολιτικής.

Το οποίο θα μπορούσαμε ασφαλώς να το συζητήσουμε μέσα από το πρίσμα της ψυχιατρικής επιστήμης. Γιατί, για παράδειγμα, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν εχθρεύονται τόσο πολύ την επιχειρηματική δραστηριότητα ώστε να φορολογούν τον ίδιο φουκαρά πέντε φορές;

Αλλά πολύ φοβούμαι ότι το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Διότι όλα αυτά δεν συμβαίνουν σε μια χώρα που ανθεί, αλλά σε μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση.

Και από αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση προκύπτει το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν μια χώρα που βουλιάζει στην ύφεση να καταφεύγει σε μια τόσο βάναυση φορομπηχτική πολιτική; Και πώς θα τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα όταν το κράτος επιχειρεί μια τόσο θηριώδη αφαίμαξη της ρευστότητας από την οικονομία;

Δεν μπορώ να φανταστώ την απάντηση. Αλλά έχω την αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο: δεν τους ενδιαφέρει η απάντηση.

Εχω, δηλαδή, την αίσθηση ότι πίσω από αυτή την πολιτική δεν κρύβεται ένας οικονομικός υπολογισμός, αλλά η κυνική παραδοχή ότι η κυβέρνηση οφείλει να επιδείξει αποτελέσματα στην είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Και μπροστά σε αυτή την απαίτηση «άρπαξε ό,τι μπορείς και ας κόψουν τον λαιμό τους!».

Αν αυτή η αντίληψη ισχύει (και δεν βλέπω τίποτε που να τη διαψεύδει…), τότε πολύ φοβούμαι ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι όχι με μια κακή πολιτική, αλλά με ένα βαθύ κοινωνικό πρόβλημα: έχουν κηρύξει τον πόλεμο στην κοινωνία.

Είναι μια επιλογή εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Προφανώς επειδή είναι και σκληρή και άδικη. Αλλά και επειδή είναι πολιτικά καταστρεπτική. Εξ όσων γνωρίζω, σε μια αναμέτρηση της κυβέρνησης με την κοινωνία ποτέ δεν έχει συμβεί να κερδίσει η κυβέρνηση.