Εβδομήντα χρόνια μετά την έκδοση του «Είναι και Χρόνος» η διεθνής φιλοσοφική κοινότητα επιχειρεί για μία ακόμη φορά να προσδιορίσει τη στάση της απέναντι στη σκέψη του Heidegger και ταυτόχρονα να «ανασυγκροτήσει» τη θεωρητική της ταυτότητα σε σχέση και σε αναφορά προς τις γνωσιοθεωρητικές και πρακτικές συνθήκες της επικοινωνιακής φιλοσοφίας του παρόντος. Το ερώτημα που τίθεται μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Ποια είναι η σημασία τού «Είναι και Χρόνος» για τον μετασχηματισμό της φιλοσοφίας από θεωρία της υπερβατικής υποκειμενικότητας σε στοχασμό των επικοινωνιακών – συνεννοητικών διαδικασιών; Ποιος είναι ο ρόλος που διαδραμάτισε η «θεμελιώδης οντολογία» του Heidegger για την «αλλαγή παραδείγματος» στη φιλοσοφία: από το υποκειμενοκεντρικό στο επικοινωνιακό – υπαρκτικό πρότυπο;


Ο Martin Heidegger (1889-1976) δημοσίευσε την πραγματεία «Είναι και Χρόνος» (Sein und Zeit) το 1927 (ήταν τότε μόλις 38 ετών), τον 8ο τόμο της έκδοσης: «Jahrbuch fur Philosophie und phunomenologische Forschung», την οποία εξέδιδε ο δάσκαλός του Edmund Husserl, και ταυτόχρονα ως αυτοτελές ανάτυπο. Το ενδιαφέρον της φιλοσοφικής κοινότητας στράφηκε αμέσως από τη φαινομενολογία του Husserl στη «θεμελιώδη οντολογία» του Heidegger. Ολοι αναζητούσαν να εξηγήσουν πώς και γιατί το «Είναι και Χρόνος» αποτελεί το «μεγαλύτερο φιλοσοφικό γεγονός μετά τη «Φαινομενολογία του πνεύματος» (1807) του Hegel» (έκφραση που χρησιμοποίησε πρώτος ο Gadamer και επανέλαβε αργότερα ο Habermas).