Πέρασε τη μισή ζωή του γυρίζοντας ταινίες, γράφοντας σενάρια και επινοώντας ιστορίες για τη μεγάλη οθόνη. Υπήρξε σύμβουλος του Αλιέντε και διευθυντής της Chile Film, της κρατικής κινηματογραφικής εταιρείας. Εξόριστος επί δικτατορίας, επέστρεψε μεταμφιεσμένος και γύρισε κρυφά ένα ντοκυμαντέρ γύρω από τη στρατοκρατούμενη Χιλή, περιπέτεια που ενέπνευσε τον Γκαρσία Μάρκες να τον κάνει ήρωα του μυθιστορήματος Η περιπέτεια του Μιγκέλ Λιτίν. Σήμερα είναι δήμαρχος στο χωριό που γεννήθηκε, την Παλμίγια, όπου ζουν 11.000 «αριστερές ψυχές» όπως λέει ο ίδιος.


Με ρίζες στην Ελλάδα από την πλευρά της μητέρας του και στην Παλαιστίνη από την πλευρά του πατέρα του, ο Μιγκέλ Λιτίν έφερνε εδώ και καιρό βόλτες στην ιστορία του έλληνα παππού του, του Χρήστου Κουκουμίδη, αυτού του «ταξιδιώτη των τεσσάρων εποχών». Επισκέφθηκε την Ελλάδα και την Παλαιστίνη περισσότερο για να επιβεβαιώσει παρά για να διασταυρώσει τα στοιχεία της ζωής εκείνου του εκκεντρικού καλόγερου, που έβαλε πριν από έναν περίπου αιώνα πλώρη για την Αμερική.





­
Τι είναι αυτό που σας έκανε να μετατρέψετε τον παππού σας σε έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα;


«Μα ο ίδιος ο χαρακτήρας του. Ο παππούς ήταν το πιο γοητευτικό, μαγικό και μυστηριώδες πρόσωπο που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Στην αρχή μού έκανε εντύπωση, στη συνέχεια, όταν έμαθα την ιστορία, τις περιπέτειες και τον χαρακτήρα του, αυτή τη διαρκή διάθεσή του να συσχετίζεται με τον κόσμο, με τα πράγματα, μια διάθεση τόσο αναρχική, με γοήτευσε. Με γοήτευσε τόσο ώστε πάντα είχα στο μυαλό μου να γράψω γι’ αυτόν, ώσπου τελικά τα κατάφερα».


­ Ενας παππούς είναι η μυθολογία του παρελθόντος μας ή ο καθρέφτης του μέλλοντός μας;


«Και τα δύο πράγματα μαζί. Από τη μία πλευρά αποτελεί την επινόηση του ίδιου μας του εαυτού, αλλά και την προβολή του στο μέλλον. Δεν νομίζω ότι μπορεί να διακριθούν αυτές οι δύο εκφάνσεις που είναι σύμφυτες με την ύπαρξη του παππού, του όποιου παππού».


­ Ποιο ήταν το στοιχείο που περισσότερο σας τράβηξε την προσοχή στον Χρήστο Κουκουμίδη;


«Η αίσθηση προσωπικής ελευθερίας που είχε. Το ότι έκανε δηλαδή ό,τι και όταν ήθελε. Εζησε με μια ακυβέρνητη προσωπική ελευθερία. Ηταν ένας απόλυτος εικονοκλάστης που περιφρόνησε κάθετι το υλικό, υπεράνω ωραρίων και υπεράνω του ίδιου του του εαυτού. Ηταν ένα αλχημιστής, ένας ονειροπλάστης, χωρίς ίσως ο ίδιος να το ξέρει. Ο θάνατός του, που τον έζησα όταν ήμουν δώδεκα χρόνων, σήμανε για μένα το πρώτο συναίσθημα ορφάνιας, κάτι που θα επαναλαμβανόταν έπειτα με τον θάνατο του Σαλβαδόρ Αλιέντε».


­ Οι παππούδες διδάσκουν με αυτά που λένε ή με αυτά που κάνουν;


«Από αυτά που κάνουν φυσικά. Αφού γενικά δεν έχει κανείς πολύ χρόνο στη διάθεσή του για να μιλήσει μαζί τους, δυστυχώς. Εγώ με τον δικό μου μίλησα πολύ λίγο, παρ’ όλα αυτά όμως η παρουσία του είναι έντονη μέσα μου: η θύμησή του, η συμπεριφορά του. Ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια εκεί δεν θέλησε ποτέ να μάθει ισπανικά και μιλούσε μόνο ελληνικά. Μιλούσε και χειρονομούσε, με τους ανθρώπους εκεί συνεννοείτο μια χαρά. Φαίνεται να υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων ένα επίπεδο επικοινωνίας που όταν επιτυγχάνεται ξεπερνά τη συγκεκριμένη σημασία και προφορά των λέξεων. Πέρα από χώρες και ηπείρους. Ανήκει στην ίδια την υπόσταση του ανθρώπου που επιτρέπει την επικοινωνία πέρα από τις γλωσσικές διαφορές».


­ Τι ήταν αυτό που εκπροσωπούσε η αμερικανική ήπειρος για τη γενιά του παππού σας;


«Εκπροσωπούσε το όραμα, την ουτοπία, τον τόπο όπου τα όνειρα θα μπορούσαν να γίνουν πράξη, τον τόπο όπου θα μπορούσαν να οικοδομήσουν το μέλλον χωρίς φραγμούς και σύνορα. Το ιδανικό. Τη δημοκρατία των ονείρων».


­ Πιστεύετε ότι ο άνθρωπος είναι ικανός για τα πάντα ώσπου να το πετύχει;


«Ναι, χωρίς καμία αμφιβολία. Κάθε φορά που ανακοινώνεται το τέλος των ουτοπιών, η ουτοπία ξαναγεννιέται».


­ Οι ουτοπίες για τις οποίες γίνεται λόγος σήμερα έχουν κάποια αναλογία με τις ουτοπίες τού τότε;


«Οι ουτοπίες ποτέ δεν είναι ίδιες. Η φιλοδοξία όμως του ανθρώπου παραμένει απαράλλαχτη: να φτάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο ελευθερίας και να προσεγγίσει κάπως την έννοια της ευτυχίας, της πληρότητας, της ικανοποίησης των πιο μύχιων αναγκών, κάτι που τελικά σχεδόν ποτέ δεν επιτυγχάνει και γι’ αυτό συνεχίζει και συνεχίζει την προσπάθεια».


­ Εχετε την αίσθηση ότι ο παππούς σας το είχε καταφέρει;


«Νομίζω ότι, όπως κάθε άνθρωπος, υπήρξαν στιγμές που πέτυχε αυτή την πληρότητα. Στη ζωή του ανθρώπου υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες νομίζει κανείς ότι απογειώνεται, στιγμές που πιστεύει ότι έχει πετύχει τα πάντα και στιγμές κατά τις οποίες προσγειώνεται. Στο τέλος όμως συνειδητοποιεί ότι η απόσταση μεταξύ των πάντων και του τίποτα είναι πολύ μικρή. Είναι κάτι που δεν έχει λογική επίλυση. Η ζωή δεν έχει λογική. Υποθέσεις καθημερινής φιλοσοφίας».


­ Πόσο δύσκολο ήταν να αναπλάσετε τη ζωή ενός ανθρώπου που είχε μεταβληθεί σε μύθο;


«Ανάπλασα τη ζωή του μέσα από φωτογραφίες, από μαρτυρίες, από φωνές που έφταναν ως εμένα, από τον θρύλο που φούντωνε τις νύχτες στο χωριό. Δεν ξέρω αν τελικά το περιεχόμενο του βιβλίου αντικατοπτρίζει την πραγματική ζωή του Χρήστου Κουκουμίδη. Σε τελευταία ανάλυση όμως, η μόνη πραγματικότητα είναι αυτή που επινοεί κάποιος. Αυτό είναι το μόνο πραγματικό. Ο παππούς έφτασε σε ένα χωριό που εξακολουθεί να είναι μαγικό, ένας τόπος θρυλικός όπου ακόμη και σήμερα πλάθονται μύθοι και αυτοί οι ζωντανοί μύθοι καταλήγουν να συγχέονται με τους μύθους του παρελθόντος. Πάντα υπάρχει κάποιος άνθρωπος που είναι ικανός να συλλάβει τους μύθους και τους θρύλους στον αέρα και να τους μεταφέρει στους υπόλοιπους».


­ Πόσο δύσκολο είναι το δάμασμα ενός θρύλου μέσα στις σελίδες ενός μυθιστορήματος;


«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται δάμασμα. Νομίζω ότι πρέπει απλώς να αφεθείς να σε παρασύρει η δύναμη του χαρακτήρα και της ιστορίας. Η επιτυχία του εγχειρήματος έγκειται στο να μην παγιδευτείς, αλλά στο να μπορέσεις να παρακολουθήσεις την ιλιγγιώδη πορεία και τη δράση αυτής της ζωής ή της όποιας ζωής».


­ Πώς είναι η Χιλή τού σήμερα;


«Η Χιλή που φιλοδοξούσε να οικοδομήσει μια ιδανική κοινωνία δεν υπάρχει πλέον, χάθηκε. Η Χιλή τού σήμερα είναι μια χώρα πιο πραγματιστική και χωρίς ελπίδα που ζει σε ένα σύστημα κληρονομημένο, το σύστημα που μας άφησε η δικτατορία, τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό που καταστρέφει σιγά σιγά τις πιο βαθιές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αφού πυροδοτεί φιλοδοξίες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν. Ζούμε σε μια γκρίζα ομαλότητα».


­ Η μνήμη της εποχής του Αλιέντε εξακολουθεί να ασκεί επιρροή στον τρόπο σκέψης και δράσης σας;


«Ναι. Νομίζω ότι αυτή η περίοδος ήταν η μεγάλη στιγμή της ιστορίας της Χιλής, όταν η χώρα επέτρεψε στον εαυτό της το όνειρο. Νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο όλοι οι λαοί της Γης θα έπρεπε να κάνουν όλες τις μέρες της ζωής: να ονειρεύονται και να φιλοδοξούν να οικοδομήσουν μια κοινωνία πολύ πιο αλληλέγγυα. Σήμερα γίνεται πολύς λόγος για τον ανθρωπισμό αλλά η κοινωνία που οικοδομούμε είναι ολοένα και πιο απάνθρωπη».


­ Γι’ αυτόν τον λόγο γράφετε;


«Γι’ αυτό γράφω, γι’ αυτό κινηματογραφώ και γι’ αυτό ζω. Δεν έχω όμως κάποιον συγκεκριμένο λόγο γι’ αυτό που κάνω. Αφήνω απλώς να με καθοδηγούν το ένστικτο και η παρόρμησή μου. Αυτό μπορεί να φαίνεται τυχοδιωκτικό ή και ανεύθυνο από την οπτική γωνία της λογικής της σημερινής κοινωνίας. Αυτή η λογική όμως δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Τα όνειρα δεν μπορεί να εκχυδαΐζονται. Απέναντι σε όλα αυτά το μόνο που είναι δυνατό είναι η ανταρσία, και μια μορφή ανταρσίας είναι η τέχνη. Η ανταρσία είναι μια πράξη ποιητική, δεν θα μπορούσα να την ορίσω διαφορετικά».


* Το βιβλίο του Μιγκέλ Λιτίν με προσωρινό τίτλο «Ο ταξιδιώτης των τεσσάρων εποχών» θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις αρχές του 2001 από τις εκδόσεις Opera.