Ενα μουσικοχορευτικό πρόγραμμα αφιερωμένο σε πολύ μεγάλους συνθέτες του τανγκό, του αγαπητού ιδιώματος που είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τα πάθη και τη ζωή του αργεντίνικου λαού, θα παρουσιάσει ο γνωστός βιρτουόζος του μπαντονεόν Χουάν Χοσέ Μοζαλίνι. Πρόκειται για μια συναυλία ουσίας που θα επαναπροσδιορίσει τα όρια του σύγχρονου τανγκό, καθώς ο Μοζαλίνι δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησης για τη μουσική που επέβαλε τη χώρα του στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη έστω και μέσα από τις ελαφρές ευρωπαϊκές αποδόσεις.
Η ορχήστρα του Μοζαλίνι ακολουθεί τη συνθετική δομή που επιβλήθηκε στο τανγκό τη χρυσή δεκαετία του ’40, δηλαδή την εκτέλεσή του με τέσσερα μπαντονεόν (η μόνη διαφορά είναι ότι χρησιμοποιεί τρία), τέσσερα βιολιά, άλτο, βιολοντσέλο, πιάνο, κοντραμπάσο. Η δισκογραφική παρουσία του 57χρονου μουσικού είναι το ίδιο έντονη όπως και στον χώρο των συναυλιών και έχει συνεργαστεί κατά καιρούς με όλα τα μεγάλα ονόματα του είδους, όπως ο Χοσέ Μπάσο, ο Λεοπόλντο Φεντερίκο, ο Εντμούντο Ριβέρο και ο Αστορ Πιατσόλα. Με τον τελευταίο μάλιστα συνεργάστηκε στην τανγκό-όπερα «Η Μαρία του Μπουένος Αϊρες», έργο που ακούσαμε πρόσφατα σε νέα εκτέλεση από τον Γκίντον Κρέμερ. Λάτρης της ελληνικής μουσικής ο Χουάν Χοσέ Μοζαλίνι ανυπομονεί να έλθει στη χώρα μας για να ακούσει από κοντά τους ήχους που αγάπησε μέσω της ελληνικής παροικίας στην Αργεντινή.
Πιστεύετε ότι το τανγκό θα είχε καταφέρει να επιβιώσει κατά τον ίδιο τρόπο αν δεν είχε τέτοια επιτυχία στην Ευρώπη;
«Το τανγκό παντά επιβιώνει και θα επιβιώνει, ασφαλώς όμως η επιτυχία του στην Ευρώπη το βοήθησε πολύ. Κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τον χορό. Και ας μην το δούμε μόνο ως μόδα. Νομίζω επίσης ότι η νέα γενιά ασχολείται με πολύ μεγάλη σοβαρότητα τοποθετώντας το μέσα στον χρόνο όπως του αξίζει. Υπάρχει βεβαίως το υψηλό και το χαμηλό επίπεδο όταν προσεγγίζεις ένα είδος. Θα προσέξατε μάλιστα μια νέα προσέγγιση του τανγκό ως μουσικής κοντσερτάντε».
Θεωρείτε ότι είναι απαραίτητη η παρουσία χορευτικών συνόλων στην ακρόαση του τανγκό;
«Αν πάμε σε μια παράσταση τανγκό και είναι σόου μπίζνες τύπου Χόλιγουντ, θα δούμε ότι αναδεικνύονται τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία, δηλαδή ο χορός. Για ένα κοινό που δεν είναι αρκετά ενημερωμένο ο χορός είναι στοιχείο γοητείας. Ιδιαίτερο ρόλο παίζει βεβαίως και το ντύσιμο που κάνει τους χορευτές προκλητικούς και λάγνους, αποσπώντας έτσι την προσοχή μας από τη μουσική. Ο χορός όμως έχει τη δική του αξία μόνο αν τον δούμε στο σωστό περιβάλλον. Για παράδειγμα, στην Αθήνα η παράσταση που θα δώσουμε θα είναι μουσικοχορευτική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει ευκολία για τον θεατή».
Πώς αντιμετωπίζετε την επιτυχία σας στην Ευρώπη τη στιγμή που αυτή αγάπησε μια πολύ πιο ελαφρά μορφή του είδους;
«Είχα τη μοναδική ευκαιρία να μην πέσω στις παγίδες του εύπεπτου τανγκό και ταυτόχρονα να αναγνωρίσει το κοινό την αγωνία μου αυτή. Αλλωστε το τανγκό όπως έγινε γνωστό στην Ευρώπη έχει πάψει να ακούγεται σοβαρά αρκετό καιρό τώρα».
Δεν πιστεύετε δηλαδή ότι το τανγκό έχει χάσει σήμερα το επαναστατικό ύφος που είχε κάποτε; Δεν νομίζετε ότι έχει γίνει λίγο γραφικό με τις διάφορες, φθηνές πολλές φορές, παραγωγές που βλέπουμε σήμερα;
«Θα διαφωνήσω μαζί σας. Νομίζω ότι δεν είναι γνωστή η επαναστατική πλευρά του τανγκό. Ας μη συγχέουμε το γεγονός ότι κάποιες συνθέσεις που στην αρχή είχαν ανατρεπτικό ύφος στη συνέχεια υιοθετήθηκαν από το κατεστημένο. Το τανγκό φανερώνει όλη τη συναισθηματική και πνευματική γκάμα ενός λαού και μιας χώρας μέσα από την ιστορία του. Τη δεκαετία του ’60 ορισμένοι ποιητές του τανγκό μίλησαν για τα οικονομικά προβλήματα καθώς και για τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και μίλησαν χρησιμοποιώντας το σχήμα της μεταφοράς. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν ποιητές που τραγουδούν τη σκληρή πραγματικότητα και όχι μόνο τον έρωτα, τη νοσταλγία και τη θλίψη. Υπάρχει πάντοτε η κοινωνική κριτική».
Συμμετείχατε παλαιότερα στο ανέβασμα της «Μαρίας του Μπουένος Αϊρες» του Πιατσόλα. Πώς σας φάνηκε η πρόσφατη εκτέλεση του έργου από τον βιολονίστα Γκίντον Κρέμερ;
«Νομίζω ότι ο Κρέμερ ερωτεύτηκε τη μουσική του Πιατσόλα. Αυτόν τον έρωτα πέρασε στον κόσμο της κλασικής μουσικής, που έχει ανάγκη από μια ανανέωση και βρίσκεται στην αναζήτηση νέων πραγμάτων. Ο Κρέμερ βεβαίως έπαιξε τανγκό με τον δικό του τρόπο και πρέπει να σας πω ότι τον σέβομαι, όπως τον καθένα που κάνει ανάλογες προσπάθειες. Αλλωστε σιγά σιγά θα βελτιωθεί. Είναι σαν να απαιτούμε από έναν μουσικό να παίξει μουσική μπαρόκ από τη μία ημέρα στην άλλη. Και ο ίδιος το γνωρίζει πολύ καλά γιατί είναι πολύ μεγάλος μουσικός».
Η ορχήστρα τανγκό συνήθως περιλαμβάνει τέσσερα μπαντονεόν, εσείς γιατί χρησιμοποιείτε τρία; Επίσης, τι προσπαθείτε να επιτύχετε με τις διάφορες μορφές σχημάτων που φτιάχνετε κατά καιρούς;
«Δεν είναι κανόνας τα τέσσερα μπαντονεόν, αν και είναι το πιο δημοφιλές σχήμα. Μπορεί να βρει κανείς ορχήστρες και με τρία ή πέντε. Εγώ ξεκίνησα με τρία γιατί δεν είχα τέταρτο μπαντεονίστα. Στη συνέχεια μεταγράφαμε τα κομμάτια για τρία και έτσι έγινε δύσκολο να αλλάξουμε το σχήμα. Αλλά αυτό δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα. Προτίμησα να προσθέσω στην ορχήστρα τη βιόλα και το βιολοντσέλο, ενώ είθισται να έχει τέσσερα βιολιά μόνο. Να σας εξομολογηθώ ότι τα τέσσερα μπαντονεόν κάνουν πολλή φασαρία».
Γιατί πιστεύετε ότι το nuevo tango συνδέθηκε τόσο πολύ με το όνομα του Αστορ Πιατσόλα;
«Ο Πιατσόλα δεν ήθελε να μιλήσει ούτε για το nuevo tango ούτε καν για το ίδιο το τανγκό αλλά για τη μουσική του Μπουένος Αϊρες, γιατί είχε κουραστεί πολύ από την κριτική που του ασκούσαν. Είπε δηλαδή μια ημέρα: Αν θεωρείτε ότι δεν μπορώ να γράφω τανγκό, τουλάχιστον ξέρω να παίζω τη μουσική του Μπουένος Αϊρες. Και ποια είναι η μουσική αυτής της πόλης; Το τανγκό, γιατί αν υπάρχει μια μουσική με πολύ μεγάλη ποικιλία αυτή είναι το τανγκό. Υπάρχουν βεβαίως μερικοί κανόνες στους οποίους πρέπει να υπακούσεις ώστε να μην απομακρυνθείς από αυτό. Γιατί με τους πειραματισμούς μπορεί να βρεθείς αρκετά μακριά από το τανγκό. Πάντως πρέπει να επισημάνουμε ότι χάρη στον Πιατσόλα το τανγκό έπαψε να είναι ένα κατακριτέο λαϊκό είδος και μπήκε στα σαλόνια».
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Ο Χουάν Χοσέ Μοζαλίνι θα εμφανιστεί με τη Μεγάλη Ορχήστρα του Τανγκό την Τρίτη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η εκδήλωση εντάσσεται στο ετήσιο πρόγραμμα του Σωματείου Φίλων Κοινωνικής Παιδιατρικής του Νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού».