Η πρόσφατη έκτη έκδοση της Εισαγωγής στη Νεοελληνική Φιλολογία του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Δ. Μαστροδημήτρη αποτελεί έναν πρώτο δείκτη της επιτυχίας και της αντοχής που εμφάνισε μέσα στον χρόνο ένα βιβλίο που ξεκίνησε ως πανεπιστημιακό βοήθημα για τους φοιτητές της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1974) και εξελίχθηκε σε μια πλούσια και καλοτυπωμένη εμπορική έκδοση, με επανειλημμένες, όλο και πιο συμπληρωμένες και άρτιες, αθηναϊκές επανεκδόσεις.
Η επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας, που άργησε πολύ να αναπτυχθεί ως ξεχωριστός κλάδος, αν και σήμερα σφύζει από ζωτικότητα, μα και η ίδια η νεοελληνική λογοτεχνία και γραμματεία, που συμπληρώνουν πια ζωή εννέα τουλάχιστον αιώνων και έχουν από καιρό στερεώσει το όνομά τους μέσα στη διεθνή πρόσληψη και αναγνώριση, είναι τυχερές που διαθέτουν σήμερα ένα τέτοιο στήριγμα. Γιατί το βιβλίο του καθηγητή Π. Δ. Μαστροδημήτρη επιτρέπει, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο βιβλιογραφικό οδηγό, την πανοραμική κατόπτευση και μια πολύ διεξοδική επισκόπηση της γραμματολογικής και φιλολογικής δραστηριότητας.
Ως νεοελληνιστές έχουμε φτάσει, επιτέλους, και στην Ελλάδα στο σημείο να μπορούμε να σταθούμε με ασφάλεια στα πόδια μας, αφού μπορούμε να ανατρέξουμε κάθε στιγμή, και με τη βεβαιότητα πως θα βρούμε την (ορθή) βιβλιογραφική βοήθεια, σε ένα βιβλίο που ούτε λίγο ούτε πολύ είναι το «Κλειδί» για πάμπολλες αναζητήσεις ή απορίες μας. Και είναι ένα κλειδί που, ευτυχώς, ο κατασκευαστής του δεν το αφήνει διόλου να σκουριάσει, όπως έγινε με ανάλογα έργα άλλων επιστημονικών κλάδων στην Ελλάδα π.χ., με τα ωφέλιμα στα χρόνια τους αλλά αείμνηστα Εισαγωγή εις την Αρχαιογνωσίαν και την Κλασσικήν Φιλολογίαν του Κ. Ι. Βουρβέρη και Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας του Νικολάου (Κάκι) Τωμαδάκι: ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης κάθε τόσο μας ξαναπαραδίδει το δικό του κλειδί, όλο και πιο καινούργιο, όλο και πιο λειασμένο και χρηστικό, έτσι που να παραστέκεται στις ανάγκες και στα ερωτήματα όχι μόνο των φοιτητών, των εκπαιδευτικών και των ειδικών επιστημόνων, μα και του ευρύτερου μορφωμένου ή φιλοπερίεργου κοινού που θέλει να βρίσκει εύκολα, και σε ένα μονάχα βιβλίο, έγκυρες και καλά ταξινομημένες πληροφορίες για συγγραφείς, έργα, εποχές και ζητήματα της γραμματείας μας.
Η αμέσως προηγούμενη έκδοση της Εισαγωγής είχε 542 σελίδες. Τώρα μας δίνονται 633 (και ένα συμπληρωματικό Παράρτημα άλλων 25 σελίδων, που καταγράφει τα σχεδόν 200 δημοσιεύματα του συγγραφέα στα χρόνια 1960-1996). Ο τεράστιος μόχθος του βιβλιογράφου δεν φαίνεται μόνο σε αυτή την απαραίτητη διόγκωση του βιβλίου, που παρακολουθεί τις νεότερες εξελίξεις και συμπεριλαμβάνει τα κύρια νέα δημοσιεύματα έως και τον Σεπτέμβριο του 1996.
Είναι εμφανής και στη συμπλήρωση και αναδιατύπωση πολλών άλλων σελίδων και σημείων του έργου, κάτι που δείχνει μιαν άγρυπνη συγγραφική προσωπικότητα, η οποία, παρά τις ατομικές προτιμήσεις και εκτιμήσεις της με τις οποίες μπορεί κανείς συχνά να διαφωνεί, δεν διστάζει να δέχεται παρατηρήσεις και υποδείξεις, να αναθεωρεί, να τροποποιεί και να βελτιώνει (από τις πιο ευοίωνες εξελίξεις στον τομέα αυτόν είναι, π.χ., η όλο και πιο διευρυμένη, και δίκαιη, συμπερίληψη της λογοτεχνίας της ελληνικής περιφέρειας και της διασποράς, καθώς και η παρουσίαση του έργου νεότερων νεοελληνιστών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, εξελίξεις που χρειάζεται να συνοδευτούν στο μέλλον με πολύ περισσότερα στοιχεία και με επέκταση σε πολύ πιο νέους, αλλά παραγωγικότατους και σημαντικούς συγγραφείς και μελετητές της γενιάς των «σαραντάρηδων», «τριαντάρηδων» και, γιατί όχι, «εικοσάρηδων»).
Από τα τρία μεγάλα μέρη της Εισαγωγής («Επιστήμη και αντικείμενο της Νεοελληνικής Φιλολογίας», «Νεοελληνικές Φιλολογικές Σπουδές», «Κλάδοι της Νεοελληνικής Φιλολογίας»: μέσα στο τελευταίο αυτό παρουσιάζεται η Βιβλιογραφία, η Ιστορία της λογοτεχνίας, η Κριτική της λογοτεχνίας, η Εκδοτική, η Ερμηνεία και αισθητική ανάλυση, η Γλωσσική έρευνα και κωδικοποίηση, η Μετρική), χρησιμότερα είναι ασφαλώς τα δύο τελευταία. Ετσι όπως έχουν αναπτυχθεί οι νεοελληνικές σπουδές σήμερα, τμήματα του πρώτου μέρους του βιβλίου θα μπορούσαν είτε να παραλειφθούν εντελώς είτε να αυτονομηθούν σε μικρότερο τεύχος: θα ήταν απόλυτα αρκετό, π.χ., για ένα βιβλίο που η αξία του έγκειται στην οργάνωση και την πληρότητα βιβλιογραφικών πληροφοριών, να παραμείνουν λίγα μόνο πράγματα από το τωρινό Πρώτο Μέρος, ως ένα είδος γενικής «Εισαγωγής», π.χ. για τον «Χώρο και τον χρόνο» ή τη «Γλώσσα και το γλωσσικό ζήτημα» (στη νεοελληνική γραμματεία).
Τα υπόλοιπα μέρη (κεφ. Α’ και Δ’: «Γενικές έννοιες», «Η λογοτεχνική παραγωγή») φορτώνουν με υπερβολικό βάρος μιαν Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, που από τη φύση της δεν είναι έργο που να υποκαθιστά ούτε μια Θεωρία της Λογοτεχνίας (τέτοιες τα τελευταία χρόνια έχουμε μεταφρασμένες στα ελληνικά πολλές, δόξα τω Θεώ, και διαθέτουμε και καλό ιθαγενές δείγμα τους, τη Γραμματολογία. Θεωρία λογοτεχνίας του καθηγητή Γιώργου Βελουδή) ούτε μιαν Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας· μάλιστα, αν ήθελε ο συγγραφέας, και υιοθετούσε την έξυπνη παλιότερη πρόταση του μακαρίτη Γ. Π. Σαββίδη, θα μπορούσε να αποσπάσει από την Εισαγωγή του όλο το τέταρτο κεφάλαιο του Α’ μέρους (κάπου 150 σελίδες, τώρα), και, εμπλουτίζοντάς το με τη νεότερη λογοτεχνική παραγωγή έως τις μέρες μας καθώς και με ένα Εργοβιβλιογραφικό Επίμετρο κατά το πρότυπο της χρησιμότατης στην εποχή της Συνοπτικής Ιστορίας της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη, να το δημοσιεύσει ξεχωριστά, ως δεύτερο βοήθημα, που θα ήταν εξίσου, αν όχι και περισσότερο χρήσιμο, ιδιαίτερα για το ευρύ κοινό.
Οπως και να έχει το πράγμα, το επιβλητικό κατόρθωμα του εργατικότατου, χαλκέντερου ερευνητή και βιβλιογράφου Παναγιώτη Δ. Μαστροδημήτρη, η Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, βρίσκεται από τα τέλη του 1996 ξανά στα χέρια μας: ως «τιπούκειτος» ή «τυφλοσούρτης», όπως έλεγαν οι παλιοί, δηλαδή σαν δωμάτιο με θησαυρούς ή σαν συρτάρι με τιμαλφή ή απαραίτητα, θα βρίσκεται καθημερινά δίπλα στον επαγγελματία νεοελληνιστή ή δάσκαλο, δίπλα στον εραστή της λογοτεχνίας μας, ή δίπλα στον βιαστικό χρήστη και επισκέπτη της, έτοιμη να συντροφεύσει και να μυήσει, να εξηγήσει και να αποκαλύψει, μέσα στον κόσμο των γνώσεων του παρελθόντος και του παρόντος της Νεοελληνικής Φιλολογίας· κάτι σαν το οδηγητικό και στοργικό χέρι ενός Βιργίλιου των νεοελληνικών μας σπουδών.
Ο κ. Γιώργος Κεχαγιόγλου είναι καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.